Με αφορμή τους Εορτασμούς που ο Οικουμενικός Ελληνισμός οργανώνει αυτές τις ημέρες για να τιμήσει τους Αγίους Τρεις Ιεράρχες και τα Ελληνικά και Χριστιανικά Γράμματα, σκέφθηκα ως δική μου συμμετοχή να δημοσιεύσω σε δύο συνέχειες ένα αφιέρωμα σε έναν εξαίρετο άνθρωπο των Γραμμάτων. Οι λεπτομέρειες παρακάτω:
1. Ο φιλέλληνας και φιλορθόδοξος Ουαλός
Τον Αύγουστο του 1988, λίγες μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο, είχα την τιμή και τη μέγιστη χαρά να γνωριστώ με κάποιον Ουαλό, ο οποίος ήλθε σε επικοινωνία μαζί μου μέσα από το ξεχείλισμα της αγάπης του για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.
Ήταν η εποχή που ήμουν Εφημέριος στην ιστορική Ελληνορθόδοξη Κοινότητα στη Νότια Ουαλία. Στο Κάρδιφ, που είναι η έδρα της Κοινότητας, κοντά στο λιμάνι, υπάρχει ο Ιερός Ναός του Αγ. Νικολάου, κτισμένος σε βυζαντινό ρυθμό το 1906. Δίπλα από τον Ιερό Ναό βρίσκεται το Κοινοτικό κτίριο, που έχει κτισθεί το 1915.
Εκεί, λοιπόν, στο Κοινοτικό κτίριο, όπου στεγάζεται και το Πρεσβυτερείο, ήλθε να μας επισκεφθεί ο Ουαλός αυτός, ο οποίος -αξίζει να σημειωθεί πως- είναι και Αγγλικανός Ιερέας. Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας, κι όταν του άνοιξα άρχισε αμέσως να μου απαγγέλει -χωρίς να έχει μπροστά του κανένα κείμενο- κάποια χωρία της Καινής Διαθήκης, όπως παρουσιάζονται στην πρωτότυπη γλώσσα, η οποία είναι η Κοινή Ελληνιστική, η γλώσσα του μεγ. Αλεξάνδρου.
Η πρώτη μου εντύπωση ήταν: έκπληξη. Όταν όμως ξεπέρασα το πρώτο σοκ τον οδήγησα στον Ιερό Ναό, όπως μου ζήτησε, για να τον δει. Αφού έμεινε στην αρχή άναυδος με την ομορφιά του κτιρίου και την γλυκύτητα των ιερών εικόνων, άρχισε ύστερα να διαβάζει τις διάφορες ελληνικές επιγραφές, που απεικονίζονταν στις εικόνες, στα λάβαρα, στον Τίμιο Σταυρό και αλλού. Εγώ συνέχισα να μένω «με το στόμα ανοιχτό», παρατηρώντας πρώτα την ελληνομάθεια του επισκέπτη μου, αλλά και την ευσέβειά του.
Η πρώτη μου εντύπωση ήταν: έκπληξη. Όταν όμως ξεπέρασα το πρώτο σοκ τον οδήγησα στον Ιερό Ναό, όπως μου ζήτησε, για να τον δει. Αφού έμεινε στην αρχή άναυδος με την ομορφιά του κτιρίου και την γλυκύτητα των ιερών εικόνων, άρχισε ύστερα να διαβάζει τις διάφορες ελληνικές επιγραφές, που απεικονίζονταν στις εικόνες, στα λάβαρα, στον Τίμιο Σταυρό και αλλού. Εγώ συνέχισα να μένω «με το στόμα ανοιχτό», παρατηρώντας πρώτα την ελληνομάθεια του επισκέπτη μου, αλλά και την ευσέβειά του.
Όταν τελειώσαμε την ξενάγηση στον Ιερό Ναό του Αγ. Νικολάου είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε σε κάπως πιο ανεπίσημο ύφος στο Πρεσβυτερείο, και να γνωριστούμε καλύτερα. Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία μεταξύ μας, που κρατάει μέχρι σήμερα. Το όνομα του επισκέπτη μου είναι Τζέφρυ Γκαίηνερ. Έχει σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Ιστορία και Θεολογία και ομιλεί γύρω στις δέκα γλώσσες. Τον καιρό που γνωριστήκαμε δίδασκε Αρχαία Ελληνικά (με ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης, την Κοινή Ελληνιστική) στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κάρδιφ. Όταν σιγά - σιγά αναπτύχθηκε η φιλία μας διέγνωσα, με πολλή μεγάλη μου χαρά και περηφάνεια, την ιδιαίτερη αγάπη που ο Ουαλός αυτός έτρεφε για την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό, αλλά και για την Αγία Ορθοδοξία.
2. Ο δάσκαλος
Κάποτε μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποια μαθήματά του στο Πανεπιστήμιο, κι εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν το μάθημα στο οποίο δίδαξε τον Αόριστο χρόνο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματικής. Έχω πραγματικά την αίσθηση, χωρίς βέβαια να θέλω να υποτιμήσω τους Έλληνες δασκάλους (ειδικότερα της δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης), πως ανάλογο μάθημα δεν έχω ποτέ παρακολουθήσει σε Ελληνικό Σχολείο.
Το να διδάξεις μια γλώσσα σαν την Κοινή Ελληνιστική, η οποία θεωρείται μάλιστα «νεκρή» (με την έννοια «μη ομιλούμενη»), σε ανθρώπους που δεν έχουν καμμιά ιδέα γι’ αυτήν, δεν είναι ίσως πολύ δύσκολο εγχείρημα. Αλλά το να τους κάνεις να την καταλάβουν και να την αγαπήσουν είναι σίγουρα πολύ σπουδαία επιτυχία. Αυτό δε, απαιτεί να είναι ο δάσκαλος υπεύθυνος, σοβαρός κι ενθουσιώδης, χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία δεν λείπουν από τον Ουαλό φίλο μου.
Είναι αξιοσημείωτο δε, πως η Κοινή Ελληνιστική δεν ήταν ποτέ το αυστηρό ερευνητικό και το κύριο διδακτικό επιστημονικό αντικείμενο του Τζέφρυ, αλλά ήταν (και συνεχίζει να είναι) κι ένα μέσο εκφράσεώς του. Όπως κι εμείς οι ελληνόφωνοι χρησιμοποιούμε πολλές φορές εκφράσεις της Αγίας Γραφής στην καθημερινή μας ζωή («τον άρτον ημών τον επιούσιον», «Αμήν», «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», «αγαπάτε αλλήλους», κ.ά.), έτσι κι εκείνος χρησιμοποιεί ανάλογες εκφράσεις, στις Πανεπιστημιακές του διδασκαλίες, καθώς και σε διάφορες άλλες εκφάνσεις της ζωής του.
3. Επίσκεψη στην Ελλάδα
Όλα τα παραπάνω τα έκανε και τα πίστευε ο Τζέφρυ χωρίς καν να έχει ποτέ επισκευθεί έναν ελληνόφωνο τόπο. Έτσι, ένα καλοκαίρι, αποφασίσαμε να τον πάρουμε μαζί μας για δύο εβδομάδες στην Ελλάδα.
Λίγο καιρό πριν το ταξίδι ζήτησε από κάποιον γνωστό του Έλληνα, που παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα Νέων Ελληνικών στο Κάρδιφ, να του κάνει εντατικά μαθήματα, για να είναι σε θέση να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους στην Ελλάδα. Τις τελευταίες ημέρες πριν το ταξίδι είχε πράγματι κάνει μεγάλη πρόοδο και μπορούσε να πει αρκετές προτάσεις.
Όταν φθάσαμε στην Αθήνα με το αεροπλάνο ήλθε ο πατέρας μου με το αυτοκίνητό του να μας παραλάβει και να μας πάει στον τόπο της καταγωγής μου, στο όμορφο Ναύπλιο. Στο δρόμο προς το Ναύπλιο ο Τζέφρυ προσπαθούσε να μιλήσει με τον πατέρα μου χρησιμοποιώντας ό,τι γνώριζε από τ’ Αρχαία Ελληνικά και ό,τι επίσης είχε πρόσφατα μάθει, στα ιδιαίτερα μαθήματα Νέων Ελληνικών.
Κάποια στιγμή εμπνευσμένος από τον έστω και υποτυπώδη διάλογο που είχε ανοίξει, αλλά και γεμάτος από αυτοπεποίθηση, μου ζήτησε να μεταφέρω στον πατέρα μου πως την τελευταία ημέρα της παραμονής του στην Ελλάδα θα ήταν ικανός να διαλεχθεί μαζί του, σε ανεχτό επίπεδο ελληνικών.
Εκτός όμως από την πλούσια ελληνική γλώσσα η Ελλάδα έχει να προσφέρει και τη ζωή της, την ανοιχτή κοινωνική ζωή της, με τα γεμάτα σημασία και συμβολισμό χριστιανικά και εθνικά έθιμα, κι επίσης την πλουσιοπάροχη κι άδολη φιλοξενία των κατοίκων της.
(Η συνέχεια και το τέλος μεθαύριο...)