Monday, 26 December 2011

Τὰ ξεχασμένα κάλαντα στὰ ἐρειπωμένα τὰ σπίτια...


Στὸν Κύριο Κώστα Ε. Τσιρόπουλο, εὐχετήριο

Τὰ πρόσωπα ποὺ φεύγουν, ὅταν τὸ ἐπιθυμεῖς, τὰ συντηρεῖς μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ σου, γιὰ νὰ τὰ νοιώθεις σιμὰ σου ὡς σιωπηλοὺς συνοδοιπόρους στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου σου. Γιατὶ μὲ αὐτὰ συνομιλεῖς κάποιες πικρὲς καὶ ἀνήσυχες ὧρες, σ᾿ αὐτὰ ἀναφέρεις τὸν καημό σου, ὅταν οἱ φίλοι κι οἱ γνωστοὶ κωφεύουν, ἀλλὰ κι ὅταν ἡ μοναξιὰ κλωθογυρίζει μέσα σου, μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ τραγικὰ ἀδιέξοδα, ὥστε μονάχα ἡ ἀγαθὴ μνήμη τῶν ἀγαπημένων σου προσώπων νὰ γίνεται τὸ ἀνάχωμα, γιὰ νὰ ὑπερβεῖς τὰ ὅποια ἐμπόδια. Καὶ παράλληλα μὲ αὐτὰ εἶναι κι οἱ γνώριμοι χῶροι, ὅπως τὰ ἐρειπωμένα ἤ κλειστὰ σπίτια τοῦ παλιοῦ σου χωριοῦ ποὺ ἔχουν ἀποταμιεύσει καὶ τὴ δικὴ σου παρουσία, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, χρόνους περασμένους, ὅταν τὰ εἶχες ξαναεπισκεφτεῖ. Μὲ κορυφαῖες πάντα κι ἀλλησμόνητες τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τότε δηλαδὴ ποὺ σὲ ὧρα ἀπόβραδη, μὲ τὰ ποικίλα χρώματα τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς χαμήλωνε σιγὰ-σιγὰ ὁ χειμωνιάτικος ἥλιος, νὰ στέκουν πάνω στοὺς γκρίζους τοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν, στὶς κληματαριὲς, στὰ πεζούλια, χτυπούσατε δειλὰ τὶς θύρες νὰ ψάλλετε τὰ κάλαντα. Ὡστόσο, κάποια σπαράγματα ἀπ᾿ τὸ χλωμὸ το φῶς εἰσχωροῦσε καὶ στὰ σπίτια, καταθέτοντας πάνω στὰ λιτὰ τὰ ἔπιπλα καὶ στοὺς μισοκαπνισμένους, ἀπ᾿ τὴν παραστιὰ τοίχους, χρυσαφένια στολίδια τονίζοντας παράλληλα καὶ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχαν ἐκεῖνα, τὰ λησμονημένα σήμερα καὶ περιφρονημένα, σπίτια. Ἄλλοτε πάλι, ὅταν ὁ μολυβένιος οὐρανὸς ἔσταζε πάνω στὶς σκεπὲς καὶ στοὺς τοίχους ἐκεῖνο τὸ γκρίζο χρῶμα, λὲς κι ἀνέβαινε, ὡς ἀνάσα βαρειὰ, ἀπό τὶς παραστιὲς ἡ στάχτη κι ἁπλώνονταν μέσα στὸ χωριὸ -ὅπως ἡ μελάνη πάνω στὸ χαρτί- τότε τὰ σπίτια κι οἱ κάμαρες στολίζονταν ἀπ᾿ τὸ χρυσαφένιο τὸ φῶς ποὺ ἄφηνε ἡ φωτιὰ ἀπ᾿ τὸ παραγώνι. Τότε, λοιπόν ἦταν ποὺ αὐτὲς τὶς ἀπόβραδες στιγμὲς τὸ σπίτι γέμιζε μὲ σκιὲς, ὥστε νὰ λὲς ὅτι εἶναι τὸ σιωπηλὸ ξεκίνημα μιᾶς λιτανείας ἀπὸ τὶς ψυχὲς ποὺ κατοίκησαν κάποτε αὐτὸ τὸ σπίτι, καὶ κάθε τέτοια ὥρα, ὥρα ἑσπερινὴ, ἀνεβαίνουν ἀπό τὰ δώματα ὅπου αἰώνια κατοικοῦν καὶ τὸ ἐπισκέπτονται. Γιατὶ ἴσως ἐκεῖ περισσότερο ἀναπαύονται...

Αὐτὲς τὶς ἱερὲς, λοιπὸν, καὶ ὄντως ἐξαίσιες στιγμὲς τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ἤ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τὶς θυμᾶσαι μὲ δέος καὶ ἄφατη συγκίνηση, γιατὶ ἡ κάθε μιὰ εἶχε καὶ τὴ δικιά της σημειολογία, τὸ δικὸ της χαρακτηριστικό, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκείνη ποὺ χαρίζει μιὰν ἰδιοπροσωπία καὶ ἰδιατερότητα. Ἔτσι τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων αἰσθανόσουν τὴ μυρωδιὰ ἀπ᾿ τὸ φαΐ ποὺ σιγόβραζε στὴν παραστιὰ, γιὰ νὰ παρατεθεῖ ὡς ἑόρτιο γεῦμα τὶς αὐγὲς, ἐνῶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἡ μυρωδιὰ ἄλλαζε, γιατὶ ἦταν ἐκείνη τῆς «κ᾿ λούρας» τῆς Ἁγιοβασιλίτικης, δίχως φλουριὰ καὶ δῶρα, μὲ μοναδικὸ ὅμως δῶρο ἐκεῖνο τῆς Γιορτῆς καὶ τῆς μέρας. Ἔτσι τὰ κάλαντα εἶχαν ἐξάπαντος καὶ τὴν ἐμπειρία μιᾶς ἰδιότροπης «γευσιγνωσίας», ποὺ μονάχα μὲ τὴν ὀσμὴ καταλάβαινες, ἀφοῦ τὴν ἴδια γευόσουν καὶ στὸ σπίτι σου, γιατὶ στὸ χωριὸ τότε τὰ πάντα εἶχαν τέτοιες ὁμοιότητες μεταξὺ τους, ὥστε νὰ νομίζεις ὅτι ἦσαν κοινά.

Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιὰ. Οἱ ἄδειοι δρόμοι στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα, θυμίζουν στὸν τυχαῖο ἐπισκέπτη ἕνα τόπο χωρὶς ἱστορία, χωρὶς μνήμη καὶ μαρτυρία ζωῆς. Ὡστόσο τὶς μέρες αὐτὲς ποὺ ἔρχονται, μέρες καθαγιασμένες καὶ φωτεινὲς, ὅποιος σκύψει μέσ’ ἀπό τὰ μισογκρεμισμένα πορτοπαράθυρα τῶν ἔρημων σπιτιῶν κι ἀφουγκαρστεῖ προσεχτικὰ, θ᾿ ἀκούσει μὲ ἱερὴ προσοχὴ καὶ μεταφυσικὸ δέος τὰ ξεχασμένα κάλαντα ποὺ λένε οἱ ἐπίσης λησμονημένες ψυχὲς αἰώνιων παιδιῶν, ποὺ μήτε στιγμὴ δὲν ἐγκατέλειψαν τὸν ἱερὸ τοῦτο χῶρο, ἀλλ᾿ ἔμειναν αἰώνιοι προσμονάριοι νὰ κηρύττουν Ἱστορία καὶ Μνήμη: ἔστω κι ἄν τὸ ξέρουν «ὅτι εὶς μάτην κοπιοῦν...»

π. Κ. Ν. Καλλιανὸς
Σαρακοστὴ Χριστουγέννων 2008

2 comments:

Α. Παπαγιάννης said...

Χρόνια πολλά και ευλογημένα!
Επί τη ευκαιρία, διάβασα πριν από χρόνια το βιβλίο του Paxman, και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον.

Anastasios said...

@ Α. Παπαγιάννης,

Καλημέρα και Χρόνια Πολλά και σε σας!

Όντως το βιβλίο του Paxman, από το οποίο έχω διαβάσει ήδη αρκετές σελίδες, φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον. Έχω αρχίσει να κρατάω σημειώσεις. Ίσως χειάζεται να γραφεί κάτι ανάλογο και για εμάς τους Έλληνες.