Στὴ μνήμη τοῦ Καθηγητοῦ μου Δημητρίου Γ. Τσάμη
1. Ἐκεῖνο τό φῶς....
Πάντα τήν ὥρα τοῦ βαθέως Ὄρθρου, ὅταν πιά ἔρθουν οἱ στιγμές τῆς προετοιμασίας γιά τήν ἐκκλησιά, ἡ μνήμη ἔρχεται νά σταθεῖ σέ κάποια παλιά, ξεχασμένα Χριστούγεννα, πρίν ἀπό 45 χρόνια, τότε δηλαδή πού εἶχε ἔλθει ὁ Πατέρας ἀπό τήν ξενιτιά.
Ἀπό κεῖνα τά Χριστούγεννα λοιπόν ἔχει ἀπομείνει στή μνήμη καί στήν ὀθόνη τῆς ψυχῆς, μαζί μέ ὅλα τ᾿ ἄλλα καί κεῖνο τό ἰσχνό, χλωμό φῶς τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου πού φώτιζε ἕνα γύρω τό σπίτι, ὥστε νά ἑτοιμαστοῦμε ὅλοι γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησιά.
Μεγάλωναν τότε οἱ ἴσκιοι ἕνα γύρω στούς κιτρινισμένους τοίχους καί ἡ πρωϊνή ἐκείνη παγωνιά μέ τήν ἄχνα πού ἔβγαινε ἀπό τά μισονυσταγμένα στόματα, ἔμοιαζε μέ τήν καταχνιά πού κατέβαινε σέ καιρό βροχῆς ἀπό τά βουνά. Μόνο πού σήμερα αὐτές οἱ εἰκόνες μοιάζουν, παρ᾿ ὅλο τό μακρύ περπάτημα τοῦ χρόνου, τόσο κοντινές, οἰκεῖες, χειροπιαστές κάποτε, ὅμως μόνο στήν περιοχή τοῦ ὀνείρου: τοῦ Χριστουγεννιάτικου δηλαδή ὀνείρου τῶν χρόνων πού ἡ ἡλικία συναγωνίζεται μέ τόν ἐνθουσιασμό, τήν ξεγνοιασιά καί φυσικά τήν βαθύτατη βίωση τῆς γιορτῆς, ἔστω μέ εἰκόνες ὡσάν κι αὐτή...
Παραμονή Χριστουγέννων 2003, λίγο πρίν ἀπο τόν Ὄρθρο.
2. Προσευχή τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου
Σεργιανᾶς κι ἀπόψε μέσα στήν ἄδεια τήν ἐκκλησιά, τή μισοφωτισμένη ἀπό τά καντήλια καί τό μικρό τό ἡλεκτρικό τό φῶς. Εἶναι πράγματι βαθύτατα κατανυκτική ἐτούτη ἡ ὥρα ὁπού ἡ σιωπή, ἡ ἡσυχία καί μοσχοβολία ἀπό τό θυμίαμα ἀφήνουν στήν ἀποκαμωμένη τήν ψυχή μιά γαλήνη περιούσια.
Ὡστόσο εἶναι ἀδύνατο νά μήν τρικυμιστεῖ ἡ ψυχή τοῦτες τίς στιγμές, νά μήν ὑπάρξει ὁ στοχασμός κι ἡ ἀναπόληση· νά μή λειτουργήσει δηλαδή ἡ μνήμη καί νά θυμηθεῖ. Νά θυμηθεῖ τήν παλιά ἐκείνη ἐκκλησιά ἀπ᾿ ὅπου ξεκίνησες τό δρόμο σου πρός αὐτή τήν ὑψηλή τή διακονία. Κι εἶναι ἡ ἐκκλησία ἐκείνη, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ὁ παλιός ὁ ναός, πού στέκει μοναχικός, ἐρημικός καί φυσικά πληρωμένος μέ ἕνα πλῆθος ἀποταμιευμένων ἐνθυμήσεων, ὅπου ἡ Μνήμη, ὡς συλλέκτης μιᾶς κληρονομιᾶς αἰώνων τά φυλάσσει μέ κάθε ἱερότητα. Καί τό κυριώτερο: σιμά στή ἐκκλησία εἶναι καί τό κοιμητήριο, ὅπου ἀναπαύονται ὅλοι ὅσοι κατέθεσαν τόν προσωπικό τους ὀβολό, ὥστε νά μένει ἡ φωτιά τῆς Μνήμης ἀναμμένη, φωτεινή καί θαλλερή πάντοτε.
Σεργιανᾶς ἀπόψε μέσα στόν παγωμένο χῶρο τοῦ ναοῦ σου, σέ ὥρα βαθέως Ὄρθρου, πρίν ἀκόμα χτυπήσουν οἱ καμπάνες, γιά νά συναχθεῖ ὁ κόσμος.
Εἶναι μιά ὥρα συγκίνησης καί φόρτισης, αὐτές οἱ στιγμές πού περνοῦν μέσα σέ μιά σιωπή καί εἰρήνη, ὥστε νά ξεδιπλώνεται ἡ ψυχή καί νά ψαύει μέ ὑπομονή ὅλες τίς σκοτεινές της πτυχές, ὅλους τούς μισοφωτισμένους δρόμους τῆς εὐαισθησίας καί τῆς θύμησης. Γι᾿ αὐτό καί τούτη τήν ὥρα μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση καταφεύγει ὁ νοῦς καί τό εἶναι στή λησμονημένη ἐκείνη ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, στό Παλιό τό Κλῆμα, ἐκεῖ πού πρωτοβημάτισες στά ζητήματα τῆς Γνώσης καί τῆς ψηλάφησης τοῦ Θείου.
Ξέρω πώς τούτη τήν ὥρα καί μέ τούτη τήν ἀκατάπαυτη βροχή κανένας δέν θά σηκωθεῖ νά πάει ν᾿ ἀνάψει τά καντήλια της καί νά θυμιάσει, ὥστε νά θραυστεῖ τό κέλυφος τῆς φριχτῆς τῆς παγωνιᾶς καί τῆς θλίψης πού σέρνεται τούτη τήν ὥρα μέσα στό ναό καί νά γαληνέψει λίγο ὁ χῶρος, νά ζεσταθεῖ, νά ὑπάρξει δηλαδή, ἔστω κι ἀπό μιά ἀνθρώπινη ἀνάσα ἡ δυνατότητα αὐτή. Γι᾿ αὐτό κι ἀπό τήν πλεονεκτική αὐτή θέση πού βρίσκομαι καί μπορῶ ἥσυχα νά προσευχηθῶ στό Νέον Παιδίον, Τό παρακαλῶ ὅπως εὐδοκήσει καί στείλει, ἔστω γιά μόνη στιγμή ἕναν Ἄγγελό Του, ν᾿ ἀνάψει γιά ἐλάχιστο χρόνο ἕνα καντήλι, νά θυμιάσει λίγο, ὥστε νά εἰρηνεύσει ὁ χῶρος, νά φωτιστεῖ ὀ ναός, νά ἐγερθοῦν οἱ ἴσκιοι τῶν προγόνων ἀπο τίς ἀρχαῖες τους σκοτεινές γωνιές καί νά συνεορτάσουν ὅλοι, ὅπως κάποτε... Γιατί εἶναι μιά εὐλογημένη Νύχτα ἡ ἀποψινή καί τοῦτο τό Θυσιαστήριο τό ὁποῖο δέχθηκε γιά χρόνους πολλούς τήν λατρευτική προσφορά τῶν παλιῶν Κληματιανῶν θἄπρεπε, ἔστω γιά μιά στιγμή νά φωτιστεῖ, γιά νά ξαναβρεῖ τό νῆμα πού τό ἔδενε μέ τό χτές...
Πάντα τήν ὥρα τοῦ βαθέως Ὄρθρου, ὅταν πιά ἔρθουν οἱ στιγμές τῆς προετοιμασίας γιά τήν ἐκκλησιά, ἡ μνήμη ἔρχεται νά σταθεῖ σέ κάποια παλιά, ξεχασμένα Χριστούγεννα, πρίν ἀπό 45 χρόνια, τότε δηλαδή πού εἶχε ἔλθει ὁ Πατέρας ἀπό τήν ξενιτιά.
Ἀπό κεῖνα τά Χριστούγεννα λοιπόν ἔχει ἀπομείνει στή μνήμη καί στήν ὀθόνη τῆς ψυχῆς, μαζί μέ ὅλα τ᾿ ἄλλα καί κεῖνο τό ἰσχνό, χλωμό φῶς τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου πού φώτιζε ἕνα γύρω τό σπίτι, ὥστε νά ἑτοιμαστοῦμε ὅλοι γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησιά.
Μεγάλωναν τότε οἱ ἴσκιοι ἕνα γύρω στούς κιτρινισμένους τοίχους καί ἡ πρωϊνή ἐκείνη παγωνιά μέ τήν ἄχνα πού ἔβγαινε ἀπό τά μισονυσταγμένα στόματα, ἔμοιαζε μέ τήν καταχνιά πού κατέβαινε σέ καιρό βροχῆς ἀπό τά βουνά. Μόνο πού σήμερα αὐτές οἱ εἰκόνες μοιάζουν, παρ᾿ ὅλο τό μακρύ περπάτημα τοῦ χρόνου, τόσο κοντινές, οἰκεῖες, χειροπιαστές κάποτε, ὅμως μόνο στήν περιοχή τοῦ ὀνείρου: τοῦ Χριστουγεννιάτικου δηλαδή ὀνείρου τῶν χρόνων πού ἡ ἡλικία συναγωνίζεται μέ τόν ἐνθουσιασμό, τήν ξεγνοιασιά καί φυσικά τήν βαθύτατη βίωση τῆς γιορτῆς, ἔστω μέ εἰκόνες ὡσάν κι αὐτή...
Παραμονή Χριστουγέννων 2003, λίγο πρίν ἀπο τόν Ὄρθρο.
2. Προσευχή τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου
Σεργιανᾶς κι ἀπόψε μέσα στήν ἄδεια τήν ἐκκλησιά, τή μισοφωτισμένη ἀπό τά καντήλια καί τό μικρό τό ἡλεκτρικό τό φῶς. Εἶναι πράγματι βαθύτατα κατανυκτική ἐτούτη ἡ ὥρα ὁπού ἡ σιωπή, ἡ ἡσυχία καί μοσχοβολία ἀπό τό θυμίαμα ἀφήνουν στήν ἀποκαμωμένη τήν ψυχή μιά γαλήνη περιούσια.
Ὡστόσο εἶναι ἀδύνατο νά μήν τρικυμιστεῖ ἡ ψυχή τοῦτες τίς στιγμές, νά μήν ὑπάρξει ὁ στοχασμός κι ἡ ἀναπόληση· νά μή λειτουργήσει δηλαδή ἡ μνήμη καί νά θυμηθεῖ. Νά θυμηθεῖ τήν παλιά ἐκείνη ἐκκλησιά ἀπ᾿ ὅπου ξεκίνησες τό δρόμο σου πρός αὐτή τήν ὑψηλή τή διακονία. Κι εἶναι ἡ ἐκκλησία ἐκείνη, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ὁ παλιός ὁ ναός, πού στέκει μοναχικός, ἐρημικός καί φυσικά πληρωμένος μέ ἕνα πλῆθος ἀποταμιευμένων ἐνθυμήσεων, ὅπου ἡ Μνήμη, ὡς συλλέκτης μιᾶς κληρονομιᾶς αἰώνων τά φυλάσσει μέ κάθε ἱερότητα. Καί τό κυριώτερο: σιμά στή ἐκκλησία εἶναι καί τό κοιμητήριο, ὅπου ἀναπαύονται ὅλοι ὅσοι κατέθεσαν τόν προσωπικό τους ὀβολό, ὥστε νά μένει ἡ φωτιά τῆς Μνήμης ἀναμμένη, φωτεινή καί θαλλερή πάντοτε.
Σεργιανᾶς ἀπόψε μέσα στόν παγωμένο χῶρο τοῦ ναοῦ σου, σέ ὥρα βαθέως Ὄρθρου, πρίν ἀκόμα χτυπήσουν οἱ καμπάνες, γιά νά συναχθεῖ ὁ κόσμος.
Εἶναι μιά ὥρα συγκίνησης καί φόρτισης, αὐτές οἱ στιγμές πού περνοῦν μέσα σέ μιά σιωπή καί εἰρήνη, ὥστε νά ξεδιπλώνεται ἡ ψυχή καί νά ψαύει μέ ὑπομονή ὅλες τίς σκοτεινές της πτυχές, ὅλους τούς μισοφωτισμένους δρόμους τῆς εὐαισθησίας καί τῆς θύμησης. Γι᾿ αὐτό καί τούτη τήν ὥρα μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση καταφεύγει ὁ νοῦς καί τό εἶναι στή λησμονημένη ἐκείνη ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, στό Παλιό τό Κλῆμα, ἐκεῖ πού πρωτοβημάτισες στά ζητήματα τῆς Γνώσης καί τῆς ψηλάφησης τοῦ Θείου.
Ξέρω πώς τούτη τήν ὥρα καί μέ τούτη τήν ἀκατάπαυτη βροχή κανένας δέν θά σηκωθεῖ νά πάει ν᾿ ἀνάψει τά καντήλια της καί νά θυμιάσει, ὥστε νά θραυστεῖ τό κέλυφος τῆς φριχτῆς τῆς παγωνιᾶς καί τῆς θλίψης πού σέρνεται τούτη τήν ὥρα μέσα στό ναό καί νά γαληνέψει λίγο ὁ χῶρος, νά ζεσταθεῖ, νά ὑπάρξει δηλαδή, ἔστω κι ἀπό μιά ἀνθρώπινη ἀνάσα ἡ δυνατότητα αὐτή. Γι᾿ αὐτό κι ἀπό τήν πλεονεκτική αὐτή θέση πού βρίσκομαι καί μπορῶ ἥσυχα νά προσευχηθῶ στό Νέον Παιδίον, Τό παρακαλῶ ὅπως εὐδοκήσει καί στείλει, ἔστω γιά μόνη στιγμή ἕναν Ἄγγελό Του, ν᾿ ἀνάψει γιά ἐλάχιστο χρόνο ἕνα καντήλι, νά θυμιάσει λίγο, ὥστε νά εἰρηνεύσει ὁ χῶρος, νά φωτιστεῖ ὀ ναός, νά ἐγερθοῦν οἱ ἴσκιοι τῶν προγόνων ἀπο τίς ἀρχαῖες τους σκοτεινές γωνιές καί νά συνεορτάσουν ὅλοι, ὅπως κάποτε... Γιατί εἶναι μιά εὐλογημένη Νύχτα ἡ ἀποψινή καί τοῦτο τό Θυσιαστήριο τό ὁποῖο δέχθηκε γιά χρόνους πολλούς τήν λατρευτική προσφορά τῶν παλιῶν Κληματιανῶν θἄπρεπε, ἔστω γιά μιά στιγμή νά φωτιστεῖ, γιά νά ξαναβρεῖ τό νῆμα πού τό ἔδενε μέ τό χτές...
Ἱ.Ν. Τριῶν Ἱεραρχῶν Σκοπέλου, Νύχτα τῶν Χριστουγέννων 2003, ὥρα 02.30 πρωϊνή
παπα-Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
παπα-Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment