Σήμερα η συνεργάτιδα του ιστολογίου μας κ. Νατάσα Κεσμέτη εορτάζει τα γενέθλιά της. Μια κυρία δεν την ρωτάμε ποτέ την ηλικία της. Έτσι το ενδιαφέρον μας δεν είναι σε ένα νούμερο, το οποίο δεν θα μπορούσε άλλωστε να αντιπροσωπεύει πάντα με ακρίβεια τις γνώσεις, τις εμπειρίες και την ίδια την ηλικία και ζωή ενός ανθρώπου. Το ενδιαφέρον μας βρίσκεται στην πνευματική παραγωγή και προσφορά ενός ατόμου. Και η Νατάσα Κεσμέτη έχει παμμέγιστη προσφορά στη Νεο-Ελληνική Λογοτεχνία, έτσι ώστε να μπορούμε άνετα να της αποδίδουμε τον επίζηλο τίτλο της Πριγκίπισσας των Σύγχρονων Ελληνικών Γραμμάτων.
Μαζί με τις θερμότατες ευχές μας προς την άξια δημιουργό, για Χαρούμενα Γενέθλια και Χρόνια Πολλά και Δημιουργικά, με υγεία, οικογενειακή ευτυχία και κάθε ευλογία, σκεφθήκαμε να δημοσιεύσουμε και το παρακάτω κείμενό της, το οποίο είναι το κείμενο της εναρκτήριας ομιλίας της, που εκφώνησε στην αγαπημένη ιδιαίτερη Πατρίδα μας, το Ναύπλιο, στη διάρκεια του 3ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αιμαφαίρεσης (18-20 Ιουνίου 2010):
Μαζί με τις θερμότατες ευχές μας προς την άξια δημιουργό, για Χαρούμενα Γενέθλια και Χρόνια Πολλά και Δημιουργικά, με υγεία, οικογενειακή ευτυχία και κάθε ευλογία, σκεφθήκαμε να δημοσιεύσουμε και το παρακάτω κείμενό της, το οποίο είναι το κείμενο της εναρκτήριας ομιλίας της, που εκφώνησε στην αγαπημένη ιδιαίτερη Πατρίδα μας, το Ναύπλιο, στη διάρκεια του 3ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αιμαφαίρεσης (18-20 Ιουνίου 2010):
Ἀπό τήν στιγμή πού ἀποφάσισα τό θέμα τῆς ἀποψινῆς ὁμιλίας καί ἔδωσα τόν τίτλο, ἀπό τήν ἴδια στιγμή ἄρχισε νά μέ ἀπασχολεῑ τό πολύπλευρο τοῦ θέματος, πόσο μεγάλο καί πολυσύνθετο εἶναι. Μεσολάβησαν και τά γεγονότα κυρίως τῆς 5ης Μαϊου 2010 στήν χώρα μας καί ὁ «Ἄλλος» ὡς ἔννοια και ὡς πραγματικότητα πῆρε ἀκόμα περισσότερες και μάλιστα αἰχμηρές ἕως τραγικές διαστάσεις. Ἴσως δέν εἶμαι ἡ μόνη πού αἰσθάνθηκα τήν ἀπειλητική μείωση τῶν διαστάσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἐννοῶ τήν μείωση τοῦ εὔρους του ὡς πλάσματος πού διψάει γιά τήν μέγιστη πληρότητα τῆς ὕπαρξής του. Ἄν ἀληθεύει πώς ζοῦμε ὡς «ἄλλοι» καί μεταξύ μας καί γιά τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, σέ κρίσιμες ὧρες ἤ καιρούς ζοῦμε ὄχι ἁπλῶς ὡς «ἄλλοι» ἀλλά ὡς «ἄλλοι πού μπορεῖ εὔκολα νά μετατραποῦν σέ ἐχθρούς ἤ ἔχουν ἤδη μετατραπεῖ.» Τοῦτο σημαίνει πώς ἐνῶ φαίνεται ὅτι ὅσα κυρίως ἀπειλοῦνται εἶναι τά ἀποκτήματα ἤ τά ἐπιτεύγματα, τά ποικίλα δηλαδή οἰκονομικά μεγέθη, ἐκεῖνο πού κυρίως ἀμφισβητεῖται (ἄν δέν τίθεται σέ κίνδυνο) εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί ὄχι μόνο τῆς ἀτομικῆς ἀλλά τῆς ζωῆς στό σύνολό της. Τό ἐρώτημα πού ἐμφωλεύει στίς συνειδήσεις συγκεκριμενοποιεῖται σέ ἕνα γενικευμένο «Πρός τί;» Κι αὐτό γιατί, κατ’ ἐμέ τουλάχιστον, τό Νόημα γιά ὁποιοδήποτε χῶρο ἤ χρόνο, ὁποιαδήποτε ἐκδήλωση, λειτουργία ἤ τέχνη τῆς ζωῆς μιλοῦμε (καί ἡ ἰατρική βεβαίως εἶναι τέχνη ὅπως καί ἡ τέχνη τοῦ λόγου), τό Νόημα πού μεταμορφώνει τήν ἁπλή ἐπιβίωση σέ ζωή, τήν μηχανική δουλειά σέ νοηματισμένη ἀφοσίωση, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν σύνδεση μέ τόν «ἄλλο»: εἴτε πρόκειται γιά ὅποιον καί ὅσους θεωροῦμε δικούς μας, εἴτε γιά ἀγνώστους, εἴτε γιά τόν ἑαυτό μας. Τά νοσοκομεῖα καί τά ἰατρεῖα φέρνουν καθημερινά τόν γιατρό ἀντιμέτωπο μέ ἕνα πλῆθος «ἄλλων».
Ἀπό τήν πλευρά του ὁ συγγραφέας κατοικεῖται ἔνδον, στήν ψυχή του ἐννοῶ, ἀπό ἕνα μεγάλο ἀριθμό ἄλλων μέ τούς ὁποίους ἐπιχειρεῖ νά σχετισθεῖ μέ ποικίλους τρόπους, μετατρέποντάς τους σέ ἥρωες τῶν ἔργων του. Εἴτε Ζωντανοί ἄνθρωποι, εἴτε ὀντότητες τῆς ψυχῆς, ἀποτελοῦν ἕνα πλῆθος αἰνιγμάτων, ἀφοῦ κάθε «ἄλλος» (συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἑαυτοῦ μας ὅπως ἤδη εἰπώθηκε) ἀποτελεῖ ἕνα αἴνιγμα. Σέ μεταβατικές περιόδους τό αἴνιγμα αὐτό καθίσταται πλέον δυσχερές. Ἀλλά καί γιά λιγότερο κρίσιμες ἱστορικές περιόδους, τό τί εἴδους περιεχόμενο μπορεῖ νά κρύβει τό αἴνιγμα τῆς «ἑτερότητας» ἀποτελεῖ θέμα πού ὡς ἐκ τῆς ἐκτάσεως καί τοῦ βάθους του ξεπερνάει τά ὅρια μιᾶς ὁμιλίας. Μπορεῖ ὅμως νά ἀναφέρει κανείς τήν πρόσληψη τοῦ ἄλλου, ἀκόμα καί στίς συνήθεις συνθῆκες τῆς ζωῆς, ὡς συχνά ἐνοχλητικῆς ἤ και ἀπειλητικῆς ὑπενθύμισης μιᾶς δικῆς μου, τοῦ καθένα μας, ἀπόρριψης ἤ καί έγκατάλειψης. Τίθεται αὐτομάτως τό θέμα ὑπέρβασης αὐτοῦ τοῦ ἐνδεχόμενου κινδύνου . Ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια κάθε ἄλλος ἀποτελεῖ μιάν πρόκληση.
Στήν πιό πρόσφατη συλλογή διηγημάτων μου μέ τίτλο «Νησί ἀπό Ἐλαφρόπετρα» ὑπάρχει ἕνα διήγημα μέ τίτλο «Κουζνέτσκ» στό κέντρο τοῦ ὁποίου βρίσκεται ὁ Ἄλλος. Πρῶτα πρῶτα θα σᾶς ἐξηγήσω ὅτι τό παράξενο ὄνομα Κουζνέτσκ εἶναι Ρώσικο καί ἔτσι ὀνομαζόταν μιά πολίχνη στήν καρδιά τῆς Σιβηρίας. Ἡ πολίχνη βρισκόταν πολύ κοντά στό στρατόπεδο ὅπου ζοῦσε ἀνάμεσα στούς βαρυποινίτες ἤ ἄλλους κατάδικους, ἐξόριστος ὁ Φεντόρ Νοστογιέβσκι. Ο ἴδιος ἀργότερα ἔλεγε πώς τίς πιο σημαντικές ὧρες τῆς ζωῆς του τίς ἔζησε ἐκεῖ στό κάτεργο τῆς Σιβηρίας μέσα στόν πιό δυνατό και τόν πιο ἀνείπωτο πόνο, τόν ὁποῖο καθιστοῦσε ὀξύτερο γιά τό λεπτοφυές τῆς ψυχῆς του τό γεγονός ὅτι ὡς εὐγενής εἶχε κάπως καλύτερη μεταχείρηση ἀπό τούς συντρόφους του. Ἐκεῖνα τά φοβερά τέσσερα χρόνια τοῦ κατέργου ἀργότερα τά ἀποκάλεσε ὄχι ἁπλά σημαντικά ἀλλά «εὐτυχῆ». Ἀκούγεται ἐξαιρετικά παράδοξο, ὅμως ὁ Ντοστογιέβσκι ἐκεῖ, μέσα στήν παγωνιά, τήν ὀδύνη και τήν ἐξαθλίωση ἔζησε μιά μεγάλη σταδιακή μεταμόρφωση, ἀνακάλυψε τήν σημασία τῶν ἄλλων γιά τήν ψυχή του, συνδέθηκε μέ τόν λαό στόν ὁποῖο ἀνῆκε, συνδέθηκε με τόν Θεό.
Ἀπό τήν πλευρά του ὁ συγγραφέας κατοικεῖται ἔνδον, στήν ψυχή του ἐννοῶ, ἀπό ἕνα μεγάλο ἀριθμό ἄλλων μέ τούς ὁποίους ἐπιχειρεῖ νά σχετισθεῖ μέ ποικίλους τρόπους, μετατρέποντάς τους σέ ἥρωες τῶν ἔργων του. Εἴτε Ζωντανοί ἄνθρωποι, εἴτε ὀντότητες τῆς ψυχῆς, ἀποτελοῦν ἕνα πλῆθος αἰνιγμάτων, ἀφοῦ κάθε «ἄλλος» (συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἑαυτοῦ μας ὅπως ἤδη εἰπώθηκε) ἀποτελεῖ ἕνα αἴνιγμα. Σέ μεταβατικές περιόδους τό αἴνιγμα αὐτό καθίσταται πλέον δυσχερές. Ἀλλά καί γιά λιγότερο κρίσιμες ἱστορικές περιόδους, τό τί εἴδους περιεχόμενο μπορεῖ νά κρύβει τό αἴνιγμα τῆς «ἑτερότητας» ἀποτελεῖ θέμα πού ὡς ἐκ τῆς ἐκτάσεως καί τοῦ βάθους του ξεπερνάει τά ὅρια μιᾶς ὁμιλίας. Μπορεῖ ὅμως νά ἀναφέρει κανείς τήν πρόσληψη τοῦ ἄλλου, ἀκόμα καί στίς συνήθεις συνθῆκες τῆς ζωῆς, ὡς συχνά ἐνοχλητικῆς ἤ και ἀπειλητικῆς ὑπενθύμισης μιᾶς δικῆς μου, τοῦ καθένα μας, ἀπόρριψης ἤ καί έγκατάλειψης. Τίθεται αὐτομάτως τό θέμα ὑπέρβασης αὐτοῦ τοῦ ἐνδεχόμενου κινδύνου . Ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια κάθε ἄλλος ἀποτελεῖ μιάν πρόκληση.
Στήν πιό πρόσφατη συλλογή διηγημάτων μου μέ τίτλο «Νησί ἀπό Ἐλαφρόπετρα» ὑπάρχει ἕνα διήγημα μέ τίτλο «Κουζνέτσκ» στό κέντρο τοῦ ὁποίου βρίσκεται ὁ Ἄλλος. Πρῶτα πρῶτα θα σᾶς ἐξηγήσω ὅτι τό παράξενο ὄνομα Κουζνέτσκ εἶναι Ρώσικο καί ἔτσι ὀνομαζόταν μιά πολίχνη στήν καρδιά τῆς Σιβηρίας. Ἡ πολίχνη βρισκόταν πολύ κοντά στό στρατόπεδο ὅπου ζοῦσε ἀνάμεσα στούς βαρυποινίτες ἤ ἄλλους κατάδικους, ἐξόριστος ὁ Φεντόρ Νοστογιέβσκι. Ο ἴδιος ἀργότερα ἔλεγε πώς τίς πιο σημαντικές ὧρες τῆς ζωῆς του τίς ἔζησε ἐκεῖ στό κάτεργο τῆς Σιβηρίας μέσα στόν πιό δυνατό και τόν πιο ἀνείπωτο πόνο, τόν ὁποῖο καθιστοῦσε ὀξύτερο γιά τό λεπτοφυές τῆς ψυχῆς του τό γεγονός ὅτι ὡς εὐγενής εἶχε κάπως καλύτερη μεταχείρηση ἀπό τούς συντρόφους του. Ἐκεῖνα τά φοβερά τέσσερα χρόνια τοῦ κατέργου ἀργότερα τά ἀποκάλεσε ὄχι ἁπλά σημαντικά ἀλλά «εὐτυχῆ». Ἀκούγεται ἐξαιρετικά παράδοξο, ὅμως ὁ Ντοστογιέβσκι ἐκεῖ, μέσα στήν παγωνιά, τήν ὀδύνη και τήν ἐξαθλίωση ἔζησε μιά μεγάλη σταδιακή μεταμόρφωση, ἀνακάλυψε τήν σημασία τῶν ἄλλων γιά τήν ψυχή του, συνδέθηκε μέ τόν λαό στόν ὁποῖο ἀνῆκε, συνδέθηκε με τόν Θεό.
Γιά νά γυρίσω στό διήγημα, πρόκειται, καλή ὥρα, γιά ἕνα συνέδριο μέ θέμα τόν «Ἄλλο στήν Λογοτεχνία», τό ὁποῖο πραγματοποιεῖται σέ ἕναν χῶρο πού κάποτε ἦταν νοσοκομεῖο στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν καί τό ὁποῖο στήν συνέχεια μετατράπηκε στό γνωστό Πνευματικό Κέντρο τού Δήμου Άθηναίων. Ἀποφάσισα νά σᾶς διαβάσω μέρος τοῦ διηγήματος καθώς σχετίζεται ἀμεσα μέ τό θέμα μου. Πρίν σᾶς διαβάσω ἀπό τό διήγημα θά πῶ ὅτι δέν εἶναι τυχαῖο πώς τά ἀρχιτεκτονικά στοιχεῖα τῶν διαφόρων χρήσεων τοῦ κτιρίου σε διαφορετικούς χρόνους ἐμπεριέχονται τό ἕνα μέσα στό ἄλλο ὑπό τήν ἔννοια τῶν τεμνόμενων κύκλων. Στόν ἐξωτερικό κύκλο εἶναι ὁ κῆπος (βέβαια, σέ ἕναν ἀκόμα πιό ἐξωτερικό κύκλο πρέπει νά ὑποθέσει κανείς τήν πόλη), κατόπιν εἶναι ὁ κύκλος τοῦ παλιοῦ νοσοκομείου, κατόπιν τοῦ πνευματικοῦ κέντρου, ὁ μικρότερος κύκλος μέ τό καφενεῖο καί ὁ πλέον μικρός κύκλος τοῦ Ναϊδρίου των Ἁγίων Ἀναργύρων. Ὅπως ὅμως θά ἀκούσετε, καί ἴσως σᾶς γίνει εὐδιάκριτο, ὑπάρχει και ἕνας κύκλος πού ἔρχεται ἀπό πολύ μακριά τόσο σέ χρόνο ὅσο και περιοχή, κι αὐτός σχετίζεται μέ τό νοσοκομεῖο τοῦ στρατοπέδου στόν Κουζνέτσκ τῆς Σιβηρίας. Δέν θά ἐπεκταθῶ στό θέμα τῶν κύκλων, τό ὁποῖο εἶναι περισσότερο μιά λογοτεχνική μεταφορά παρά ἀκριβής ἀντιστοιχία πρός τό πραγματικό, γιατί ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία, ἐκεῖνο πού δηλαδή θέλει νά τονίσει ἡ μεταφορά εἶναι ὅτι ὅλα καί ὅλοι σχετίζονται κατά ἕναν μᾶλλον ἀθέατο τρόπο. Ὅλοι καί ὅλα σχετίζονται; Ἄν ναί, τότε ποιός εἶναι ὁ ἄλλος;
Μέσα στήν αἴθουσα τοῦ συνεδρίου ὑπάρχει ἕνας θεωρητικός τῆς λογοτεχνίας, ὁ ὁποίος ἐντοπίζει ξαφνικά ἀνάμεσα στούς συνέδρους (οἱ ὁποῖοι προσεκτικά παρακολουθοῦν τίς εἰσηγήσεις σχετικά μέ τό πῶς διαλέγεται με τήν παρουσία τοῦ ἄλλου στά λογοτεχνικά κείμενα εἴτε ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας εἴτε οἱ ἥρωες του) ξαφνικά λοιπόν ὁ θεωρητικός ἐντοπίζει ἀνάμεσα στούς συνέδρους ἕναν ὅλως ἄλλο.
(Ὅπως κι ... ἐγώ ἀνάμεσα σέ τόσους γιατρούς! ...)
Τό παράξενο εἶναι πώς κανείς από τούς συνέδρους δέν τόν βλέπει, λές και εἶναι παντελῶς ἀδιαφανής ἤ ἀόρατος.
Διάλεξα αὐτήν τήν ἱστορία ὄχι μόνον γιά τήν σκηνοθεσία τοῦ συγκεκριμένου διηγήματος, τό ὅτι, ὅπως εἶπα, ἡ συνάντηση τοῦ θεωρητικοῦ μέ τόν ὁλοζώντανο ὅλως ἄλλο δέν πραγματοποιεῖται στίς σελίδες μιᾶς μελέτης ἀλλά σέ ἕναν συνεδριακό χῶρο πού κάποτε - ἦταν Νοσοκομεῖο, ἀλλά γιατί κυρίως ἐσεῖς ὥς γιατροί ζεῖτε τίς περισσότερες ὧρες τῆς ζωῆς σας σέ νοσοκομεῖα ἤ ἰατρεῖα τά ὁποῖα εἶναι τόποι συγκέντρωσης πολλῶν καί ὡς πρός ἐσᾶς αλλά καί μεταξύ τους «ἄλλων.»
Στό διήγημα ὅσο οἱ εισηγητές μιλοῦν γιά τόν «ἄλλο» ἐργαζόμενοι ὡς ἀνατόμοι οἱ ὁποῖοι ἐξετάζουν ἐξονυχιστικά ἕναν μηχανισμό βρίσκονται σέ ἕνα εἶδος ἀσφάλειας, εἶναι περιβεβλημένοι ἐπαρκές κύρος καί δέν ἔχουν λόγο νά ἀπορήσουν, νά ξαφνιαστοῦν ἤ ἀκόμα και νά ταραχτοῦν. Τίποτα βαθύτερο δέν τούς συνδέει με αυτόν τόν μηχανισμό, ἐκτός ἀπό τό ἐνδιαφέρον να θεραπεύσουν τήν τέχνη τους σχετικά μέ τήν γλώσσα και τήν αἰσθητική. Ἀλλά ὅταν ὁ θεωρητικός ἔρχεται ἀντιμέτωπος ὄχι μέ ἕναν μηχανισμό ἀλλά μέ τόν ζῶντα ὀργανισμό ἑνός παντελῶς ἀπρόσιτου γιά τήν διάνοιά του «ἄλλου» τότε ἀνεξήγητα ταράζεται. Καθόλου δέν μπορεῖ να ἐξηγήσει τήν ταραχή του, τό βέβαιο όμως είναι πώς αὐτό το πρόσωπο τόν ἀφορᾶ. Ἴσως με αυτά τά εἰσαγωγικά λόγια μπόρεσα νά σᾶς φέρω κάπως πιό κοντά στό διήγημα το οποῖο τώρα θα σᾶς διαβάσω.
Μέ τό κείμενο αὐτό δέν εἶχα τήν πρόθεση νά πῶ ὅτι ὅλοι ὀφείλουμε νά χάσουμε τά ὅρια μας, οὔτε πάλι ἤθελα να δώσω λύση ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἕνα κοινωνικό πρόβλημα καί μαζί ἕνα προσωπικό αἴνιγμα, γιά νά μήν χρησιμοποιήσω τήν κοινότοπη λέξη «δράμα».
Ὁπωσδήποτε γιά τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν μελῶν τοῦ συνεδρίου στό διήγημα ὁ παρείσακτος παραμένει τόσο ἄλλος ὥστε γίνεται ἀόρατος καί γιά τίς αἰσθήσεις τους ὡσάν νά ἀπαλλείφεται.
Ἀλλά καί στήν ζωή δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς τόσο ἀκραία παρείσακτος γιά νά ἀπαλειφθεῖ. Θά μποροῦσε γιά παράδειγμα νά γίνει μιά ἔρευνα γιά τό πῶς αἰσθάνονται οἱ ἄνθρωποι στίς αἴθουσες ἀναμονῆς. Μήπως αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν κατ’ οὐσίαν ἀπαλειφθεῖ;
Ἀναφορικά μέ τήν οὐσία τοῦ ἄλλου, ὑπάρχει ἕνα μυστήριο, ἕνας γνόφος, ἕνα πάρα πολύ πυκνό δηλαδή σύννεφο τό ὁποῖο τήν καλύπτει ἀκόμα κι ἄν πρόκειται γιά τόν σύντροφό μας στήν ζωή, γιά μιά παροδική γνωριμία, γιά τήν συνάντηση τοῦ γιατροῦ μέ τον ἀσθενή στήν ἰατρική πράξη. Ὁ καθένας προκαλεῖ στόν ἕτερο πάρα πολλές ἀντιδράσεις οἱ ὀποῖες ἄλλοτε θάβονται βιαστικά (μέσα μάλιστα στίς δεδομένες συνθῆκες τής ἰατρικῆς πρακτικῆς), εἴτε πακτώνονται στό ἐσωτερικό τῶν συνειδήσεων εἴτε λειτουργοῦν μέ τρόπους που δέν ἐλέγχονται ἀπο τό συνειδητό και ξεπηδοῦν ἐκεῖ που δέν ἀναμένονται καθόλου, γιά παράδειγμα στά ὄνειρα. Ὁπωσδήποτε και σέ κάθε περίπτωση τό αἴνιγμα τοῦ ἄλλου δέν μᾶς ἀφήνει ἀνεπηρέαστους. Μπορεῖ να γίνει ἡ ταλαιπωρία μας, τό βάσανό μας, ἤ ἡ πηγή μιᾶς ἀνεξήγητης χαρᾶς, μιᾶς ἱκανοποίησης και κυρίως μιᾶς ἀναγνώρισης: στό πρόσωπό του ἀναδύεται κάτι πολύ δικό μας, μιά ξεχασμένη ποιότητα, ἕνα χαρακτηριστικό πού ἀντιπαθοῦμε ἤ μᾶς προκαλει πόνο, ἀκόμα και πένθος. Εἶναι αὐτό που θα μπορούσαμε νά εἴμαστε ἐμεῖς, αὐτό στο ὁποῖο ἴσως κάποτε μεταμορφωθοῦμε, ἤ αὐτό πού εἶναι τρομακτικό ἐπειδή εἶναι τόσο ἄγνωστο και μᾶς προσκαλεῖ νά τό προσεγγίσουμε.
Ὁ ἄλλος ἤ οἱ ἄλλοι δέν εἶναι κάποιος ἤ κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους μποροῦμε νά ἀποκοποῦμε χωρίς νά ἀκρωτηριάσουμε τόν ἑαυτό μας, πού στην οὐσία του εἶναι κάτι ἀπέραντα βαθύ. Βεβαίως γιά τόν γιατρό ὁ ρόλος του θεραπευτῆ εἶναι ἐξαιρετικά βαρύς και χρειάζεται νά παίρνει ἀποστάσεις ἀπό τόν ἀσθενή πού εἶναι ἑτοιμος να κάνει ὅ,τι κι ὁποιος κινδυνεύει νά πνιγεῖ: νά ἁρπαχτεῖ ἐπάνω του και νά τόν τραβήξει στό πνιγμό. Ἡ σοφή αὐτή ἀπόσταση εἶναι κάτι ἐντελῶς διαφορετικό ἀπο τήν παγωνιά τῆς πανοπλοίας μέσα στήν ὁποία μπορεῖ να χωθεῖ ὁ γιατρός γιά νά κρατήσει τόν ἄλλο «στήν θέση του» ὡσάν νά τοῦ φωνάζει: «Μήν πλησιάζεις πιό κοντά, εἶσαι ἕνας χαλασμένος μηχανισμός, τό πιό πολύ πού σοῦ ἐπιτρέπω νά ζητᾶς ἀπο μένα εἶναι νά σοῦ ἀντικαταστήσω τό φθαρμένο ἐξάρτημα».
Παρόμοια στάση μπορεῖ νά κρατήσει κι ο συγγραφέας: «Μήν ἔρθεις πιο κοντά» μπορεῖ νά λέει στούς χαρακτηρες τοῦ ἔργου του γιά παράδειγμα, «γιατί τότε θά μέ κάνεις νά πονέσω. Κι ἔτσι καλύτερα νά ἐπινοήσω διάφορες λιγότερο ή περισσότερο διασκεδαστικές πλοκές, παρά νά ἔρθω, ἐξ αἰτίας σου, ἀντιμέτωπος μέ τα διλήμματά μου, τίς ἐλλείψεις μου, τήν ψευδή εἰκόνα που ἔχω στήσει γιά τόν ἑαυτό μου». Στήν ωραία ιστορία τοῦ Ὄσκαρ Οὑάιλντ ὁ Ἐγωϊστής Γίγαντας, που ὕψωσε ἕναν τεράστιο τοῖχο γύρω ἀπο τό περιβόλι του γιά νά μην μπαίνουν τά παιδιά νά παίζουν, ἔβαλε καί μια ταμπέλα τήν ὁποία οι περισσότεροι φορᾶμε. Εἶναι ἀθέατη ἐντούτοις με τήν ὅλη μας στάση, μέ μόνο μιά ματιά ἤ μέ τό ἄγγιγμα μας ὅλοι μποροῦν νά την διαβάσουν: «Intruders will be prosecuted» - «Οἱ παρεισφρύοντες, οἱ εἰσβολεῖς, θα τιμωροῦνται».
Ὁ ἄλλος γίνεται κατ’οὐσίαν συνώνυμος τοῦ ξένος καί ἀνεπιθύμητος, ὁπότε πολύ εὔκολα μετατρέπεται σέ ἀντίπαλο καί ἐχθρό.
Ἄν ὅμως ὁ ἄλλος, και μάλιστα ὁ πάσχων ἄλλος, εἶναι κάποιος μέ τόν ὁποῖο μοιράζομαι μιά περιοχή οἰκειότητας, καί οἰκειότητα εἶναι ἡ ἴδια ἡ θνητότητά μας, τότε μπαίνει κάτω ἀπό ἄλλη προοπτική. Ὡς πρός τήν θνητότητα εἴμαστε τό ἴδιο συμπάσχοντες. Ἀλλά πέραν τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ τόπου, ὑπάρχει ἡ ζωή. Κι ἐκεῖ μιά ἄλλη περιοχή οἰκειότητας εἶναι ἡ ἱκανότητα της ἀνθρώπινης ὑπάρξεως νά λειτουργεῖ τό θάρρος. Ὑπάρχουν πολλά εἴδη και πολλές ἐκφράσεις θάρρους: Τό θάρρος τῆς συμπάθειας, τό θάρρος τῆς κατανόησης, τό θάρρος τῆς συμπαράστασης, τό θάρρος τῆς ὑπομονῆς, γιά νά ἀναφέρουμε ἐλάχιστες. Τό πιό δραστικό εἶναι σίγουρα τό θάρρος τῆς ἀγάπης. Ἀλλά δέν θά μιλήσω γι αὐτό, γιατί παραδόξως, ἐνῶ εἶναι τό πιό μεγάλο, εἶναι καί τό πιό δύσκολο. Ὑπάρχει ὅμως κάτι προσιττότερο κι αὐτό εἶναι τό θάρρος τῆς ἐμπιστοσύνης. Τό θάρρος τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τόν ἴδιο τόν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας μπορεῖ νά ἐξακτινωθεῖ και νά προσεγγίσει τόν ἄλλον ὅπου κι ἄν βρίσκεται: στό ἐξεταστικό κρεββάτι, στόν νοσοκομειακό θάλαμο, στίς ὁδούς τῆς τέχνης, στίς λογοτεχνικές σελίδες .
Ἡ πληρότητα πού προκαλεῖ, χαράζει ἕνα ἀξέχαστο ἴχνος στήν ψυχή κι αὐτό τό ἴχνος ἀνοίγει τό δρόμο γιά νά ξαναδοκιμάσει κανείς και νά γευτεῖ λιγότερο ἄγχος και περισσότερη ἐσωτερική πληρότητα. Ἔτσι τά πράγματα ἀνατρέπονται: ἡ τέχνη θεραπεύει τόν ...τεχνίτη. Ἡ λογοτεχνία τόν λογοτέχη, ἡ ἰατρική πράξη τόν γιατρό.
Πρίν κλείσω θά ἤθελα νά μοιραστῶ μαζί σας μερικές σκέψεις μου γιά τό θάρρος της εμπιστοσύνης ἐπειδή εἶναι μέν εὐπρόσιττο, ὡστόσο εἶναι καί ἰδιαιτέρως εὐάλωτο γιά ὅλους μας.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης δέν εἶναι νωθρό. Δέν εἶναι ἄτολμο. Δέν εἶναι ὀργισμένα ἐπιθετικό. Δέν εἶναι ἕνα εἶδος χλιαροῦ συναισθήματος. Δέν ἐξιδανικεύει ἀνθρώπους, καταστάσεις, πράγματα.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης διατηρώντας ἕναν γενναῖο ρεαλισμό, δέν εἶναι νοσηρά ἀπαισιόδοξο ἀκόμα κι ὅταν ὅλα γκρεμίζονται.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης, ἐπειδή δέν πηγάζει ἀπό τόν ψευδή ἑαυτό, ὑπερβαίνει τή ἐγωπάθεια.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης εἶναι μοναχικό ἀλλά ὄχι ἀντικοινωνικό. Εἶναι μοναχικό ἀλλά ὄχι ἀτομοκεντρικό. Τοὐναντίον εἶναι φιλάδελφο. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης βρίσκει διεξόδους ἤ δίνει λύσεις ἐπειδή διαθέτει τήν δύναμη τῆς ὑπομονῆς. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης δέν ψύχει τήν καρδιά ἀλλά οὔτε κατακαίει τήν λογική ἀκυρώνοντάς την. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης ἀγαπάει τήν ζωή ἀλλά δέν τρέμει τόν θάνατο. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης βρίσκεται πίσω ἀπό κάθε δημιουργική πράξη ἤ σκέψη ἀλλά ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἀπό κάθε πράξη βίας.
Χρειαζόμαστε ὅσο ποτέ ἄλλοτε τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης στόν ἑαυτό μας, ἀπευθυνόμενο ἐπίμονα στήν αὐθεντικότητα τῶν ἄλλων. Αὐθεντικότητα καί ὄχι «αὐθεντία». Διαφορετικά νομίζω πώς ψευτοζοῦμε βουτηγμένοι στήν πικρία τῆς διάψευσης ἀπό τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, μέσα σέ ἕνα σύμπλεγμα κατάντιας καί παθητικόμορφης ἤ ἐπιθετικόμορφης αὐτολύπησης.
«Εἰς πεῖσμα ...» ὅπως ἔγραψε ο Πάουλ Τίλλιχ στό σχετικό βιβλίο του, εἰς πεῖσμα τῆς κάθε εἴδους κρίσης, ἡ ὁποία στό βάθος της παρακινεῖ πρός συγκεκριμένη ψυχοπνευματική στάση καί δράση. Ὁ Ἀντρέ Μαλρώ ἔγραψε τήν «Ἐλπίδα» μέσα στήν θύελλα τοῦ Ἱσπανικοῦ Ἐμφύλιου καί ὕμνησε τήν συναδέλφωση στίς πιό ἄγριες ὧρες. Ὁ Νίκος Γκάτσος ἔγραψε τήν «Ἀμοργό» μέσα στόν πόλεμο.
Αὐτά εἶναι ἐλάχιστες ὑπενθυμίσεις γύρω ἀπό τό πῶς λειτουργεῖ τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης.
Στό βάθος βάθος ὅλοι εἴμαστε κρυφά ἤ φανερά «πάσχοντες ἄλλοι».
* Δύο σχετικά ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Πάουλ Τίλλιχ «Τό Θάρρος τῆς Ὑπάρξεως» (Δωδώνη 1976, Εἰσαγωγή, Μετάφραση Χρήστου Μαλεβίτση) ἀπό τό ὁποῖο καί ἡ φράση «εἰς πεῖσμα»:
α ) «Τό θάρρος τῆς ἐμπιστοσύνης λέγει «εἰς πεῖσμα» ἀκόμη καί τοῦ θανάτου.» σελ. 170.
β) «...Τό θάρρος τοῦ ὑπάρχειν εἰς πεῖσμα τῆς ἐμπειρίας ἑνός ἀπείρου χάσματος ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού εἴμαστε και σ’ αὐτό πού θά ἔπρεπε νά εἴμαστε.» σελ. 190.
Μέσα στήν αἴθουσα τοῦ συνεδρίου ὑπάρχει ἕνας θεωρητικός τῆς λογοτεχνίας, ὁ ὁποίος ἐντοπίζει ξαφνικά ἀνάμεσα στούς συνέδρους (οἱ ὁποῖοι προσεκτικά παρακολουθοῦν τίς εἰσηγήσεις σχετικά μέ τό πῶς διαλέγεται με τήν παρουσία τοῦ ἄλλου στά λογοτεχνικά κείμενα εἴτε ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας εἴτε οἱ ἥρωες του) ξαφνικά λοιπόν ὁ θεωρητικός ἐντοπίζει ἀνάμεσα στούς συνέδρους ἕναν ὅλως ἄλλο.
(Ὅπως κι ... ἐγώ ἀνάμεσα σέ τόσους γιατρούς! ...)
Τό παράξενο εἶναι πώς κανείς από τούς συνέδρους δέν τόν βλέπει, λές και εἶναι παντελῶς ἀδιαφανής ἤ ἀόρατος.
Διάλεξα αὐτήν τήν ἱστορία ὄχι μόνον γιά τήν σκηνοθεσία τοῦ συγκεκριμένου διηγήματος, τό ὅτι, ὅπως εἶπα, ἡ συνάντηση τοῦ θεωρητικοῦ μέ τόν ὁλοζώντανο ὅλως ἄλλο δέν πραγματοποιεῖται στίς σελίδες μιᾶς μελέτης ἀλλά σέ ἕναν συνεδριακό χῶρο πού κάποτε - ἦταν Νοσοκομεῖο, ἀλλά γιατί κυρίως ἐσεῖς ὥς γιατροί ζεῖτε τίς περισσότερες ὧρες τῆς ζωῆς σας σέ νοσοκομεῖα ἤ ἰατρεῖα τά ὁποῖα εἶναι τόποι συγκέντρωσης πολλῶν καί ὡς πρός ἐσᾶς αλλά καί μεταξύ τους «ἄλλων.»
Στό διήγημα ὅσο οἱ εισηγητές μιλοῦν γιά τόν «ἄλλο» ἐργαζόμενοι ὡς ἀνατόμοι οἱ ὁποῖοι ἐξετάζουν ἐξονυχιστικά ἕναν μηχανισμό βρίσκονται σέ ἕνα εἶδος ἀσφάλειας, εἶναι περιβεβλημένοι ἐπαρκές κύρος καί δέν ἔχουν λόγο νά ἀπορήσουν, νά ξαφνιαστοῦν ἤ ἀκόμα και νά ταραχτοῦν. Τίποτα βαθύτερο δέν τούς συνδέει με αυτόν τόν μηχανισμό, ἐκτός ἀπό τό ἐνδιαφέρον να θεραπεύσουν τήν τέχνη τους σχετικά μέ τήν γλώσσα και τήν αἰσθητική. Ἀλλά ὅταν ὁ θεωρητικός ἔρχεται ἀντιμέτωπος ὄχι μέ ἕναν μηχανισμό ἀλλά μέ τόν ζῶντα ὀργανισμό ἑνός παντελῶς ἀπρόσιτου γιά τήν διάνοιά του «ἄλλου» τότε ἀνεξήγητα ταράζεται. Καθόλου δέν μπορεῖ να ἐξηγήσει τήν ταραχή του, τό βέβαιο όμως είναι πώς αὐτό το πρόσωπο τόν ἀφορᾶ. Ἴσως με αυτά τά εἰσαγωγικά λόγια μπόρεσα νά σᾶς φέρω κάπως πιό κοντά στό διήγημα το οποῖο τώρα θα σᾶς διαβάσω.
Μέ τό κείμενο αὐτό δέν εἶχα τήν πρόθεση νά πῶ ὅτι ὅλοι ὀφείλουμε νά χάσουμε τά ὅρια μας, οὔτε πάλι ἤθελα να δώσω λύση ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἕνα κοινωνικό πρόβλημα καί μαζί ἕνα προσωπικό αἴνιγμα, γιά νά μήν χρησιμοποιήσω τήν κοινότοπη λέξη «δράμα».
Ὁπωσδήποτε γιά τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν μελῶν τοῦ συνεδρίου στό διήγημα ὁ παρείσακτος παραμένει τόσο ἄλλος ὥστε γίνεται ἀόρατος καί γιά τίς αἰσθήσεις τους ὡσάν νά ἀπαλλείφεται.
Ἀλλά καί στήν ζωή δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς τόσο ἀκραία παρείσακτος γιά νά ἀπαλειφθεῖ. Θά μποροῦσε γιά παράδειγμα νά γίνει μιά ἔρευνα γιά τό πῶς αἰσθάνονται οἱ ἄνθρωποι στίς αἴθουσες ἀναμονῆς. Μήπως αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν κατ’ οὐσίαν ἀπαλειφθεῖ;
Ἀναφορικά μέ τήν οὐσία τοῦ ἄλλου, ὑπάρχει ἕνα μυστήριο, ἕνας γνόφος, ἕνα πάρα πολύ πυκνό δηλαδή σύννεφο τό ὁποῖο τήν καλύπτει ἀκόμα κι ἄν πρόκειται γιά τόν σύντροφό μας στήν ζωή, γιά μιά παροδική γνωριμία, γιά τήν συνάντηση τοῦ γιατροῦ μέ τον ἀσθενή στήν ἰατρική πράξη. Ὁ καθένας προκαλεῖ στόν ἕτερο πάρα πολλές ἀντιδράσεις οἱ ὀποῖες ἄλλοτε θάβονται βιαστικά (μέσα μάλιστα στίς δεδομένες συνθῆκες τής ἰατρικῆς πρακτικῆς), εἴτε πακτώνονται στό ἐσωτερικό τῶν συνειδήσεων εἴτε λειτουργοῦν μέ τρόπους που δέν ἐλέγχονται ἀπο τό συνειδητό και ξεπηδοῦν ἐκεῖ που δέν ἀναμένονται καθόλου, γιά παράδειγμα στά ὄνειρα. Ὁπωσδήποτε και σέ κάθε περίπτωση τό αἴνιγμα τοῦ ἄλλου δέν μᾶς ἀφήνει ἀνεπηρέαστους. Μπορεῖ να γίνει ἡ ταλαιπωρία μας, τό βάσανό μας, ἤ ἡ πηγή μιᾶς ἀνεξήγητης χαρᾶς, μιᾶς ἱκανοποίησης και κυρίως μιᾶς ἀναγνώρισης: στό πρόσωπό του ἀναδύεται κάτι πολύ δικό μας, μιά ξεχασμένη ποιότητα, ἕνα χαρακτηριστικό πού ἀντιπαθοῦμε ἤ μᾶς προκαλει πόνο, ἀκόμα και πένθος. Εἶναι αὐτό που θα μπορούσαμε νά εἴμαστε ἐμεῖς, αὐτό στο ὁποῖο ἴσως κάποτε μεταμορφωθοῦμε, ἤ αὐτό πού εἶναι τρομακτικό ἐπειδή εἶναι τόσο ἄγνωστο και μᾶς προσκαλεῖ νά τό προσεγγίσουμε.
Ὁ ἄλλος ἤ οἱ ἄλλοι δέν εἶναι κάποιος ἤ κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους μποροῦμε νά ἀποκοποῦμε χωρίς νά ἀκρωτηριάσουμε τόν ἑαυτό μας, πού στην οὐσία του εἶναι κάτι ἀπέραντα βαθύ. Βεβαίως γιά τόν γιατρό ὁ ρόλος του θεραπευτῆ εἶναι ἐξαιρετικά βαρύς και χρειάζεται νά παίρνει ἀποστάσεις ἀπό τόν ἀσθενή πού εἶναι ἑτοιμος να κάνει ὅ,τι κι ὁποιος κινδυνεύει νά πνιγεῖ: νά ἁρπαχτεῖ ἐπάνω του και νά τόν τραβήξει στό πνιγμό. Ἡ σοφή αὐτή ἀπόσταση εἶναι κάτι ἐντελῶς διαφορετικό ἀπο τήν παγωνιά τῆς πανοπλοίας μέσα στήν ὁποία μπορεῖ να χωθεῖ ὁ γιατρός γιά νά κρατήσει τόν ἄλλο «στήν θέση του» ὡσάν νά τοῦ φωνάζει: «Μήν πλησιάζεις πιό κοντά, εἶσαι ἕνας χαλασμένος μηχανισμός, τό πιό πολύ πού σοῦ ἐπιτρέπω νά ζητᾶς ἀπο μένα εἶναι νά σοῦ ἀντικαταστήσω τό φθαρμένο ἐξάρτημα».
Παρόμοια στάση μπορεῖ νά κρατήσει κι ο συγγραφέας: «Μήν ἔρθεις πιο κοντά» μπορεῖ νά λέει στούς χαρακτηρες τοῦ ἔργου του γιά παράδειγμα, «γιατί τότε θά μέ κάνεις νά πονέσω. Κι ἔτσι καλύτερα νά ἐπινοήσω διάφορες λιγότερο ή περισσότερο διασκεδαστικές πλοκές, παρά νά ἔρθω, ἐξ αἰτίας σου, ἀντιμέτωπος μέ τα διλήμματά μου, τίς ἐλλείψεις μου, τήν ψευδή εἰκόνα που ἔχω στήσει γιά τόν ἑαυτό μου». Στήν ωραία ιστορία τοῦ Ὄσκαρ Οὑάιλντ ὁ Ἐγωϊστής Γίγαντας, που ὕψωσε ἕναν τεράστιο τοῖχο γύρω ἀπο τό περιβόλι του γιά νά μην μπαίνουν τά παιδιά νά παίζουν, ἔβαλε καί μια ταμπέλα τήν ὁποία οι περισσότεροι φορᾶμε. Εἶναι ἀθέατη ἐντούτοις με τήν ὅλη μας στάση, μέ μόνο μιά ματιά ἤ μέ τό ἄγγιγμα μας ὅλοι μποροῦν νά την διαβάσουν: «Intruders will be prosecuted» - «Οἱ παρεισφρύοντες, οἱ εἰσβολεῖς, θα τιμωροῦνται».
Ὁ ἄλλος γίνεται κατ’οὐσίαν συνώνυμος τοῦ ξένος καί ἀνεπιθύμητος, ὁπότε πολύ εὔκολα μετατρέπεται σέ ἀντίπαλο καί ἐχθρό.
Ἄν ὅμως ὁ ἄλλος, και μάλιστα ὁ πάσχων ἄλλος, εἶναι κάποιος μέ τόν ὁποῖο μοιράζομαι μιά περιοχή οἰκειότητας, καί οἰκειότητα εἶναι ἡ ἴδια ἡ θνητότητά μας, τότε μπαίνει κάτω ἀπό ἄλλη προοπτική. Ὡς πρός τήν θνητότητα εἴμαστε τό ἴδιο συμπάσχοντες. Ἀλλά πέραν τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ τόπου, ὑπάρχει ἡ ζωή. Κι ἐκεῖ μιά ἄλλη περιοχή οἰκειότητας εἶναι ἡ ἱκανότητα της ἀνθρώπινης ὑπάρξεως νά λειτουργεῖ τό θάρρος. Ὑπάρχουν πολλά εἴδη και πολλές ἐκφράσεις θάρρους: Τό θάρρος τῆς συμπάθειας, τό θάρρος τῆς κατανόησης, τό θάρρος τῆς συμπαράστασης, τό θάρρος τῆς ὑπομονῆς, γιά νά ἀναφέρουμε ἐλάχιστες. Τό πιό δραστικό εἶναι σίγουρα τό θάρρος τῆς ἀγάπης. Ἀλλά δέν θά μιλήσω γι αὐτό, γιατί παραδόξως, ἐνῶ εἶναι τό πιό μεγάλο, εἶναι καί τό πιό δύσκολο. Ὑπάρχει ὅμως κάτι προσιττότερο κι αὐτό εἶναι τό θάρρος τῆς ἐμπιστοσύνης. Τό θάρρος τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τόν ἴδιο τόν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας μπορεῖ νά ἐξακτινωθεῖ και νά προσεγγίσει τόν ἄλλον ὅπου κι ἄν βρίσκεται: στό ἐξεταστικό κρεββάτι, στόν νοσοκομειακό θάλαμο, στίς ὁδούς τῆς τέχνης, στίς λογοτεχνικές σελίδες .
Ἡ πληρότητα πού προκαλεῖ, χαράζει ἕνα ἀξέχαστο ἴχνος στήν ψυχή κι αὐτό τό ἴχνος ἀνοίγει τό δρόμο γιά νά ξαναδοκιμάσει κανείς και νά γευτεῖ λιγότερο ἄγχος και περισσότερη ἐσωτερική πληρότητα. Ἔτσι τά πράγματα ἀνατρέπονται: ἡ τέχνη θεραπεύει τόν ...τεχνίτη. Ἡ λογοτεχνία τόν λογοτέχη, ἡ ἰατρική πράξη τόν γιατρό.
Πρίν κλείσω θά ἤθελα νά μοιραστῶ μαζί σας μερικές σκέψεις μου γιά τό θάρρος της εμπιστοσύνης ἐπειδή εἶναι μέν εὐπρόσιττο, ὡστόσο εἶναι καί ἰδιαιτέρως εὐάλωτο γιά ὅλους μας.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης δέν εἶναι νωθρό. Δέν εἶναι ἄτολμο. Δέν εἶναι ὀργισμένα ἐπιθετικό. Δέν εἶναι ἕνα εἶδος χλιαροῦ συναισθήματος. Δέν ἐξιδανικεύει ἀνθρώπους, καταστάσεις, πράγματα.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης διατηρώντας ἕναν γενναῖο ρεαλισμό, δέν εἶναι νοσηρά ἀπαισιόδοξο ἀκόμα κι ὅταν ὅλα γκρεμίζονται.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης, ἐπειδή δέν πηγάζει ἀπό τόν ψευδή ἑαυτό, ὑπερβαίνει τή ἐγωπάθεια.
Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης εἶναι μοναχικό ἀλλά ὄχι ἀντικοινωνικό. Εἶναι μοναχικό ἀλλά ὄχι ἀτομοκεντρικό. Τοὐναντίον εἶναι φιλάδελφο. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης βρίσκει διεξόδους ἤ δίνει λύσεις ἐπειδή διαθέτει τήν δύναμη τῆς ὑπομονῆς. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης δέν ψύχει τήν καρδιά ἀλλά οὔτε κατακαίει τήν λογική ἀκυρώνοντάς την. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης ἀγαπάει τήν ζωή ἀλλά δέν τρέμει τόν θάνατο. Τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης βρίσκεται πίσω ἀπό κάθε δημιουργική πράξη ἤ σκέψη ἀλλά ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἀπό κάθε πράξη βίας.
Χρειαζόμαστε ὅσο ποτέ ἄλλοτε τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης στόν ἑαυτό μας, ἀπευθυνόμενο ἐπίμονα στήν αὐθεντικότητα τῶν ἄλλων. Αὐθεντικότητα καί ὄχι «αὐθεντία». Διαφορετικά νομίζω πώς ψευτοζοῦμε βουτηγμένοι στήν πικρία τῆς διάψευσης ἀπό τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, μέσα σέ ἕνα σύμπλεγμα κατάντιας καί παθητικόμορφης ἤ ἐπιθετικόμορφης αὐτολύπησης.
«Εἰς πεῖσμα ...» ὅπως ἔγραψε ο Πάουλ Τίλλιχ στό σχετικό βιβλίο του, εἰς πεῖσμα τῆς κάθε εἴδους κρίσης, ἡ ὁποία στό βάθος της παρακινεῖ πρός συγκεκριμένη ψυχοπνευματική στάση καί δράση. Ὁ Ἀντρέ Μαλρώ ἔγραψε τήν «Ἐλπίδα» μέσα στήν θύελλα τοῦ Ἱσπανικοῦ Ἐμφύλιου καί ὕμνησε τήν συναδέλφωση στίς πιό ἄγριες ὧρες. Ὁ Νίκος Γκάτσος ἔγραψε τήν «Ἀμοργό» μέσα στόν πόλεμο.
Αὐτά εἶναι ἐλάχιστες ὑπενθυμίσεις γύρω ἀπό τό πῶς λειτουργεῖ τό Θάρρος τῆς Ἐμπιστοσύνης.
Στό βάθος βάθος ὅλοι εἴμαστε κρυφά ἤ φανερά «πάσχοντες ἄλλοι».
* Δύο σχετικά ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Πάουλ Τίλλιχ «Τό Θάρρος τῆς Ὑπάρξεως» (Δωδώνη 1976, Εἰσαγωγή, Μετάφραση Χρήστου Μαλεβίτση) ἀπό τό ὁποῖο καί ἡ φράση «εἰς πεῖσμα»:
α ) «Τό θάρρος τῆς ἐμπιστοσύνης λέγει «εἰς πεῖσμα» ἀκόμη καί τοῦ θανάτου.» σελ. 170.
β) «...Τό θάρρος τοῦ ὑπάρχειν εἰς πεῖσμα τῆς ἐμπειρίας ἑνός ἀπείρου χάσματος ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού εἴμαστε και σ’ αὐτό πού θά ἔπρεπε νά εἴμαστε.» σελ. 190.
No comments:
Post a Comment