(Μιὰ περιήγηση στὸ περιώνυμο Λεύκωμα μὲ τὶς Σκιαθίτικες (φωτο) Μνῆμες,
τοῦ καπετὰν Γιάννη Θεοδ. Παρίση)
Γιὰ
νὰ πῶ
τὴν ἀλήθεια,
μετὰ τὰ ἀπανωτὰ Ἡμερολόγια ποὺ
εἶχε τὴν εὐγένεια
νὰ μοῦ στέλνει
κάθε χρονιὰ ὁ ἐκλεκτὸς
Πρόεδρος τῶν Συνταξιούχων Ναυτικῶν τῆς
γείτονος νήσου Σκιάθου, Ἡμερολόγια
ποὺ θησαύριζαν μὲ θαυμάσιο τρόπο ψηφίδες ἱερὲς
ἀπὸ
τὸ μεγάλο ψηφιδωτό, ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι
τὸ ἐν
λόγῳ Λεύκωμα, τὴν περίμενα αὐτὴν τὴν
ἔκδοση. Καὶ νὰ
ποὺ βοήθησε ἡ Παναγία, ἡ Ἔφορος τῆς
Σκιάθου, ἀλλὰ
κι ὅλοι τῆς οἱ Ἅγιοι ν᾿ ἀξιωθοῦμε
νὰ κρατᾶμε στὰ
χέρια μας μιὰ τέτοια ἱερὴ κοσμηματοθήκη: Κοσμηματοθήκη, μέσα στὴν ὁποία
ὄντως φυλάσσονται οἱ ἱερότερες Μνῆμες τῆς
φιλτάτης γείτονος νήσου, ὅπου
πίσω ἀπὸ
πολλὲς ἀπὸ αὐτές,
διακρίνονται οἱ πάντιμες σκιὲς τῶν
δύο Ἀλέξανδρων μὲ τὰ ὅσα ἔγραψαν
καὶ κατέθεσαν -ὡς ὑποθῆκες πανίερες- γιὰ
τὴν φιλτάτη τους Σκιάθο, τὴν «μικρὰν πατρίδαν, τὴν τόσον μεγάλην ἐν τῇ θρησκείᾳ της»
(Ἀλ. Μωραϊτίδης) [ἀκόμα, συμπληρώνω κι ἐγώ].
Δὲ
σκέφτομαι νὰ μακρυγορήσω, γιατὶ εἶμαι
σίγουρος πὼς τὸ ἐποπτικὸ ὑλικό, δηλαδή, οἱ
φωτογραφίες ποὺ ἔχουμε
μπροστά μας κ΄ εἶναι ἀναφισβήτητα ἡ
κάθε μία της κρυστάλλωμα τοῦ
Χρόνου ποὺ ὁ
καλλιτέχνης φωτογράφος ἀπαθανάτισε καὶ
μᾶς τὸ ἄφησε κληρονομιά. Ἀπὸ τὶς
ἱερότερες, τὶς πλέον ἀνθεκτικὲς στὸ
Χρόνο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη,
ὑψώνουν καὶ τιμᾶνε κάποια τεκμήρια ἀθανασίας: Προσώπων καὶ τόπων. Προσώπων, ποὺ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ ἀναχωρήσει καὶ τόπων ποὺ ἀπὸ χρόνων ἰκανῶν
ἔχουν ἀλλάξει τὴν
ὄψη τους. Ὡστόσο, διακρατοῦν
ἀκόμα στὸν πυρήνα τους τὴν
Ἱστορικὴ τὴ
Μνήμη, ποὺ μήτε χάνεται, μήτε ἀμφισβητείται. Μπορεῖ
κάποιοι ἀνίδεοι ἤ ἀφώτιστοι νὰ τὰ
περιφρονοῦν ὅλ᾿ αὐτά,
ὡστόσο ἕνα εἶναι
τὸ κρατούμενο: ὅτι ἡ
περιφρόνηση ἐπιστρέφει σὲ κεῖνον
ποὺ ἄκριτα,
ἐπιπόλαια καὶ ἀνεύθυνα τὰ παραμερίζει.
Κι ὅπως
δὲν μπορεῖς νὰ
παραμερίσες τὰ λείψανα τῶν Γονιῶν
Σου ποὺ τοὺς
κάνει τὸ Μνημόσυνο στὰ «ξεχώματα», ἄλλο τόσο δὲ
βάζεις στὴν ἄκρη
φωτογραφίες/εἰκόνες ἑνὸς καιροῦ περασμένου, ὅπου
ἡ φωτογραφία ἦταν ἕνα
μεγάλο γεγονός, μιὰ ἱστορικὴ
στιγμή. Γιατὶ μὴν
κοιτᾶμε τὰ πράγματα μὲ
τὸ φακὸ τῶν
σημερινῶν δεδομένων, ὅπου εἶναι
εὔκολο νὰ φωτογραφήσεις, νὰ
κινηματογραφήσεις, νὰ αὐτοφωτογραφηθεῖς,
νὰ πράξεις τὰ χίλια δυὸ
ποὺ ἡ
σύγχρονη τεχνολογία δαψιλῶς
προσφέρει. Τότε ἡ φωτογραφία ἦταν τέχνη καὶ
συνάμα μέγας ὑπολογισμός τοῦ τὶ
θὰ «βγάλεις», τὸ πῶς
θὰ τὸ
«τραβήξεις» κι ἀκόμα τὸ πῶς
θὰ τυθωθεῖ. Ἔτσι,
λοιπόν, ὅλες αὐτὲς οἱ φωτογραφίες τοῦ
Λευκώματος εἶναι τεκμήρια δουλειᾶς καὶ πειθαρχημένης ἐπιμέλειας
τῶν παλαιῶν φωτογράφων. Γι᾿
αὐτὸ
καὶ σκύβοντας μὲ ἱερὴ προσοχὴ
καὶ συγκίνηση, μέσα στὶς
σελίδες τοῦ ἐν
λόγω Λευκώματος νοιώθουμε νὰ
μᾶς κοιταζουν πρόσωπα χτεσινά, κεκοιμημένα
σήμερα, ἀλλὰ
ζωντανὰ μέσα μας καὶ μέσα στὴν
ἱστορία. Κι εἶναι ζωντανά, γιατὶ ἔρχονται νὰ
μᾶς θυμίσουν, ἀλλὰ
καὶ νὰ
μᾶς ξεναγήσουν στὴ Σκιάθο τοῦ
Θεοῦ, τὸ
πανίερο αὐτὸ
νησὶ μὲ
τὴν ἁγιασμένη
παράδοση τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων, ἀλλὰ καὶ
μὲ τὴ
Χάρη τῆς Παναγιᾶς νὰ
τὸ σκέπει.
Ἔτσι, καθὼς
ὁ συλλέκτης καὶ ἐκδότης αὐτοῦ
τοῦ Λευκώματος μᾶς χαρίζει εἰκόνες,
ὅπως π.χ. ἐκείνη τῆς
σελίδας 17, αὐτόματα μᾶς θυμίζει τὸ
περιούσιο διήγημα τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη "Μέ τά πανιά". Ὅπως ἐπίσης
ἡ φωτ. τῆς σελ. 148 μὲ
τὸν ἀείμνηστο
λόγιο ἱερέα π. Γ. Ρήγα, μᾶς ξαναφέρνει στὸ
νοῦ τὴν
παρέα τῶν ἁπλῶν Σκιαθιτῶν,
ποὺ πῆγε
νὰ κάμει Χριστούγεννα στὸ Χριστὸ,
στὸ Κάστρο, σύμφωνα μὲ τὸ λαμπρὸ διήγημα τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη.
Εἰλικρινὰ τὸ
λέω. Ὑπάρχει μιὰ πληθώρα φωτογραφιῶν,
ποὺ κάποιος ἐρευνητὴς
θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ
τὶς στολίσει μὲ κείμενα τῶν
δύο Ἀλέξανδρων, ὥστε νὰ
μάθουν καλά, ὄχι μονάχα οἱ Σκιαθίτες, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι ἀγαποῦν καὶ
τιμοῦν τὴν
Ἑλληνικὴ λαϊκὴ
παράδοσή μας, πὼς καὶ μόνο μὲ
τὰ τεκμήρια αὐτὰ ποὺ ἀπόμειναν, ἀποδεινκύεται τὸ
πόσο μεγάλη καὶ συγκινησιακὰ τιμητικὴ εἶναι
αὐτὴ ἡ ἔκδοση.
Ὅμως, ἐπειδὴ μὲ
αὐτὰ
ποὺ ἔγραψα
δὲν εἶμαι
εὐχαριστημένος, σκέφτομαι νὰ σταθῶ,
σὲ ἄλλο
μου γραφτό -ἄν μοῦ δώσει ὁ
Θεὸς ὑγεία-
σὲ δὺο
κορυφαῖες ἑνότητες
τοῦ Λευκώματος αὐτοῦ:
Στὴν ὀρθόδοξη
λατρευτικὴ παράδοση καὶ τὴ
ναυπηγική: Δύο σημαντικοὺς
ἄξονες δηλαδή, τῆς ἀνόθευτης
Σκιαθίτικης ζωῆς καὶ μαρτυρίας.
Καπετὰν Γιάννη, συγκινημένος Σὲ εὐγνωμονῶ γιὰ
τούτη τὴν φωτισμένη καὶ μὲ
φιλοπατρία καμωμένη ἔκδοση.
π. Κ.Ν. Καλλιανός