«Διότι τὸ καμίνι, μὲ τὴν κοκκίνην λάμψιν, ἀνατέλλει πεῖσμον, ὅταν ὅλα ἔχουν δύσει»
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
Στὴν ἀρχή, σχεδόν, τοῦ δάσους ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ χωριό, σώζονται τὰ ἐρείπια ἑνὸς παλιοῦ καμινιοῦ, ποὺ πρέπει νὰ χτίστηκε στὴ δεκαετία τοῦ 1930-40, μὲ ντόπια πέτρα καὶ λάσπη. Ἀγνοῶ ποιὸς τὸ ἔχτισε. Ὄχι μονάχα αὐτό, ἀλλὰ κι ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βρίσκονται σπαρμένα κι ἔρημα σήμερα σ᾿ ὅλο τὸ νησί. Ἤξερα ὅτι ὁ μπάρμπα -Γιάννης ὁ Ἀθανασίου εἶχε φτιάξει κάποια ἀσβεστοκάμινα στὴ δασώδη περιοχὴ πάνω ἀπὸ τὸν Ἁη-Γιάννη στὸ Καστρί, τὰ ὁποῖα καὶ σώζονται ἀκόμα. Ὅμως αὐτό, πάνω ἀπὸ τὸ χωριό, δὲν ἔμαθα ποιὸς τὸ ἔχτισε.
Ἡ διάμετρός του εἶναι γύρω στὰ τέσσερα μέτρα, ἐνῶ τὸ βάθος του εἶναι μικρότερο.
Εἶχε δουλευτεῖ ἀρκετὲς φορές, γιατὶ ὑπάρχουν ἴχνη ἀπὸ τὴ φωτιά, ἐνῶ περισσεύματα ἀπὸ κάρβουνο ἀκόμα διακρίνονται.
Τεκμήριο κι αὐτὸ ἀδιάψευστο τοῦ ἀγώνα γιὰ ἐπιβίωση τῶν παλιῶν Κληματιανῶν, στέκει σιωπηλὸ κι ἐρειπώνεται σιγά-σιγὰ, καθὼς οἱ πέτρες, μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι χτισμένο ξεκολλοῦν, ἀπὸ τὶς βροχές, τὰ χιόνια καὶ τὸ χρόνο ποὺ περνάει. Γκρεμίζεται, λοιπόν, τὸ παλιὸ αὐτὸ χτίσμα καὶ κανένας πιὰ δὲν πάει νὰ τὸ συντηρήσει, γιὰ νὰ τὸ δουλέψει στὴ συνέχεια.
Στὸ νοῦ ἔρχονται περιγραφὲς τῆς σχωρεμένης τῆς Μάνας μου, ποὺ σὲ χρόνια δύσκολα καὶ πρὶν γεννηθῶ ἐγώ, βοηθοῦσε τὸν ἐπίσης συγχωρεμένο Πατέρα μου στὸ κάψιμο τοῦ καμινιοῦ. Γιατὶ ἔπρεπε νὰ τὸ παρακολουθοῦν νύχτα καὶ μέρα, ἀφοῦ καίγονταν πάνω ἀπὸ μιὰ βδομάδα, μήπως κάμει κάποιο ρήγμα τὴν έπιφάνειά του καὶ πάει χαμένος ὁ κόπος. Γιατὶ ἔπρεπε τὰ ξύλα ποὺ τοποθετοῦσαν μέσα στὸ καμίνι καὶ στὴ συνέχεια τὸ σκέπαζαν μὲ χῶμα καὶ τὸ ἄναβαν νὰ καῖνε σιγά-σιγά, μέχρι νἄρθει ἡ ὥρα ποὺ θὰ βγάζανε τὸ κάρβουνο.
Ἔλεγε, λοιπόν, ἡ Μάνα μου ὅτι τὸ βράδυ ποὺ τὸ κρύο δυνάμωνε μαζεύονταν γύρω τὰ μικρὰ πουλιὰ νὰ ζεσταθοῦν, ἐνῶ τὰ πεῦκα, ποὺ τὰ σάλευε μὲ δύναμη ὁ ἀέρας, νόμιζες ὄτι συνομιλοῦσαν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, καθὼς ἀντάμωναν οἱ κορφές τους. Κι ὅταν ἔπεφτε βαθὺ τὸ σκοτάδι, φέγγιζε μέσα
στὴν κρύα, φθινοπωρινὴ νύχτα τὸ καμίνι, σὰν ἕνα μικρό, περίεργο ἠφαίστειο,ἀφήνοντας ἐκείνη τὴν εὐωδιὰ ἀπὸ τὶς ἀναπνοὲς τῶν ξύλων τοῦ δάσους ποὺ σιγόκαιαν.
Δύσκολη, ὄντως, ἡ δουλειὰ αὐτή, γιατὶ ἀπαιτοῦσε πολὺ μεγάλο «παίδιο», ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ κοποῦν τὰ ξύλα, νὰ ξεραθοῦν λίγο, νὰ μεταφερθοῦν στὸ καμίνι, νὰ στιβαχτοῦν «πτίδια», νὰ σκεπαστοῦν προσεχτικὰ μὲ χῶμα κι ὕστερα ν᾿ ἀναφτεῖ τὸ καμίνι. Ποὺ ἀπαιτοῦσε, μέχρι νὰ καεῖ, νὰ τὸ φυλᾶνε, ὥστε τὸ κάρβουνο νὰ γίνει καλό, ἀλλὰ καὶ γερό.
Μόλις δὲ ἔφτανε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου κι ἔσβυνε τὸ καμίνι ἄρχιζε ἡ ἄλλη διαδικασία, ἐκείνη τῆς ἐξαγωγῆς τοῦ κάρβουνου. Τὸ μάζευαν προσεχτικά, τὸ φόρτωναν στὰ «ζά», στὰ μουλάρια καὶ γαϊδουράκια καὶ τὸ στέλνανε γιὰ πώληση.
Ἀπὸ τοὺς κορυφαίους Κληματιανοὺς παραγωγοὺς ξυλοκάρβουνου ἦταν οἱ μακαρίτες σήμερα Γέωργιος Σταμάτη Σαλπαδῆμος κι ὁ ἀδερφός του, ὁ μπάρμπα Χαράλαμπος, ποὺ κάνανε τὸ πιὸ καλὸ κάρβουνο στὴν περιοχὴ «Θλικάκια», κοντὰ στὸν Ἁη-Γιάννη στὸ Καστρί.
Σὲ κείνη τὴν περιοχή, ὅπως εἶπα πιὸ πάνω, ὑπῆρχαν καὶ τὰ καμίνια παραγωγῆς ἀσβέστη, τῶν ὁποίων τὰ σιωπηλὰ ἐρείπια συναντᾶ μὲ συγκίνηση σήμερα ὁ ὁδοιπόρος.
π. Κ.Ν. Καλλιανός