(Μνῆμες καὶ βιώματα)
Στὸ Γιῶργο Σανιδᾶ, ποὺ μοῦ «ξέθαψε»
αὐτὸ τὸ παλιό καὶ λησμονημένο γραφτό
Tὸ φθινοπωρινὸ ἐκεῖνο
βράδυ τοῦ Σεπτεμβρίου
τοῦ 1963, ἀπομένει
στὴ μνήμη φωτισμένο μὲ τὸ παγωμένο,
γαλατένιο
φῶς ποὺ κατέβαζαν
τὰ μεγάλα
φῶτα τῆς
προκυμαίας,
καθὼς
τὸ καράβι,
τὸ «Κύκνος»,
διπλάρωνε
στὸ μουράγιο
τοῦ Βόλου
κι ἐμεῖς
δειλὰ-δειλὰ ἀποβιβαζόμασταν
στὴ νέα
πραγματικότητα:
ἐκείνης
τῶν σπουδῶν,
τῆς μάθησης,
τῆς καλλιέργειας.
Τῶν φώτων
δηλαδὴ, ποὺ προσπορίζουν
οἱ γνώσεις
καὶ τὰ γράμματα.
(Καμμιὰ φορὰ σκέφτομαι
πὼς τὰ φῶτα
ἐκεῖνα
παρομοιάζονταν
μὲ τὰ δυνατὰ τὰ φῶτα
τῆς παραλίας,
ποὺ δέ συγκρίνονταν
μὲ τὸ τρεμουλιαστὸ τὸ φῶς
τῆς λάμπας
τοῦ πετρελαίου,
τὸ ὁποῖο
μέχρι τότε
γνώριζα.
Μόνο ποὺ τὰ πρῶτα
τυφλώνουν,
καὶ κυρίως
τυφλώνουν
τὰ μάτια
τῆς ψυχῆς,
ἀφοῦ εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο
τῆς ἀλλαζονείας,
ἀντίθετα
μὲ τὰ ἄλλα
τὰ φῶτα
ποὺ συντηροῦν
μέσα σου
τὸν χαμηλό
καὶ ταπεινὸ τρόπο
τῆς προσέγγισης
τοῦ κόσμου).
Αὐτὸ τὸ φῶς
ποτὲ μου
δὲν τὸ χάρηκα,
ὅπως
δὲ χαιρόμουν
τὴν κάθε
φορὰ ποὺ ἤμουν
ἀναγκασμένος
νὰ φύγω
ἀπὸ τὸ λιτὸ καὶ ἀπέριττο
περιβάλλον
τοῦ χωριοῦ μου,
παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Βόλος
ἐκείνου
τοῦ καιροῦ ἦταν
μιὰ ἄλλη
προέκταση
τοῦ χωριοῦ μου.
Γιατὶ εἶχε
λιγοστὰ αὐτοκίνητα,
κάμποσα
ποδήλατα
καὶ φυσικὰ ἐκείνη
τὴν ἁπλότητα
καὶ τὴ γραφικότητα,
ὤστε
νὰ μᾶς
φαίνεται
πὼς κάπου
σιμὰ μας
εἶναι καὶ τὸ χωριὸ.
Θυμᾶμαι,
λοιπὸν,
πὼς μόλις
κατεβήκαμε
ἀπὸ τὸ πλοῖο
πήραμε
ἔνα
ἀπὸ τ᾿ ἀμαξάκια
ποὺ ἦταν συναγμένα
στὴν παραλία
καὶ πήγαμε
στὸ γνωστὸ μας
ξενοδοχεῖο:
τὸ ξενοδοχεῖο
τῶν Κληματιανῶν
«Ἡ Εὐρώπη»,
Ἰάσονος
καὶ Κοραῆ γωνία.
Στὰ παιδικὰ μάτια
ἐντύπωση
ἔκαναν
τὰ κατανυκτικὰ φωτάκια
ποὺ εἶχαν
δίπλα τους
τ᾿ ἁμαξάκια,
καθὼς
καὶ ἐκεῖνο
τὸ καμπάνισμα,
ποὺ θύμιζε
τὸν ἦχο
ἀπὸ καμπανάκι
κάποιου
ταπεινοῦ ἐξωκκλησιοῦ.
Τὸ ξενοδοχεῖο
εἶχε μιὰ παράξενη
μυρωδιὰ ἀπὸ ἀπορρυπαντικὸ, σαπούνι
ἀπὸ φτηνὸ ἄρωμα
καὶ τσιγάρο.
Οἱ σκάλες
ἦταν
μεγάλες
καὶ φαρδιὲς
μὲ τὸν
Νικήτα,
τὸν ὑπάλληλο
τοῦ ξενοδοχείου,
νὰ μᾶς
βοηθάει
χαμογελαστὸς,
ὥστε
νὰ τακτοποιηθοῦμε
στὰ ψηλοντάβανα
δωμάτια
μὲ τὰ λευκὰ σεντόνια
ποὺ ὅταν τ᾿ ἄγγιζες,
νόμιζες
πὼς τσαλάκωνες
χαρτὶ. Μάλιστα
αὐτὸς
ὁ ἦχος,
ὅπως
ὁ ἦχος
τῶν φορτηγῶν
ποὺ μέσα
στὴ βαθειὰ νύχτα
περνοῦσαν
ἀπὸ κάτω
ἀπὸ τὰ παράθυρά
μας, μὲ ἀκολουθεῖ ἀκόμα
μέχρι σήμερα.
Γιατὶ πρώτη
φορὰ ἄκουγα
μεγάλα
αὐτοκίνητα
νὰ περνοῦν
μὲ ὀρμὴ καὶ βουὴ πάνω
στὸ δρόμο,
βουὴ ποὺ σιγὰ-σιγὰ χάνονταν
γιὰ νἄρθει
στὴ συνέχεια
κάποι᾿ ἄλλη.
(Ἀργότερα,
ὅταν
διάβασα
τὸ ποίημα
«Σοφοὶ δὲ προσιόντων» τοῦ Κ.Π.Καβάφη,
συνειδητοποίησα
πλέον, πὼς
πολλὲς
φορὲς
στὴ ζωὴ μου
θὰ ξανασυναντήσω
αὐτὴ τὴ «μυστικὴ βοὴ», ὅμως
θὰ ἦταν κάτι
τὸ διαφορετικὸ ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔζησα
τὴν πρώτη
μου βραδυὰ στὸ Βόλο.
Ἴσως
καὶ τραγικὸ, γιατὶ πάντα
μέσα στὴ δύνη
τῶν γεγονότων
ποὺ πλησιάζουν
πλησιάζει
κι ὁ θάνατος,
ἤ ἔστω
καὶ ὁ ὅποιος
ἀκρωτηριασμὸς
τῆς ψυχῆς...).
Ὡστόσο
πρέπει νὰ ὁμολογήσω,
πὼς αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἐνόχλησε,
καὶ ἀπὸ τότε
δὲν
μπόρεσα
νὰ τὸ ἀποβάλλω,
ἦταν
ὁ φωτισμὸς
τοῦ δωματίου
μ᾿ ἐκεῖνο
τὸ γυμνὸ ἡλεκτρικὸ γλόμπο
ποὺ μᾶς
ἔριχνε
ἕνα
ἀρρωστημένο
φῶς, ἐνῶ εἶχε
πάνω του ἕνα κίτρινο,
γυάλινο κάλυμμα, ποὺ μὲ ἔθλιβε
ἀφάνταστα.
(Τὸν ἴδιο φωτισμὸ θυμᾶμαι
νὰ τὸν
ξανάζησα στὸ Στρατὸ καὶ σὲ κάποιο
Νοσοκομεῖο,
μὲ τὴν
ἴδια
ἤ τὴν
ἴσως
περισσότερο παγωμένη αἴσθηση
καὶ πίκρα).
Τὸ σπίτι
ποὺ θὰ καθόμουν
ἦταν
στὴν ὁδὸ Δημάρχου
Γεωργιάδου,
ποὺ τότε
ἦταν
ἄστρωτη,
δίχως ἄσφαλτο δηλαδὴ. Αὐτὸ τὸ σπίτι,
λοιπόν, ἦταν
μιὰ μονοκατοικία
μὲ μικρὰ δωμάτια
καὶ λιτὰ. Πρέπει νὰ χτίστηκε
μετὰ τοὺς
σεισμοὺς, γιατὶ σὲ τίποτε
δὲ θύμιζε κάποια
παλιὰ, πέτρινα σπίτια.
Φυσικὰ, σὲ τίποτε
δὲ θύμιζε
τὸ σπίτι
μας στὸ χωριὸ, γιατὶ ἦταν
κάπως σκοτεινὸ καὶ ἀρκετὰ κρύο.
Πάντως αὐτὸ ποὺ χαράχτηκε
στὴ μνήμη
μου εἶναι
ἡ γειτονιὰ ἐκείνη,
ποὺ εἶχε
ἀρκετὴ ἡσυχία
καὶ γραφικότητα.
Θυμᾶμαι
π.χ. τὸ ἀπέναντι
σπίτι μὲ τὴ βαρειὰ σιδερένια
πόρτα τοῦ κήπου,
τὰ ὡραῖα
καὶ πλατιὰ σκαλοπάτια
ποὺ ὁδηγοῦσαν
μέσα στὸ σπίτι,
ὅπως
ἐπίσης
καὶ τὰ δέντρα
ποὺ εἶχε.
Πρόσπάθησα
νὰ τὸ ξαναβρῶ μετὰ ἀπὸ χρόνια
αὐτὸ τὸ σπίτι.
Δὲν τὰ κατάφερα,
γιατὶ εἶχε
ἐξαφανιστεῖ, ὅπως
τόσα καὶ τόσα
στὸ Βόλο
τῶν ἐφηβικῶν
μου χρόνων...
Κάθε πρωΐ ποὺ πηγαίναμε
στὸ Σχολεῖο
συναντούσαμε
στοὺς δρόμους
κάρα, μικρὰ καὶ μεγάλα,
λιγοστὰ αὐτοκίνητα
καὶ ποδήλατα,
μ᾿ ἐκεῖνα
τὰ εὔηχα
κουδούνια
πάνω στὸ βραχίονα
τοῦ τιμονιοῦ. Χαρακτηριστικός,
μάλιστα,
ἦταν
ὁ ἦχος
ποὺ ἄφηναν
οἱ ρόδες,
καθὼς
περνοῦσαν
πάνω ἀπ᾿ τούς
χωματόδρομους.
Ἦταν
κάτι σὰν
τὸ ἄλεσμα
τοῦ σιταριοῦ στοὺς
χερόμυλους
τοῦ χωριοῦ μου,
σὰν τὸ ἀργὸ περπάτημα
πάνω στὴν
ἅμμο...
Μάλιστα αὐτὸ ποὺ θυμᾶμαι
εἶναι τὰ ποδήλατα
κάποιων
καθηγητῶν
μας, παλιὰ ποδήλατα,
σκουριασμένα
μὲ τὴ σχάρα
πίσω τους
νὰ κρατεῖ τὸ χαρτοφύλακά
τους, ἐνῶ τὰ παντελόνια
τους τὰ συγκρατοῦσε
ἐκεῖνο
τὸ στρογγυλὸ μεταλλικὸ ἔλασμα,
γιὰ νὰ μὴν
μπερδεύονται
στὸ πεντάλισμα.
Ὅμως
τὰ πιὸ συγκινητικὰ καὶ τὰ πλέον
γραφικὰ ποὺ κράτησα
μέσα μου
ἦταν
τὰ μικρὰ τὰ κάρα
μὲ τὰ φροῦτα
καὶ τὰ λαχανικὰ, ποὺ ἔσερναν
μικρὰ γαϊδουράκια,
σιγὰ-σιγὰ, μέσα
στοὺς μεγάλους
δρόμους τῆς
πόλης. Ἀκόμα
θυμᾶμαι
πὼς ἦταν
γερμένα
πρὸς τὰ πίσω
αὐτὰ τὰ κάρα
μὲ τὰ λαχανικὰ νὰ στάζουν -νερὸ ἤ νυχτερινὴ δροσιὰ, ἄραγε;-
στοὺς δρόμους.
Μοσχομύριζε
ὁ Βόλος
φρέκο σταφύλι
καὶ γνήσια
ντομάτα,
ποὺ ἔρχονταν
νὰ ἑνωθοῦν
μὲ τὴ μυρωδιὰ τῆς
θάλασσας,
τὴν ὁποία
κόμιζαν
τὰ ψαράδικα
τὰ κάρα,
που γυρόφερναν
κι αὐτὰ τοὺς
δρόμους. Κι ἔβλεπες
νὰ περνοῦν
ἐκεῖνα
τὰ ταπεινὰ τὰ κάρα
ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπίτια,
ἔχοντας
τὶς παλάντζες
κρεμασμένες στὸ πίσω
μέρος τους,
ἐνῶ ὁ μανάβης,
ποὺ κρατοῦσε
συνήθως
τὸ ζῶο
ἀπὸ μπροστὰ, ἀπό
τά γκέμια,
φώναζε
μὲ βραχὴ ἤ ψιλὴ, ἀλλὰ μακρόσυρτη
φωνὴ, «Ὁ μαναααάβηηης........ὁ ψαραααααααᾶς».
Ἀκόμα
καὶ τὶς
βροχερὲς
τὶς μέρες
τοὺς συναντοῦσες
μὲ τ᾿ ἀδιάβροχα
καὶ τὶς
γαλότσες
νὰ κυνηγοῦν
τὸ μεροκάματο.
Κι ἔτρεχε
τὸ νερὸ στ᾿ αὐλάκια
τῶν παιδεμένων
τους προσώπων,
ποὺ ἄν τὰ κοιτοῦσες
θὰ διέκρινες
τὴ μελαγχολία
τοῦ τίμιου
βιοπαλαιστή,
ποὺ ἔψαχνε
νὰ βρεῖ τρόπους
νὰ θρέψει
φαμίλια,
νὰ παντρέψει
κορίτσια,
νὰ σπουδάσει
παιδιὰ... Σήμερα
ποὺ σεριανῶ σ᾿ αὐτοὺς
τούς δρόμους
καμμιὰ φορὰ, ὅταν
βρεθῶ στὸ Βόλο,
αὐτὸ ποὺ νοσταλγῶ, μαζὶ μὲ κάποια
ἄλλα
νὰ ξαναδῶ, εἶναι
ἐκεῖνα
τὰ ἐξαφανισμένα
σήμερα
ταπεινὰ κάρα
μὲ τὰ κουρασμένα
γαϊδουράκια
καὶ τούς παιδεμένους
τοὺς μανάβηδες.
Δυστυχῶς,
ἐξαφανίστηκαν,
ὅπως
τόσα ἄλλα...
Ἕνα
ἄλλο
σημάδι ἀπό ἐκεῖνα
τὰ χρόνια, ποὺ στέκει
μέσα μου ἀπαραμέριστο, εἶναι
οἱ μουσικὲς
ποὺ ἄκουγα, ὅταν
κάποιες παρέες περνοῦσαν
τὶς νύχτες
ἔξω
ἀπό
τὸ σπίτι. Θυμᾶμαι,
λοιπὸν,
τὸ τραγούδι τοῦ Μάνου
Χατζιδάκι «Τὸ σύννεφο
ἔφερε
βροχή», ποὺ εἶχε
πρωτοβγεῖ, ὅπως
ἐπίσης
κι ἕνα τραγούδι
τοῦ Καζαντζίδη «Ἄν
εἶν᾿ ἡ μοίρα μου
καταραμένη…». Τὸ δεύτερο,
μάλιστα, τὸ ἄκουγα
κι ἄλλες φορὲς,
ὅταν
τὰ βράδυα, μετὰ τὸ φροντιστήριο γιὰ τὴν
ἐκμάθιση
τῆς ξένης
γλώσσας (Ἀγγλικὰ) -πόσο
καλὴ δασκάλα ἦταν
ἡ Βαρουξὴ- περνοῦσα
ἀπ᾿ ἔξω
ἀπό
τὴν ταβέρνα
«Ἡ Σκάλα τοῦ Μιλάνου»,
ποὺ ἦταν τότε
ἀπέναντι
ἀπό
τὸν Ἅγιο
Νικόλαο καὶ μάζευε
ἀρκετοὺς
φιλόμουσους καὶ γλεντζέδες…
Τὸ Γυμνάσιο
ποὺ πήγαινα
ἦταν
τὸ Δεύτερο,
μὲ Γυμνασιάρχη
τὸν αὐστηρὸ, ἀλλ᾿ ἐπίμονα
θαυμάσιο,
ὡς Δάσκαλο
καὶ ὡς ἄνθρωπο,
μακαριστὸ σήμερα,
τὸν Δημήτριο
Οἰκονομίδη.
Τὸ Σχολεῖο
αὐτὸ στεγάζονταν
τότε σὲ ξύλινα
παραπήγματα,
χωρὶς
θέρμανση,
στὴν
περιοχὴ τοῦ «Τσιμπούκη». Φυσικὰ κανένας
μας δὲν
παραπονιόταν,
ἔστω
κι ἄν μὲ βροχὲς
ἤ χιόνια
κάναμε
μάθημα,
περιμένοντας
τὴν ὥρα
τοῦ διαλείματος
νὰ τρίψουμε
τὰ χέρια
μας ἤ νὰ βγοῦμε
νὰ πάρουμε
κουλούρι
καὶ τυρὶ, ἀλλὰ καὶ καμμιὰ τυρόπιτα
ζεστὴ, ἀπ᾿ ἐκεῖνες
τὶς νόστιμες
τυρόπιτες
τοῦ παλιοῦ τοῦ Βόλου,
ποὺ τὶς
ἔφερναν
σιμὰ μας,
ἔξω
στὸ χωματόδρομο,
ποὺ ἦταν
κοντὰ στὴν
αὐλὴ τοῦ Σχολείου,
ἐκεῖνοι
οἱ πλανόδιοι
πωλητὲς
μὲ τὰ καροτσάκια
τους, ποὺ τ᾿ ἀνέβαζαν
μὲ πολὺ κόπο,
ἀφοῦ ἔπρεπε
νὰ ποδηλατίσουν,
ὠθώντας
τὸ ὄχημά
τους ὡς τὰ ἐκεῖ. Ἤταν
δὲ τὸ ὄχημα
αὐτὸ μιὰ ξύλινη
ἤ μεταλλικὴ κατασκευὴ ὑποτυπώδους
βιτρίνας,
ποὺ στὸ πίσω
μέρος εἶχε
προσαρμοστεῖ ἡ σέλα
καὶ ἡ ρόδα
κινήσεως
ἑνὸς
ποδηλάτου.
Μαζὶ μὲ τοὺς
τυροπιτάδες
παρουσιάζονταν
καὶ οἱ κουλουρτζῆδες
μὲ τὰ ὡραῖα
τραγανὰ σουσαμένια
κουλούρια καὶ τὴ φτενὴ τὴ φετούλα
κασέρι,
ποὺ τὴν
πλήρωνες
ξεχωριστὰ. Καμμιὰ φορὰ παρουσιάζονταν
καὶ κάποιος
σουβλατζῆς
μὲ τὰ ξεροψημένα
ψωμιὰ πάνω
στὴ σχάρα
ὅπου
ψήνονταν τὰ σουβλάκια,
τὰ ὁποῖα
στὴ συνέχεια
χαράσσονταν στὴ μέση
γιὰ νὰ μπεῖ τὸ σουβλάκι,
ποὺ ἦταν
τρία-τέσσερα κομματκια χοιρινό, περασμένα σὲ μεταλλικὴ σοῦβλα. Λίγοι ὅμως
προτιμοῦσαν
τὸ σουβλάκι
ἀπό
μᾶς τοὺς
μαθητὲς,
γιατὶ ἦταν
ἀκριβὸ καὶ τὸ βαλάντιο
ὅλων
ἡμῶν τῶν
μαθητῶν
τῆς περιφέρειας
ἦταν
πενιχρὸ ἕως
ἀνύπαρκτο.
Ἔτσι
βολευόμασταν
μὲ κουλούρι,
σκέτο τὶς
περισσότερες
φορὲς
ἤ λίγο
ψωμὶ ἀπό
τὸ σπίτι,
ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ στέλνανε
οἱ δικοί μας
ἀπό
τὸ χωριὸ, ὅπως
ξερὲς μουσταλευριὲς μὲ ἀμύγδαλα,
μουστοκούλουρα, κ.ἄ.
π. Κ.Ν.
Καλλιανός
Σκόπελος, Χεμῶνας
2004
Σημείωση: Στη φωτογραφία
παρουσιάζεται τὸ Δ/Π.
«ὁ Κύκνος», ποὺ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια συνέδεε τὰ νησιὰ μὲ τὸ Βόλο καὶ τὴ Χαλκίδα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
No comments:
Post a Comment