Sunday, 5 October 2025

Με ρώτησε κανείς;

 
Μια συντροφιά για τον εντεκάρη σε ένα συμπαθητικό καφε-ζαχαροπλαστείο της περιοχής μου. Κλασικός Αγγλικός και περασμένης εποχής διάκοσμος, σκρίνιο γεμάτο από καλαίσθητα σερβίτσια του τσαγιού, φλυτζάνια και ζαχαριέρες από πορσελάνη, αργυρά και επάργυρα μαχαιροπήρουνα, χουλιαράκια και λαβιδίτσα για την ζάχαρη. Το τραπεζομάντηλο σχεδόν μέχρι το πάτωμα και πετσέτες ασορτί. Στον κύριο δρόμο και απέναντί του ακριβώς στέκεται ένα διατηρητέο κτίριο του 1872. Kτίστηκε για να στεγάσει έξι φτωχές γυναίκες. Είναι ένα καλόγουστο οικοδόμημα έξι μικρών διαμερισμάτων που ανήκει σε φιλανθρωπικό σωματείο και ενοικιάζεται σε ανθρώπους που έχουν κάποια οικονομική ανεπάρκεια. Από τα μπαλκόνια του κρέμονται χειμώνα-καλοκαίρι πρασινάδες και λουλούδια. Η ματιά χαίρεται θωρώντας το τοπίο που συνδυάζεται απόλυτα με την διακόσμηση του εσωτερικού του Buckingham Tea Rooms, που καθόμασταν και που φημίζεται για το απογευματινό τσάι του. Οι συνδαιτυμόνες μιλούν χαμηλόφωνα και η όλη ατμόσφαιρα προδιέθετε να κάνουμε και εμείς το ίδιο.
 

Το ρίξαμε στην συζήτηση και βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε για την ύπαρξη μας, το πως βρεθήκαμε η κάθε μιά από μας στον τόπο που βρεθήκαμε και τι θα περιμέναμε από την ζωή μας και πως θα την αλλάζαμε. Η ώρα περνούσε, η παρέα ευχάριστη και η κουβέντα ενδιαφέρουσα, μεσημέριασε. Καμιά από μας δεν βιαζόταν, πεινάσαμε και παραγγείλαμε κάτι να φάμε.
 
Κόντευε τέσσερις το απόγευμα όταν χωρίσαμε, τα γλυκίσματα και το τσάι που πηγαινοερχόταν δίπλα μας μας προκαλούσαν αλλά  το αφήσαμε για άλλη φορά. Η κάθε μιά πήρε τον δικό της δρόμο, σωφερίνες όλες εκτός από εμένα. Ένα από τα λάθη της ζωής μου, δεν έμαθα να οδηγώ, έτσι πήρα τον δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Παίρνοντας το μονοπάτι της ανηφοριάς κάτω από τις αψίδες των κλαδιών που το σκίαζαν, συνέχισα το κουβεντολόι με μένα. Ένα σκιουράκι πετάχτηκε μπροστά μου, με κοίταξε με τα σαστισμένα μάτια του, στάθηκε για λίγο σε στάση προσοχής, η φουντωτή ουρά του σκούπισε για λίγο το χώμα και εξαφανίστηκε πηδώντας στα γρήγορα μέσα στις πυκνές φυλλωσιές ενός δέντρου που ως φαίνεται θα είχε το αμπρί του. Έσιαξα τις σκέψεις μου και εξακολούθησα τον διάλογο που η παρουσία του μικρού όντος στο ζωικό βασίλειο έθεσε μια μικρή παύλα, ζωγραφίζοντας στο μυαλό μου με πινέλο και χρώματα  την πορεία του δικού μου όντος. Την ύπαρξή μου.
 
Δεν την επεδίωξα.  Βρέθηκα. Δεν ερωτήθηκα. Δεν κατάλαβα ούτε το γιατί ούτε και το πως. Ουρανοκατέβατα και γεγονός τετελεσμένο. Δεν νομίζω πως με νοιάζει.
 
Και αν με ένοιαζε δεν το αντιλήφθηκα. Γιατί άλλωστε να με νοιάζει; Ολα γύρω μου ήταν έτσι. Καλοκαίρι γεννήθηκα, στην Πόλη, μέσα στην ζέστη. Μετά ήρθε το φθινόπωρο και στον Αη Γιώργη βαπτίστηκα, ναι, αυτόν που κατεδαφίστηκε λίγα χρόνια αργότερα. Μετά ο χειμώνας που έρχεται όπως ερχόταν από τα γεννοφάσκια του διαδέχτηκε τα κίτρινα φύλλα για να φέρει το λαμπρό αστέρι που οδήγησε τους Μάγους εκεί που γεννήθηκε ο Χριστός. Έτσι έλεγε και λέει ακόμα, διαχρονικά, το ποίημα που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς, φυσικά δεν είναι ο μόνος που είπε κάτι τέτοιο. 
 
Το κάθε πράγμα στην ώρα του και ο Αη-Βασίλης, οπλισμένος με δώρα, άσπρη μακριά γενειάδα και μαύρες μπότες, στη δική του. Συχνά κρατούσε μπαστούνι και όσες φορές τον αντάμωσα, δεν τον είδα να βαστάει κόλλα και χαρτί ούτε και καλαμάρι. Έφτανε και στα Θεραπειά ο καημένος, καταφορτωμένος, από τόσο μακριά, τόσο δρόμο έκανε και ερχόταν και στο σπίτι μας, στο στενό σοκάκι αντίκρυ από το πάρκο, στην ώρα του, αμέσως μετά τα μεσάνυχτα. Μισοκοιμισμένη εγώ, με το φανελένιο μου νυχτικό και την μαλακιά μάλλινη ρομπίτσα μου, με την θεία μου να με βαστά στην αγκαλιά της, τον περίμενα, έπρεπε να πω και ένα ποίημα και από την τρεμούλα του δέους, έχανα τα λόγια μου.
 
Στην ώρα της  ήταν και η  Πίτα με το γροσσάκι της μαμάς μέσα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, δυό-τρία λεπτά μετά την αναχώρηση του από την Καισαρεία επισκέπτη.
 
Σε λίγες μέρες και όπως είναι η συνήθεια, βρέξει-χιονίσει, λιμάνι, βάρκες, μαούνες και ο Σταυρός να ευλογεί την θάλασσα και όλα τα νερά. Η σειρά των πραγμάτων δεν αλλάζει και γιατί να αλλάξει; Ο ήλιος ανατέλλει με τον δικό του ρυθμό και όταν πάει για ύπνο ανταμώνει την σελήνη που τον γλυκοκοιτάζει με το δικό της πάσο, τα άστρα νυχτοπερπατούν στην αστροφεγγιά και τα σύννεφα τρέχουν όταν τους κάνει κέφι και δεν αλλάζουν γνώμη όταν αρχίζουν τον περίπατο τους.
 
Και ο Βόσπορος; Με τα  σκούρα του νερά και τα ρεύματα του δεν συγκρίνεται με τον Ιορδάνη ποταμό και δεν γυρίζει πίσω, φορές θυμώνει και φουσκώνει από τον θυμό του, αφρίζει και ξαφρίζει. Τα κύματά του τα βάζουν με την παραλία και την βολοδέρνουν, το ίδιο κάνουν και στα βαπόρια και τις αραγμένες βάρκες που το ρίχνουν στο τσάμικο, με φιγούρες που κάνουν τις φουστανέλες να σηκώνουνται ψηλά σαν να θέλουν να ακουμπήσουν στα μολυβένια σύννεφα.
 
Τρομάζουν οι γλάροι και βουίζει ο αέρας, σταυροκοπιούνται ακόμα και οι αντρειωμένοι θαλασσόλυκοι κωπηλάτες, κάποιος θα θυμάται ένα παλιό τραγούδι του Σχολείου, «Προσοχή κωπηλάτ' αντρειωμένοι και την θάλασσα βλέπω οργισμένη...». Που είναι ο Αη Νικόλας απ’ τα Μύρα; Που είν’ ο Αη-Φωκάς από την Σινώπη να την ηρεμήσουν;
 
Τίποτα δεν αλλάζει ακόμα και να θέλει το τίποτα. Ίσως και να μη θέλει. Προσπάθησα να το ρωτήσω, απάντηση ουδεμία, δεν μιλά. Ίσως να μην ακούει.
 
Με τις φουρτούνες να μαζεύουν τον διακαμό τους και να πηγαίνουν για ανάπαυση, και την γαλήνη να έρχεται σαν σιμώνει η ανανέωση της πλάσης, ανοίγουν τα πάντα,  Ευαγγελίζεται το σύμπαν,  φωτίζεται ο τόπος, πρασινίζουν τα λιβάδια, φλυαρούν  τα πουλιά, ανθίζουν οι αμυγδαλιές που γλυκοδέχονται τις θωπείες από το αεράκι. Φέρνουμε στα ματια μας τον Χριστό καβάλα στο γαϊδουράκι του, να καλοωσορίζεται την Κυριακή των Βαϊων, «Ιδού Ο Νυμφίος έρχεται» σαν πέσει η νύχτα. Βάφονται αυγά την ημέρα και Σταυρώνεται ξανά και ξανά και πάλι ξανά την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, Αυτός που καλωσοριζόταν μετά βαΐων και κλάδων λίγες μέρες πριν. Την επόμενη, οι Μεγάλες ώρες - πόσα λεπτά και πόσα δευτερόλεπτα έχει η κάθε μια τους;- και ο Επιτάφιος. Δάφνες την άλλη μέρα. Και στην παράλλη, στην ώρα του φτάνει το Φως νυχτιάτικα.  Λαμπρή και πασχαλιές μαζί, λαμπρά τα πάντα, κοσκινίζουν οι νοικοκυρές τ' αλεύρι όπως έκανε η θεία Νίνα συντροφιά με την πεθερά της,  την θεία Μαργιέττα, μοσχομυρίζουν μαχλέπι και μαστίχα τα αφράτα τσουρέκια. Γιατί να αλλάξει η ρότο;  Αλλάζει η ροή των πραγμάτων;
 
Σειρά έχει το θέρος με τον καλό καιρό και τα ανοιχτά παράθυρα, ζεστός ο αέρας, ζεστός ο ήλιος, ζεστά τα κεραμίδια, τεμπελιάζουν οι γάτες πάνω τους,  θερμαίνεται η θάλασσα. Παντού, ακόμα και στον Βόσπορο. Στα νερά του δροσίζει τις φτερούγες του ο αετός που γεννήθηκε για να μένει ζωντανός για πάντα  και για να αγναντεύει τις όχθες στα δεξιά και στα αριστερά του αφού η μαμά-φύση προνόησε να γεννηθεί δικέφαλος. Αναρωτιέμαι πόσο μακριά βλέπουν τα χαντρένια μάτια του.
 
Δρόμοι υπάρχουν πολλοί, γιατί να θελήσω να πάρω άλλους δρόμους από αυτούς που έτσι από μόνοι τους ανοίγονται μπροστά μου; Ποιό άλλο μονοπάτι θα με έπαιρνε από το χέρι για να με φέρει κοντύτερα στα Χαιρετίσματα του Ακαθίστου στην Παναγία και αυτά του Αγγέλου στην γιορτή του Ευαγγελισμού που συντροφιά  με τα χελιδόνια κάνουν τα πάντα να μαρτυρούν την Άνοιξη;
 
Να αλλάξω; Μπορώ; Θέλω; Ποιός ο Λόγος της αλλαγής; Ποιός ο λόγος να αποστάσω από αυτά; Αυτά μέσα στα οποία ήρθα στον κόσμο με όλα του τα ίσια και τα ανάποδα; Γιατί να ρίξω μαύρη πέτρα στις συνήθειες που οι δικοί μου άνθρωποι, γονείς και δασκάλες, σόι και συγγενολόι, με έδειχναν τα βήματα από το πρώτο λεπτό για να πορεύομαι στα μονοπάτια και στους δρόμους; Χάρη σε αυτούς και σε αυτά  I am what I am όπως λέει ένα τραγούδι, είμαι αυτό που είμαι. Και δέχομαι αυτά που προσφέρθηκαν σε μένα απλόχερα και πιστεύω από αγάπη και με αγάπη. Στην αγάπη και σε μένα. Δώρα αξίας άγνωστης, ανεκτίμητης. Τα δέχτηκα, τα δέχομαι και ευχαριστώ τους δωρητές. Τους ευχαριστώ με όλη την ψυχή που φρόντισαν να μεγαλώνω ακούγοντας τις βάρκες να σιγοντάρουν η μιά την άλλη στους ψίθυρους τους όταν το κύμα τις νανούριζε κάτω από τα κιτρινοβυσσινιά ηλιοβασιλέματα. Να λέω πρέπει merci, thank you, Tessekurler και σε όσες άλλες γλώσσες μπορώ, που άκουσαν τα ώτα μου τον θείο Μόρφη να δίνει οδηγίες στις καντρίλιες, «changez vos dames et ballancez...».  Και που είδαν οι οφθαλμοί μου τις θείες Ελένη και Αθανασία, Μίνα και την μαμά μου να λικνίζονται στα μπράτσα των καβαλιέρων τους στην εσωτερική αυλή του σπιτιού μας. Το άδικα γκρεμισμένο -για να περάσει ο δρόμος που τελικά δεν πέρασε- σπίτι, που κληρονόμησε ο μπαμπάς μου από τον δικό του, στο Sardunya sokak.  
 
Με τα δώρα στο μυαλό μου, έφτασα στο κατώφλι του σπιτιού μου, ένα σημείωμα απο το ταχυδρομείο με προϋπάντησε. Ο διανομέας  έφερε ένα δέμα, δυό φορές μάλιστα  το απόγευμα και αν δεν πήγαινα να το παραλάβω, θα επέστρεφε στο depot που βρίσκεται σε άλλη κωμόπολη. Έκανα άμεση μεταβολή, είπαμε, δεν οδηγώ. Λίγο ίσιος δρόμος, μια στροφή και ιδού η κατάβαση. Άρχισε να ψιλοβρέχει, μια γυναίκα προνοητική, με μαγουλίκα (αχ αυτές οι Αγγλίδες!) σαν αυτή που φορούσε η βασίλισσα Ελισάβετ, με ανοιχτή ομπρέλα και έναν άσπρο σκύλο με καφετιά αυτιά με προσπέρασε κάνοντας μεγάλα βήματα.  «Good evening» με χαιρέτησε. Η ώρα ήταν τέσσερις και κάτι.
 
Παρέλαβα το δέμα, ήταν βαρύ, η βροχή δυνάμωσε και πήρα ταξί. Επέστρεψα στο σπίτι, θυμήθηκα τα φλυτζανάκια του τσαγιού και τα μαχαιροπηρουνάκια της προίκας μου, τα καλά. Και μια που θυμήθηκα άνοιξα τον μπουφέ στην τραπεζαρία για τα καμαρώσω. Στοιβαγμένα τα πιατάκια της πάστας το ένα πάνω στο άλλο και πάνω-επάνω στην στοίβα, το μικρό σκαλισμένο γιαλένιο πιατάκι της γιαγιάς Δέσποινας με το λιλιπούτειο ασημένιο πηρουνάκι για το λεμόνι. Θα πρέπει να καλέσω φίλες για τσάι α λα Πολίτα. Θα χρειαστεί να διαλέξω ένα από τα τραπεζομάντηλα του τσαγιού με τα κεντήματα στο χέρι. Ίσως αυτό με την νταντέλα «αντρετέ» (entre de deux νομίζω πως λέγεται) της γιαγιάς Βαγγελιώς, που είχε μεράκι να κάνει βεγγέρες με το κροσεδάκι και τα κοτόν περλέ στο χέρι για να πλέκει μέτρα ολόκληρα νταντέλες, το καλοκαίρι έξω από την πόρτα της στα Θεραπειά -που αλλού;- όταν σουρούπωνε, παρέα με τις δυό συννυφάδες της, την Σμαρώ και την Μαρουλιώ,  και τον χειμώνα, μέσα στην ζεστασιά από την τσινένια άσπρη σόμπα και δίπλα στο μαγκάλι που στην χόβολη καθόταν το μπρίκι με τον καφέ. Ίσως το άλλο, με τις κίτρινες μαργαρίτες, ανεβατό τα λουλούδια, ρίζα οι πράσινοι μίσχοι και ροκοκό οι λευκοί σπόροι, της γιαγιάς Δέσποινας. Υπάρχουν και άλλα, με φιλτιρέ και αζούρ, αλλά πιό απαιτητικά στο σιδέρωμα. Όποιο και να διαλέξω, το τσάι θα είναι «Α - λα- Πολίτα» δεν υπάρχει αμφιβολία.
  
Φθινοπώριασε! Το κάθε πράγμα στην ώρα του και ο Οκτώβρης στη δικιά του, δεν αλλάζει. Και να θέλει, δεν μπορεί.
 
Νίκη Beales
Αρχές Οκτωβρίου, 2025
Buckingham, Αγγλία

No comments: