Με την ευκαιρία αυτή ας δούμε συνοπτικά το βίο και το μαρτύριό του.
Κατά το 1630 περίπου, στο Ναύπλιο, ήρθε στον κόσμο κι είδε το φως του Χριστού ο Άγιος Αναστάσιος. Λέγεται πως γεννήθηκε την μέρα τη Λαμπρής γι’ αυτό κι όταν τον βαπτίσανε του δώσανε το καλό αυτό όνομα. Είχε γονείς απλούς και αγαθούς. Φτωχικούς από τα αγαθά του κόσμου τούτου μα πλούσιους από την αγάπη του Χριστού και της Βασιλείας του. Τούτη την άγια κληρονομιά δώσανε στον γιό τους τον Αναστάσιο και σαν μεγάλωνε και έπαιζε με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας του διέκοπτε συχνά το παιχνίδι και πήγαινε στις εκκλησίες και στα ξωκκλήσια να προσκυνά και να θαυμάζει τις Αγιογραφίες και τα εικονίσματα.
Τον γοήτευε ιδιαίτερα η τέχνη της αγιογραφίας γι’ αυτό κι όταν ενηλικιώθηκε έβαλε σκοπό να μάθει τούτη την άγια τέχνη και να ιστορεί και κείνος τον Χριστό και τα θαυμάσιά Του. Αφού λοιπόν εκπαιδεύθηκε σωστά και για αρκετό χρόνο στους αδελφούς αγιογράφους Γεώργιον και Δημήτριον Μόσχον, δείχνοντας αξιοθαύμαστο ζήλο έγινε κατόπιν ένας άξιος και ικανότατος αγιογράφος όχι μόνο στα εικονίσματά που έφτιαχνε αλλά και στην ζωή του, αποδείχνοντας την ψυχή του άξια ζωγραφιά των αρετών του Χριστού.
Φθάνοντας το 25ο έτος της ηλικίας του και έχοντας ψυχήν καλλιτεχνική αγάπησε και ερωτεύθηκε με όλη του την καρδιά μια κοπέλα απο το Ναύπλιο που την λέγανε Χριστίνα. Ήταν και κείνη άξια ψυχή και αφού συμφώνησαν να νυμφευθούν, αντάλλαξαν -όπως είναι το έθιμο- και δακτυλίδια του αρραβώνα. Μα ο μεγάλος αδελφός της κοπέλας δεν συμπαθούσε τον Αναστάσιο. Τούτος ήταν σπουδαίος ράφτης στο Ναύπλιο, δούλευε πολύ με τους Τούρκους και τους Αγάδες, κι έτσι είχε καταφέρει να κάνει γρήγορα πολλά χρήματα και να μαυρίσει την ψυχή του σαν του κοράκου απ’την απληστία και την αχορταγιά του. Γι’ αυτό και δεν είδε με καλό μάτι την αγνή αγάπη του Αναστάση με την αδελφή του.
Ο Αναστάσιος είχε όνομα καλού και πιστού χριστιανού. Μάλιστα πολλές φορές είχε πιαστεί και στα χέρια με κάποιους μουσουλμάνους που είχαν βρίσει την άγια πίστη του. Για τούτο λοιπόν ο αδελφός της αρραβωνιαστικιάς του Αναστάση δεν ήθελε να μαθευτεί ότι συγγένεψε με ένα ζηλωτή Χριαστιανό, γιατί έτσι πίστευε πως θα έβαζε σε κίνδυνο την θέση του και τα πλούτη του. Γι’ αυτό και δεν σταματούσε ποτέ από το να βάζει διαβολιές στην αγάπη τους και από καιρού εις καιρόν προσπαθούσε να την δηλητηριάσει κι έτσι να τους χωρίσει.
Κατά το 1630 περίπου, στο Ναύπλιο, ήρθε στον κόσμο κι είδε το φως του Χριστού ο Άγιος Αναστάσιος. Λέγεται πως γεννήθηκε την μέρα τη Λαμπρής γι’ αυτό κι όταν τον βαπτίσανε του δώσανε το καλό αυτό όνομα. Είχε γονείς απλούς και αγαθούς. Φτωχικούς από τα αγαθά του κόσμου τούτου μα πλούσιους από την αγάπη του Χριστού και της Βασιλείας του. Τούτη την άγια κληρονομιά δώσανε στον γιό τους τον Αναστάσιο και σαν μεγάλωνε και έπαιζε με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας του διέκοπτε συχνά το παιχνίδι και πήγαινε στις εκκλησίες και στα ξωκκλήσια να προσκυνά και να θαυμάζει τις Αγιογραφίες και τα εικονίσματα.
Τον γοήτευε ιδιαίτερα η τέχνη της αγιογραφίας γι’ αυτό κι όταν ενηλικιώθηκε έβαλε σκοπό να μάθει τούτη την άγια τέχνη και να ιστορεί και κείνος τον Χριστό και τα θαυμάσιά Του. Αφού λοιπόν εκπαιδεύθηκε σωστά και για αρκετό χρόνο στους αδελφούς αγιογράφους Γεώργιον και Δημήτριον Μόσχον, δείχνοντας αξιοθαύμαστο ζήλο έγινε κατόπιν ένας άξιος και ικανότατος αγιογράφος όχι μόνο στα εικονίσματά που έφτιαχνε αλλά και στην ζωή του, αποδείχνοντας την ψυχή του άξια ζωγραφιά των αρετών του Χριστού.
Φθάνοντας το 25ο έτος της ηλικίας του και έχοντας ψυχήν καλλιτεχνική αγάπησε και ερωτεύθηκε με όλη του την καρδιά μια κοπέλα απο το Ναύπλιο που την λέγανε Χριστίνα. Ήταν και κείνη άξια ψυχή και αφού συμφώνησαν να νυμφευθούν, αντάλλαξαν -όπως είναι το έθιμο- και δακτυλίδια του αρραβώνα. Μα ο μεγάλος αδελφός της κοπέλας δεν συμπαθούσε τον Αναστάσιο. Τούτος ήταν σπουδαίος ράφτης στο Ναύπλιο, δούλευε πολύ με τους Τούρκους και τους Αγάδες, κι έτσι είχε καταφέρει να κάνει γρήγορα πολλά χρήματα και να μαυρίσει την ψυχή του σαν του κοράκου απ’την απληστία και την αχορταγιά του. Γι’ αυτό και δεν είδε με καλό μάτι την αγνή αγάπη του Αναστάση με την αδελφή του.
Ο Αναστάσιος είχε όνομα καλού και πιστού χριστιανού. Μάλιστα πολλές φορές είχε πιαστεί και στα χέρια με κάποιους μουσουλμάνους που είχαν βρίσει την άγια πίστη του. Για τούτο λοιπόν ο αδελφός της αρραβωνιαστικιάς του Αναστάση δεν ήθελε να μαθευτεί ότι συγγένεψε με ένα ζηλωτή Χριαστιανό, γιατί έτσι πίστευε πως θα έβαζε σε κίνδυνο την θέση του και τα πλούτη του. Γι’ αυτό και δεν σταματούσε ποτέ από το να βάζει διαβολιές στην αγάπη τους και από καιρού εις καιρόν προσπαθούσε να την δηλητηριάσει κι έτσι να τους χωρίσει.
Το γεγονός αυτό έκοψε την καρδιά τ’ Αναστάση στα δύο και έκτοτε σαν άνθος δίχως ικμάδα, σαν ζωντανός νεκρός άρχισε ν’ αποξεχνιέται και να περιφέρεται αφηρημένος εδώ κι εκεί, σαν χαμένος σε δρόμους, σοκάκια και αγρούς.
Από την υπερβολική μελαγχολία, δεν άργησε να χάσει και τα λογικά του σιγά-σιγά και να παραφρονήσει τελείως. Κατήντησε τελικά περίγελος των πάντων και όλοι οι χασομέρηδες τον πείραζαν και τον κορόϊδευαν.
Βλέποντας ο Μουσταφά Μπέης του Ναυπλίου την κατάντια του, κι’ ότι δεν είχε μυαλό να φροντίζει τον εαυτόν του, εκμεταλεύτηκε την αρρώστια του κι’ ένα πρωί του έβαλε στο κεφάλι του ένα άσπρο ααρίκι λέγοντας του πειραχτικά:
«Να τώρα έγινες άνθρωπος! Δεν είσαι πλέον χριστιανός. Από τώρα και στο εξής θα ονομάζεσαι Ιμπραήμ και θα είσαι πιστός του Μεγάλου Προφήτη».
Τον πήρε δε αμέσως στο κονάκι του και αφού φώναξε έναν επιτήδειο σ’ αυτά του έκανε και περιτομή. Αλλά βέβαια ο Αναστάσιος έχοντας κυριολεκτικά χάσει τα λογικά του δεν καταλάβαινε ο ευλογημένος τι του κάνανε.
Μα ο άνθρωπος όσο κι’ αν ξεστρατίσει κάποτε, εάν έχει γερές ρίζες στην ψυχή του, έρχεται η ευλογημένη ώρα που ξαναβρίσκει τον εαυτό του και αρχίζει πάλι να κουμαντάρει το πηδάλιο της ζωής του.
Μετά από καιρό που του συνέβει αυτό, ένα βράδυ που περνούσε έξω απ’ το εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας πρόσεξε ένα φως που ανέτελλε από το παραθύρι του Ιερού Βήματος. Τούτο το φως τον έκανε να συγκλονιστεί, να πισωστρατίσει και να νοιώσει κάτι σαν σκοτεινά λέπια, που του φυλάκιζαν τόσον καιρόν τον λογισμό του, να ξεπέφτουν από την κεφαλή του βλέποντας πλέον πεντακάθαρα και διάφανα μέσα του και γύρω του.
Αμέσως πήρε στο χέρι του το σαρίκι που φορούσε, το περιεργάστηκε με αποστροφή και το πέταξε στις πλάκες πατώντας το, φτύνοντάς το και φωνάζοντας στον εαυτό του: «Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θε να πεθάνω».
Από την υπερβολική μελαγχολία, δεν άργησε να χάσει και τα λογικά του σιγά-σιγά και να παραφρονήσει τελείως. Κατήντησε τελικά περίγελος των πάντων και όλοι οι χασομέρηδες τον πείραζαν και τον κορόϊδευαν.
Βλέποντας ο Μουσταφά Μπέης του Ναυπλίου την κατάντια του, κι’ ότι δεν είχε μυαλό να φροντίζει τον εαυτόν του, εκμεταλεύτηκε την αρρώστια του κι’ ένα πρωί του έβαλε στο κεφάλι του ένα άσπρο ααρίκι λέγοντας του πειραχτικά:
«Να τώρα έγινες άνθρωπος! Δεν είσαι πλέον χριστιανός. Από τώρα και στο εξής θα ονομάζεσαι Ιμπραήμ και θα είσαι πιστός του Μεγάλου Προφήτη».
Τον πήρε δε αμέσως στο κονάκι του και αφού φώναξε έναν επιτήδειο σ’ αυτά του έκανε και περιτομή. Αλλά βέβαια ο Αναστάσιος έχοντας κυριολεκτικά χάσει τα λογικά του δεν καταλάβαινε ο ευλογημένος τι του κάνανε.
Μα ο άνθρωπος όσο κι’ αν ξεστρατίσει κάποτε, εάν έχει γερές ρίζες στην ψυχή του, έρχεται η ευλογημένη ώρα που ξαναβρίσκει τον εαυτό του και αρχίζει πάλι να κουμαντάρει το πηδάλιο της ζωής του.
Μετά από καιρό που του συνέβει αυτό, ένα βράδυ που περνούσε έξω απ’ το εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας πρόσεξε ένα φως που ανέτελλε από το παραθύρι του Ιερού Βήματος. Τούτο το φως τον έκανε να συγκλονιστεί, να πισωστρατίσει και να νοιώσει κάτι σαν σκοτεινά λέπια, που του φυλάκιζαν τόσον καιρόν τον λογισμό του, να ξεπέφτουν από την κεφαλή του βλέποντας πλέον πεντακάθαρα και διάφανα μέσα του και γύρω του.
Αμέσως πήρε στο χέρι του το σαρίκι που φορούσε, το περιεργάστηκε με αποστροφή και το πέταξε στις πλάκες πατώντας το, φτύνοντάς το και φωνάζοντας στον εαυτό του: «Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θε να πεθάνω».
Δεν έχασε καιρό και ευθέως έτρεξε σα μεθυσμένος στα καλντερίμια και στην αγορά κράζοντας σαν τελάλης:
«Δόξα στον Χριστό και στην Παναγία! Έγινα και πάλι χριστιανός!».
Και στη συνέχεια προχώρησε το λόγο του αναφέροντας λόγους απαξίωσης κατά του ισλάμ και των κατακτητών της Πατρίδας μας, μεταμορφούμενος έτσι, από την αγάπη του προς τον Κ.η.Ι.Χ., σε δια Χριστόν σαλό.
Την επόμενη ημέρα, περισσότερο ακόμα μεθυσμένος από την αγάπη του Χριστού, γυροβολούσε κι έτρεχε σαν ελάφι σ’όλη την πόλη, αναβαίνοντας στα τείχη, στις πολεμίστρες και στην αγορά, όπου συνάζονταν οι ανθρώποι, και έκραζε την μετάνοια και την πίστη του πού ’χε αρνηθεί.
Πέρασε μάλιστα και απ’ έξω από το μεγάλο τζαμί και γέμισε με κοπριές και ακαθαρσίες τα παπούτσια των μουσουλμάνων, που τα είχαν αφήσει εκεί ενόσω προσεύχονταν μέσα στο τζαμί. Σε λίγο, όταν τέλειωσε η προσευχή στο τζαμί και βγήκαν όλοι οι Αγαρηνοί έξω, μόλις αντικρύσανε τον Αναστάση να λέει και να κάμει αυτά τα πράγματα, άλλη αφορμή δεν ζητούσανε πλέον για να βγάλουν το δηλητήριο της βάρβαρης ψυχής τους, χύμηξαν σαν θεριά πάνω του και με κλωτσιές και γροθιές τον χτύπησαν τόσο που λιποθύμησε. Κάποιοι μάλιστα είπαν πως πέθανε. Μα μόλις είδανε πως αναπνέει ακόμη δεν χάσανε καιρό και πιάνοντάς τον σηκωτό τον έφεραν στον Αγά-Εφέντη, για να δικάσει αυτόν τον μωραμένο, όπως τον νόμιζαν, ο οποίος είχε ενωρίτερα μολύνει με τον τρόπο του το Κοράνι τους.
Ο Αγάς εγνώριζε από καιρό τον Ιμπραήμ, γι’ αυτό και μόλις τον είδε σ’ αυτά τα χάλια και έμαθε για το τι συνέβη στο τζαμί, του είπε με προσποιητή ψυχοπονιά :
«Ξέρω πώς είσαι Μουσουλμάνος καί πώς λέγεσαι Ιμπραήμ, κι όχι Αναστάσης. Τό λοιπόν έλα στά σωστά σου καί μή γίνεσαι ρεζίλι στον κόσμο, καί δίνεις αιτία νά σηκωθούν επαναστάσεις κι ακαταστασίες»!
Μά ο Αναστάσης δέν πλανεύτηκε, καί λέγει του Αγά:«Εγώ Αναστάσιος γεννήθηκα καί Αναστάσιος θέ ν' αποθάνω»! Μόνο τούτα τά λόγια είπε καί σώπασε, κοιτώντας τόν Αγά κατάματα. Κι ο Αγάς συγκλονίστηκε, γιατί πρώτη φορά τόν κοίταξε μέ τέτοιο μάτι ένας ραγιάς. Μά πάλι έκανε υπομονή καί καμώθηκε πώς δε θύμωσε, καί του ξαναλέγει:
- «Δε λυπάσαι, μωρέ Ιμπραήμη, τά νιάτα σου; Δε βάζεις με το νου σου πως τό μαχαίρι κι η θηλιά είναι στο λαιμό σου; πώς κάνεις λοιπόν τέτοιες ανοησίες, πού νά κρέμεται από μιά τρίχα ή ζωή σου; Πές μου πώς είσαι Τούρκος καί πάνε νά προσκυνήσεις στο τζαμί, γιά νά συχωρεθείς καί νά ζήσεις δίχως νά σέ πειράξει κανένας»!
- Κι ο Αναστάσης του απάντησε: «Τότες πού ήμουνα σα χαμένος κι είχαν αμολύσει τα λογικά μου, έπεσα στη μεγαλύτερη αμαρτία, και μόλεψα το Άγιο Βάπτισμα φορώντας το σαρίκι σας, μά τώρα πια με φώτισε ο Χριστός μου. Γιά τούτο μη χάνεις τά λόγια σου άδικα, μόνο κάνε σύντομα ό,τι έχεις να κάμεις»!
«Δόξα στον Χριστό και στην Παναγία! Έγινα και πάλι χριστιανός!».
Και στη συνέχεια προχώρησε το λόγο του αναφέροντας λόγους απαξίωσης κατά του ισλάμ και των κατακτητών της Πατρίδας μας, μεταμορφούμενος έτσι, από την αγάπη του προς τον Κ.η.Ι.Χ., σε δια Χριστόν σαλό.
Την επόμενη ημέρα, περισσότερο ακόμα μεθυσμένος από την αγάπη του Χριστού, γυροβολούσε κι έτρεχε σαν ελάφι σ’όλη την πόλη, αναβαίνοντας στα τείχη, στις πολεμίστρες και στην αγορά, όπου συνάζονταν οι ανθρώποι, και έκραζε την μετάνοια και την πίστη του πού ’χε αρνηθεί.
Πέρασε μάλιστα και απ’ έξω από το μεγάλο τζαμί και γέμισε με κοπριές και ακαθαρσίες τα παπούτσια των μουσουλμάνων, που τα είχαν αφήσει εκεί ενόσω προσεύχονταν μέσα στο τζαμί. Σε λίγο, όταν τέλειωσε η προσευχή στο τζαμί και βγήκαν όλοι οι Αγαρηνοί έξω, μόλις αντικρύσανε τον Αναστάση να λέει και να κάμει αυτά τα πράγματα, άλλη αφορμή δεν ζητούσανε πλέον για να βγάλουν το δηλητήριο της βάρβαρης ψυχής τους, χύμηξαν σαν θεριά πάνω του και με κλωτσιές και γροθιές τον χτύπησαν τόσο που λιποθύμησε. Κάποιοι μάλιστα είπαν πως πέθανε. Μα μόλις είδανε πως αναπνέει ακόμη δεν χάσανε καιρό και πιάνοντάς τον σηκωτό τον έφεραν στον Αγά-Εφέντη, για να δικάσει αυτόν τον μωραμένο, όπως τον νόμιζαν, ο οποίος είχε ενωρίτερα μολύνει με τον τρόπο του το Κοράνι τους.
Ο Αγάς εγνώριζε από καιρό τον Ιμπραήμ, γι’ αυτό και μόλις τον είδε σ’ αυτά τα χάλια και έμαθε για το τι συνέβη στο τζαμί, του είπε με προσποιητή ψυχοπονιά :
«Ξέρω πώς είσαι Μουσουλμάνος καί πώς λέγεσαι Ιμπραήμ, κι όχι Αναστάσης. Τό λοιπόν έλα στά σωστά σου καί μή γίνεσαι ρεζίλι στον κόσμο, καί δίνεις αιτία νά σηκωθούν επαναστάσεις κι ακαταστασίες»!
Μά ο Αναστάσης δέν πλανεύτηκε, καί λέγει του Αγά:«Εγώ Αναστάσιος γεννήθηκα καί Αναστάσιος θέ ν' αποθάνω»! Μόνο τούτα τά λόγια είπε καί σώπασε, κοιτώντας τόν Αγά κατάματα. Κι ο Αγάς συγκλονίστηκε, γιατί πρώτη φορά τόν κοίταξε μέ τέτοιο μάτι ένας ραγιάς. Μά πάλι έκανε υπομονή καί καμώθηκε πώς δε θύμωσε, καί του ξαναλέγει:
- «Δε λυπάσαι, μωρέ Ιμπραήμη, τά νιάτα σου; Δε βάζεις με το νου σου πως τό μαχαίρι κι η θηλιά είναι στο λαιμό σου; πώς κάνεις λοιπόν τέτοιες ανοησίες, πού νά κρέμεται από μιά τρίχα ή ζωή σου; Πές μου πώς είσαι Τούρκος καί πάνε νά προσκυνήσεις στο τζαμί, γιά νά συχωρεθείς καί νά ζήσεις δίχως νά σέ πειράξει κανένας»!
- Κι ο Αναστάσης του απάντησε: «Τότες πού ήμουνα σα χαμένος κι είχαν αμολύσει τα λογικά μου, έπεσα στη μεγαλύτερη αμαρτία, και μόλεψα το Άγιο Βάπτισμα φορώντας το σαρίκι σας, μά τώρα πια με φώτισε ο Χριστός μου. Γιά τούτο μη χάνεις τά λόγια σου άδικα, μόνο κάνε σύντομα ό,τι έχεις να κάμεις»!
Πάλι ο Αγάς καμώθηκε πώς δέν τόν συνερίστηκε καί ξανάπιασε τις γαλιφιές, τάζοντας του νά τόν κάνει μπέη καί νά τόν παντρέψει μέ μια όμορφη χανούμισσα. Μο ο Αναστάσης του ξανάπε καθαρά πώς:
«Η απόφαση μου είναι νά πεθάνω. Δέν ήρθα εδώ για να κάνωτεμενάδες σαν σκλάβος! 'Ηρθα να θανατωθώ, για να ξεπλύνω μέ το αίμαμου το κρίμα μου! Κι εσύ πολεμάς να με μεταστρέψεις με λόγια πού λένε στα μωρά, να γίνω άπιστος από χριστιανός καί Τούρκος από Γραικός! Ποιός είναι εκείνος που θά άλλαζε ένα άτι σελωμένο μ' ένα μαδημένο γαϊδούρι; Ποιό αηδόνι θα πρατιμούσε νά ζήσει αν του παίρνανε τή λαλιά του καί του δίνανε στον τόπο της το κράξιμο του κοράκου; Έσύ θαρρείς πώς θά δειλιάσω καί θά προσκυνήσω τον Αλλάχ; Το κορμί μου μπορείς νά το τυραγνήσεις, μα η ψυχή μου στέκεται σάν βαλανιδιά, κι εσύ μοιάζεις το μερμήγκι πού δαγκάνει τή ρίζα της καί θαρρεί πώς θά τή ρίξει κάτου! Η Χριστιανωσύνη δέν ξεκληρίζεται μηδέ μέ το σπαθί, μηδέ μέ την κρεμάλα, μηδέ με τίποτα, γιατί είναι ή γωνιακή πέτρα του κόσμου»!
Ακόμα δέν είχε τελειώσει τα λόγια του καί τον άρπαξαν οί χωροφύλακες καί τον τραβολογούσαν δέρνοντας τον. Όταν έφτασαν στή φυλακή, δεν τον έβαλαν μέσα, μόνο τον ξεγύμνωσαν πρώτα, τον ξάπλωσαν στο χώμα και τον έδειραν αλύπητα. Εκείνος υπέμενε καρτερικά, μέχρι που τον έκλεισαν στο κελί της φυλακής.
Για πολλές μέρες τον τυραννούσαν. Αλλά παρόλα τά βασανιστήρια εκείνος δέν άλλαζε γνώμη. Ο Αγάς, όταν κατάλαβε πώς δέν πετύχαινε τίποτα μέ τις φοβέρες, καί πώς μόνο ρεζιλευόταν η εξουσία από ένα ραγιά,έβγαλε απόφαση νά τον αποκεφαλίσουν.
Εκείνες τις ημέρες πολλοί χριστιανοί στο Ναύπλιο έπεσαν σε μεγάλη θλίψη. Δέν ακούστηκε ούτε τραγούδι, ούτε μιλιά, καί πολλοί φορέσανε τα μαύρα.
Ο Αναστάσης μήνυσε στους δικούς του νά μήν τον αφήσουν νά πεθάνει αμετάλαβος. Τότε ένας παπάς καμώθηκε πώς πιάστηκε τάχα σέ καβγά μ' έναν χριστιανό καί τους φυλακίσαν. Έτσι συναντήθηκε μέ τον Αναστάση, τον ευλόγησε και τον μετάλαβε.
Στις 31 του Γενάρη ο Αναστάσης δέν κοιμήθηκε όλη τή νύχτα, μόνο προσευχόταν γονατισμένος μέσα στο κελί του. Τελικά ξημέρωσε η 1η Φεβρουαρίου, η μέρα που θά τον αποκεφάλιζαν. Κατά το μεσημέρι οι ζαπτιέδες του Ναυπλίου κουβάλησαν μιά μεγάλη πλάκα κάτω απ’ το μεγάλο πλατάνι όπου θα τον θανάτωναν.
Το βράδυ κι ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, Έλληνες και Τούρκοι, έφεραν οι φύλακες τον Αναστάσιο στον τόπο του μαρτυρίου. Εκείνος, χωρίς πολλές κουβέντες, πήγε και γονάτισε πάνω από την πλάκα που θα τον έσφαζαν κι έσκυψε τό κεφάλι του.
Ό Αγάς απόμεινε μέ κλειστό στόμα, κι όλοι οί Τούρκοι σταθήκαν ντροπιασμένοι. Σηκώθηκε τότε ο μουφτής πού καθόταν δίπλα στον Αγά και, ζυγώνοντας το μελλοθάνατο, τον ρώτηξε αν μετάνοιωνε, για να του χαριστεί η ζωή. Εκείνος όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Τότε ο δήμιος χάραξε γρήγορα - γρήγορα το λαιμό του μάρτυρα μ' ένα μικρό μαχαίρι. Το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω στην πλάκα. Τότε, όλοι οι παραστεκάμενοι Τούρκοι στρατιώτες και ζαπτιέδες, μανιασμένοι σαν ταύροι τράβηξαν τα χατζάρια τους κι ό,τι άλλο κοφτερό βαστούσαν και πέσανε δαιμονισμένοι πάνω στον Άγιο για να τον κομματιάσουνε. Όπως και έκαναν τελικά. Το αίμα του Νεομάρτυρα Αγίου άρχισε να ρέει χάμω στις ρίζες μιας ελαιάς που ταν εκεί.
Όταν πια το κορμί είχε απομείνει εκεί άψυχο, κι η άγια ψυχή είχε πάει στον ουρανό, οι αγαρηνοί αποκεφάλισαν τον μάρτυρα. Στη συνέχεια πέταξαν τα κομμάτια από το αγιασμένο κορμί του στη θάλασα.
Με τον τρόπο αυτό μαρτύρησε για τήν πίστη ο Άγιος Αναστάσιος ο Ναυπλιέας, ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, σφραγίζοντας και το δικό του όνομα στο ματωμένο βιβλίο πού πρωτάνοιξε ο πρωτομάρτυρας Στέφανος. Τώρα αγάλλεται στο χώρο των μαρτύρων της Αγίας Εκκλησίας μας.
Μέ τα χρόνια έφυγε η τουρκιά κ' οί χριστιανοί ελεύθεροι πια τον ιστορήσανε σε διάφορες Εικόνες. Τον πρωτοζωγράφισε στα 1895 ένας ζωγράφος, ονόματι Ματθαίος, από τα μέρη της Κορίνθου, τότε που επισήμως πια η Εκκλησία του Χριστού τον συγκατέλεξε στο νέφος των Αγίων Νεομαρτύρων.
Η πόλη του Ναυπλίου τον αναγνώρισε και τον ανακήρυξε σε πολιούχο και προστάτη της. Τα τελευταία χρόνια κτίσθηκε περικαλλής Ναός προς τιμή του, κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του.
«Η απόφαση μου είναι νά πεθάνω. Δέν ήρθα εδώ για να κάνωτεμενάδες σαν σκλάβος! 'Ηρθα να θανατωθώ, για να ξεπλύνω μέ το αίμαμου το κρίμα μου! Κι εσύ πολεμάς να με μεταστρέψεις με λόγια πού λένε στα μωρά, να γίνω άπιστος από χριστιανός καί Τούρκος από Γραικός! Ποιός είναι εκείνος που θά άλλαζε ένα άτι σελωμένο μ' ένα μαδημένο γαϊδούρι; Ποιό αηδόνι θα πρατιμούσε νά ζήσει αν του παίρνανε τή λαλιά του καί του δίνανε στον τόπο της το κράξιμο του κοράκου; Έσύ θαρρείς πώς θά δειλιάσω καί θά προσκυνήσω τον Αλλάχ; Το κορμί μου μπορείς νά το τυραγνήσεις, μα η ψυχή μου στέκεται σάν βαλανιδιά, κι εσύ μοιάζεις το μερμήγκι πού δαγκάνει τή ρίζα της καί θαρρεί πώς θά τή ρίξει κάτου! Η Χριστιανωσύνη δέν ξεκληρίζεται μηδέ μέ το σπαθί, μηδέ μέ την κρεμάλα, μηδέ με τίποτα, γιατί είναι ή γωνιακή πέτρα του κόσμου»!
Ακόμα δέν είχε τελειώσει τα λόγια του καί τον άρπαξαν οί χωροφύλακες καί τον τραβολογούσαν δέρνοντας τον. Όταν έφτασαν στή φυλακή, δεν τον έβαλαν μέσα, μόνο τον ξεγύμνωσαν πρώτα, τον ξάπλωσαν στο χώμα και τον έδειραν αλύπητα. Εκείνος υπέμενε καρτερικά, μέχρι που τον έκλεισαν στο κελί της φυλακής.
Για πολλές μέρες τον τυραννούσαν. Αλλά παρόλα τά βασανιστήρια εκείνος δέν άλλαζε γνώμη. Ο Αγάς, όταν κατάλαβε πώς δέν πετύχαινε τίποτα μέ τις φοβέρες, καί πώς μόνο ρεζιλευόταν η εξουσία από ένα ραγιά,έβγαλε απόφαση νά τον αποκεφαλίσουν.
Εκείνες τις ημέρες πολλοί χριστιανοί στο Ναύπλιο έπεσαν σε μεγάλη θλίψη. Δέν ακούστηκε ούτε τραγούδι, ούτε μιλιά, καί πολλοί φορέσανε τα μαύρα.
Ο Αναστάσης μήνυσε στους δικούς του νά μήν τον αφήσουν νά πεθάνει αμετάλαβος. Τότε ένας παπάς καμώθηκε πώς πιάστηκε τάχα σέ καβγά μ' έναν χριστιανό καί τους φυλακίσαν. Έτσι συναντήθηκε μέ τον Αναστάση, τον ευλόγησε και τον μετάλαβε.
Στις 31 του Γενάρη ο Αναστάσης δέν κοιμήθηκε όλη τή νύχτα, μόνο προσευχόταν γονατισμένος μέσα στο κελί του. Τελικά ξημέρωσε η 1η Φεβρουαρίου, η μέρα που θά τον αποκεφάλιζαν. Κατά το μεσημέρι οι ζαπτιέδες του Ναυπλίου κουβάλησαν μιά μεγάλη πλάκα κάτω απ’ το μεγάλο πλατάνι όπου θα τον θανάτωναν.
Το βράδυ κι ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, Έλληνες και Τούρκοι, έφεραν οι φύλακες τον Αναστάσιο στον τόπο του μαρτυρίου. Εκείνος, χωρίς πολλές κουβέντες, πήγε και γονάτισε πάνω από την πλάκα που θα τον έσφαζαν κι έσκυψε τό κεφάλι του.
Ό Αγάς απόμεινε μέ κλειστό στόμα, κι όλοι οί Τούρκοι σταθήκαν ντροπιασμένοι. Σηκώθηκε τότε ο μουφτής πού καθόταν δίπλα στον Αγά και, ζυγώνοντας το μελλοθάνατο, τον ρώτηξε αν μετάνοιωνε, για να του χαριστεί η ζωή. Εκείνος όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Τότε ο δήμιος χάραξε γρήγορα - γρήγορα το λαιμό του μάρτυρα μ' ένα μικρό μαχαίρι. Το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω στην πλάκα. Τότε, όλοι οι παραστεκάμενοι Τούρκοι στρατιώτες και ζαπτιέδες, μανιασμένοι σαν ταύροι τράβηξαν τα χατζάρια τους κι ό,τι άλλο κοφτερό βαστούσαν και πέσανε δαιμονισμένοι πάνω στον Άγιο για να τον κομματιάσουνε. Όπως και έκαναν τελικά. Το αίμα του Νεομάρτυρα Αγίου άρχισε να ρέει χάμω στις ρίζες μιας ελαιάς που ταν εκεί.
Όταν πια το κορμί είχε απομείνει εκεί άψυχο, κι η άγια ψυχή είχε πάει στον ουρανό, οι αγαρηνοί αποκεφάλισαν τον μάρτυρα. Στη συνέχεια πέταξαν τα κομμάτια από το αγιασμένο κορμί του στη θάλασα.
Με τον τρόπο αυτό μαρτύρησε για τήν πίστη ο Άγιος Αναστάσιος ο Ναυπλιέας, ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, σφραγίζοντας και το δικό του όνομα στο ματωμένο βιβλίο πού πρωτάνοιξε ο πρωτομάρτυρας Στέφανος. Τώρα αγάλλεται στο χώρο των μαρτύρων της Αγίας Εκκλησίας μας.
Μέ τα χρόνια έφυγε η τουρκιά κ' οί χριστιανοί ελεύθεροι πια τον ιστορήσανε σε διάφορες Εικόνες. Τον πρωτοζωγράφισε στα 1895 ένας ζωγράφος, ονόματι Ματθαίος, από τα μέρη της Κορίνθου, τότε που επισήμως πια η Εκκλησία του Χριστού τον συγκατέλεξε στο νέφος των Αγίων Νεομαρτύρων.
Η πόλη του Ναυπλίου τον αναγνώρισε και τον ανακήρυξε σε πολιούχο και προστάτη της. Τα τελευταία χρόνια κτίσθηκε περικαλλής Ναός προς τιμή του, κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του.
3 comments:
ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ....
ΝΑ ΣΑΣ ΔΟΥΜΕ ΚΑΤΑ ΔΩ ΝΑ ΜΑΣ ΚΕΡΆΣΕΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΣΑΣ....
ΕΚΕΊΝΟ ΤΟ ΡΑΒΑΝΙ....μμμμμμμ...
Κ.Κ.
@ Κ.Κ.,
Άρχοντά μου,
Ευχαριστώ για τις ευχές και αντεύχομαι εγκάρδια. Το κέρασμα θα το χρωστάω.
Χρονια σας πολλα ...πολυ ωραια αναρτηση...πολυ ωραια και η χθεσινη εκδηλωση. Ηταν αναγεννηση πνευματος και καρδιας...
Post a Comment