ἤ Τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ ὁ ἀείφωτος στοχασμός
Ὅσο τὰ χρόνια περνᾶνε ἡ ἡμέρα αὐτή, ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, θὰ ἔρχεται νὰ θυμίζει ὅλο πιὸ ἔντοντα τὰ ὅρια ποὺ ὑπάρχουν στὸν ἐπίγειο βίο μας. Ὅρια ποὺ ξεκινᾶνε μὲ τὴν εἰσοδό μας στὸν κόσμο, ἴσαμε τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου μας γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀληθινό: Τοῦ Θεοῦ τὸν κόσμο. Καὶ τὰ λέω αὐτά, γιατὶ καθὼς ξημερώνει αὐτὴ ἡ ἁγία Κυριακή, ποὺ γιορτάζουμε τὴν σωτήριο ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, νοιώθω νὰ μοῦ ξανάρχονται σιμά μου ἐκεῖνες οἱ ἀναχωρήσεις ἀπὸ τὸ χωριό μας, ὅπου πηγαίναμε -μαθητὲς τότε- νὰ κάνουμε Πάσχα. Κι εἶναι γραμμένο πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν ὑποφαινόμενο, πὼς ἡ ἅγια μέρα ποὺ ἐρχόμασταν ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωριό, ἦταν κυρίως ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ σπάνια τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου. Μιὰν ἀναγέννηση, λοιπόν,
ζούσαμε, καθὼς ἐρχόμασταν στὸ χωριό, ποὺ εὐωδίαζε ἄνοιξη καὶ πασχαλιά, σιμὰ στοὺς δικούς μας. Καὶ τότε ἦταν ποὺ ζούσαμε μέρες κορυφαῖες, ζωντανές, ἀλησμόνητες, μυρωμένες ἀπὸ τὶς εὐωδιὲς τὶς Μεγαλοβδομαδιάτικες καὶ φωτισμένες μὲ τὸ κερὶ τοῦ Νυμφίου, τὴ λαμπάδα τοῦ Ἐπιταφίου καὶ τῆς Ἀνάστασης. Πόση ἡ ἀγαλλίαση καὶ ἡ συγκίνηση, Θεέ μου! Κι ὅλ’ αὐτὰ νὰ τὰ μαζεύει μέσα της ἡ παιδικὴ ψυχή, ὡς ἄλλη προῖκα ἀκριβὴ καὶ μοναδική.
Μέχρι νἄρθει ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ὅπου ξαναγέμιζαν οἱ βαλίτσες μὲ πλυμένα καὶ καθαρὰ ροῦχα, ἑτοιμάζονταν τὸ καλάθι μὲ τὰ κόκκινα τ’ ἀβγά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ παξιμάδια ἀπὸ τὴν πασχαλινὴ τὴν κουλούρα μας- νοσταλικὰ ἐνθύμια λές, μαζὶ μὲ τὸ μπουκετάκι μὲ τὴ ματζουράνα, τὸ γαρύφαλλο καὶ τὸ πανευῶδες μαγιάτικο
τριαντάφυλλο.
Κατεβαίναμε, λοιπόν, ἀπὸ τὸ πανάρχαιο τὸ καλτερίμι ἀπὸ τὸ χωριὸ στὸ Λουτράκι νὰ πάρουμε τὸ πλοῖο γιὰ τὸ Βόλο κι ἀφήναμε πάνω στὶς γυαλιστερὲς τὶς χιλιοπατημένες πέτρες τὰ ἴχνη τῆς πίκρας μας, ἐνῶ δίπλα μας οἱ κατακκόνικες παπαροῦνες καὶ οἱ πάλευκες μαργαρίτες
σείονταν ἐλαφρὰ ἀπὸ τὸ ἀνοιξιάτικο τὸ ἀεράκι, λὲς καὶ μᾶς ἀποχαιρετοῦσαν… Περνούσαμε κι ἀπὸ τὴν παλιά μας τὴν ἐκκλησιά, κάνοντας τὸ σταυρό μας καὶ εύγνωμονώντας γιὰ τὶς μοναδικὲς κι εὐκατάνυκτες στιγμὲς ποὺ ζήσαμε καὶ τούτη τὴν Πασχαλιά.
Κάποτε ἔφθανε καὶ τὸ πλοῖο… Ἀναχωρούσαμε πιὰ γιὰ τὸν προορισμό μας, τὸ Σχολεῖο δηλαδή, σὲ ὤρα ἀπομεσήμερη, τότε ποὺ τὸ χωριό, τὸ νησὶ ὁλάκερο ἄρχισε νὰ χωνεύει μέσα στὰ πρῶτα γκρίζα χρώματα τῆς νύχτας ποὺ σίμωνε…
Ὅσο, λοιπόν, περνοῦν τὰ χρόνια μάθημα μέγιστον γίνονται αὐτὲς οἱ στιγμές, γιατὶ κάποια μέρα θὰ ξημερώσει γιὰ τὸν καθένα μας, ἡ στερνὴ φορὰ στὸν ἐπίγειο βίο μας, ποὺ θὰ νοιώσουμε τὴν ἄλλη, τὴ μεγάλη ἀναχώρηση τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ...
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment