Εκτίμηση των συνθηκών - Ανάλυση
Αφού παρουσιάσαμε, έστω και περιληπτικά, κάτι για τις τρεις κύριες πηγές των συμβόλων που επικρατούσαν γύρω στο 1821 στην Ελλάδα, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Ανεξάρτητα από τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, ανάμεσα στους οπλαρχηγούς και τις άλλες επαναστατικές δυνάμεις δεν υπήρχε η έννοια του έθνους όπως την καταλαβαίνουμε αργότερα. Οι Ρωμιοί ήταν φυσικά πολίτες δεύτερης κατηγορίας, που εξαρτιόντουσαν από την κεντρική εξουσία του Σουλτάνου, καθώς και από τις τοπικές εξουσίες διαφόρων πασάδων, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Αλή Πασάς της Ηπείρου, καλλιέργησαν αποσχιστικές τάσεις από την Οθωμανική αυτοκρατορία, που τελικά ευνόησαν αποφασιστικά την επανάσταση. Οι Ρωμιοί κατά κανόνα διατήρησαν πολλά στοιχεία της δικής τους παράδοσης αλλά και κατώτερης και μέσης μόρφωσης. Βέβαια η έννοια του έθνους δεν εφευρέθηκε το 19ο αιώνα, αλλά μάλλον τότε, και μετά τη Γαλλική Επανάσταση, άρχισε να παίζει κεντρικό ρόλο στον αυτοπροσδιορισμό και στην ταυτότητα ενός λαού. Έτσι, όταν λέμε ‘Ρωμιοί’ σε αντιδιαστολή με τους ‘Τούρκους’, πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτός ο διαχωρισμός γινόταν σχεδόν αποκλειστικά με κριτήριο τη θρησκεία, και όχι την φυλετική καταγωγή – εξ’ άλλου η φυλετική καταγωγή δεν είχε απασχολήσει σοβαρά ούτε τους αρχαίους Έλληνες που ενδιαφερόντουσαν πολύ περισσότερο για την παιδεία του ανθρώπου και τη συμμετοχή του ατόμου στον κοινό νου, ούτε τους εκχριστιανισμένους Ρωμαίους της Ανατολής, που δενόντουσαν από την πίστη στο Χριστό και τον αυτοκράτορα, και που πολλές φορές είχαν δει και είχαν αποδεχτεί αυτοκράτορες με βαρβαρική φυλετική καταγωγή.
Βέβαια το θέμα της ονομασίας του έθνους ήταν κάτι που γεννιόταν τότε, μαζί με την εθνική συνείδηση, αν και ο αυτοπροσδιορισμός ‘Ρωμιός’ ήταν μάλλον ο μοναδικός ανάμεσα στις άλλες δυο επιλογές (Γραικός και Έλληνας) που παρείχε την αίσθηση της συνέχειας του κράτους. Το ‘Έλληνας’, που για πολλούς αιώνες δε σήμαινε την εθνική ταυτότητα αλλά είχε συνδεθεί με την ειδωλολατρεία, άρχισε να χρησιμοποιείται πάλι μόνο λίγο πριν την επανάσταση. Το δε ‘Γραικός’ που αν και έχει αρχαία καταγωγή, ποτέ δεν είχε χρησιμοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα στον ελλαδικό χώρο, παρεισφρύει από τη Δύση, μαζί με προ-κοραϊκές λέξεις όπως μινίστρος, παντιέρα, κτλ. Πάντως ο Κοραής απέριψε το ‘Ρωμιός’ ενώ προτιμούσε το ‘Γραικός’ ως γνωστό στη Δύση, αλλά το ‘΄Ελληνας’ τελικά επεκράτησε. Από την άλλη μεριά, η ρωμαλέα υπεράσπιση του οθωμανικού έθνους ως το μόνο έθνος της περιοχής (μέσα στο οποίο μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα γένη, όπως το γένος των Ελλήνων) από Φαναριώτες που μετείχαν σε υψηλές θέσεις της οθωμανικής διοίκησης, όπως ο Στέφανος Καραθεοδωρής και ο Κωνσταντίνος Μουσούρος (μετέπειτα πρέσβης του Οθωμανικού κράτους στην Ελλάδα), δείχνουν πόσο ρευστές ήταν ακόμα αυτές οι έννοιες.
Σε τελική ανάλυση όμως, και παρά τις λίγες εξαιρέσεις, ενώ μπορούμε να πούμε ότι από τη μια μεριά έχουμε τους Μουσουλμάνους (Τούρκους, Αλβανούς ή Αιγύπτιους) και από την άλλη τους Χριστιανούς (Έλληνες, Σέρβους, Βλάχους ή επίσης Αλβανούς), αρχικά είναι δύσκολο να διακρίνουμε αυστηρά φυλετικά κριτήρια στην αίσθηση της ταυτότητας των Χριστιανών. Βλέπουμε άλλωστε και στο έργο του Ρήγα Φεραίου αλλά και την πρώτη διακήρυξη της επανάστασης, που δεν έγινε στην Αγία Λαύρα στις 23 ή τις 25 Μαρτίου αλλά στη μακρινή Μολδαβία, στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον ποταμό Προύθο προς τον νότο, για να αρχίσουν έτσι οι πρώτες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Η περιοχή δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού οι Υψηλάντηδες κατείχαν κληρονομικά τη διοίκηση της Μολδοβλαχίας, ενός κράτους κατά βάση χριστιανικού, που βρισκόταν ανάμεσα στην τουρκική και τη ρωσική επιρροή. Οι Τούρκοι κατά κανόνα εμπιστεύθηκαν ή μάλλον πούλησαν τη διοίκηση της Μολδοβλαχίας σε πλούσιους Φαναριώτες, πολλοί από τους οποίους αντιμετώπισαν μάλλον τυραννικά το ντόπιο πληθυσμό, έτσι ώστε να μην καταφέρουν να τον ξεσηκώσουν στο πλευρό τους (κάτι που φαίνεται στην άτυχη συνεργασία του Υψηλάντη με τον Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου). Παρ’ όλα αυτά, η απαρχή του επαναστατικού αγώνα έγινε όταν ένας Ρουμάνος πρίγκηπας Φαναριώτικης καταγωγής με εμπειρία στο ρωσικό στρατό, αποφάσισε να πλήξει τους Τούρκους μέσα στην, έστω υποτελή, επικράτειά του, προσβλέποντας στη βοήθεια της ισχυρής Ρωσίας από τη μια, και στην εξέγερση των Ρωμιών στο νότο, από την άλλη.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα σε μερικές περιοχές της υπόδουλης Ελλάδας, όπου βλέπουμε τη σύρραξη ομάδων που ήταν σχεδόν ταυτόσημες φυλετικά, αλλά με διαφορετική θρησκεία, όπως οι Σουλιώτες και οι Λιάπηδες. Και οι δύο ομάδες είχαν, τουλάχιστον μερικώς, αλβανικές καταβολές, αλλά εντελώς διαφορετικό πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό προσανατολισμό.
Από την άλλη μεριά, η επίσημη Εκκλησία δε μπορούσε να παίξει ενοποιητικό ρόλο. Οι Πατριάρχες ήταν κατά κανόνα υποχείρια της Τουρκικής διοίκησης, και όταν γινόντουσαν ενοχλητικοί ή όταν οι Σουλτάνοι ήθελαν να απομυζήσουν χρήματα από τους επισκόπους, καθαιρούνταν, εξορίζονταν ή εκτελούνταν χωρίς πολλές διαδικασίες. Τελευταίο τέτοιο δείγμα ο Γρηγόριος Ε’ που αν και συμμορφώθηκε με τις πιέσεις των Οθωμανών πριν την επανάσταση, θεωρήθηκε υπαίτιος γιατί δεν μόρεσε να τη σταματήσει, και οδηγήθηκε στο δήμιο λίγες μέρες μετά την έναρξη της επανάστασης. Αντί για εκτελεστικό απόσπασμα όμως, ζήτησε ο ίδιος από τους εκτελεστές του, να τηρήσουν την παράδοση κατά την οποία οι Πατριάρχες εκτελούνταν δι’ απαγχονισμού. Ο κατώτερος κλήρος και οι μοναχοί από την άλλη μεριά απετέλεσαν μέρος του αγώνα από την αρχή. Πάντως, με μια Εκκλησία που δεν είχε δημόσια φωνή, αυτό δεν αρκούσε για την ενοποίηση των τοπικών οπλαρχηγών.
Τελικά ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που κατέστησαν δυνατή την επανάσταση ήταν ο δυτικοευρωπαϊκός αρχαιοελληνικός ρομαντισμός. Η μελέτη της αρχαιότητας που ενέπνευσε τον Μπετόβεν να γράψει μουσική πάνω στα αρχαία ερείπια των Αθηνών, του λόρδου Μπάυρον που ήρθε στην Ελλάδα για να ξετυλίξει μια νοηματική συνοχή που συνέδεε την αμαρτωλή του ποιητική με την αρχαιότητα, αλλά ακόμα περισσότερο που έπεισε τους Άγγλους και τους Γάλλους να στείλουν οικονομική βοήθεια και στρατό στην υπόδουλη Ελλάδα, ήταν, ουσιαστικά το καλύτερο προϊόν του υπόδουλου ελληνικού Χριστιανισμού. Βέβαια, παρά την αμφισβήτηση ιστορικών όπως ο Φαλμεράγιερ, που έπεσε επίσης θύμα μιας φανταστικής Ελλάδας που βρέθηκε, ή μάλλον σα να έπρεπε να είχε βρεθεί στον 19ο αιώνα σαν να είχε μεταφερθεί με χρονομηχανή από τον 5ο αιώνα π.Χ., δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή αμφισβήτηση της ελληνικότητας των ίδιων των Ρωμιών από τη μεριά τους. Απλώς, αυτή η ελληνικότητα ήταν κάτι που για πολλούς αιώνες δεν τους είχε ενδιαφέρει. Η δυτική διανόηση και κοινωνία ήταν ταυτόχρονα φιλική προς την αρχαιότητα, που την είχαν ανακαλύψει σε διάφορες αναγεννήσεις, και εχθρική προς τον χριστιανικό πολιτισμό, αυτόν που μας έμαθαν δυστυχώς να ονομάζουμε Βυζαντινό και με αυτό τον τρόπο να μη συνειδητοποιούμε και εμείς οι ίδιοι, πόσο φυσική και οργανική συνέχεια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού υπήρξε.
Ο όρος Βυζάντιο, Βυζαντινή αυτοκρατορία, κτλ, δεν υπήρξαν ποτέ όροι εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Το ‘Ρωμιός’ σήμαινε τον πολίτη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που επέζησε στην Ανατολική και ελληνόφωνη εκδοχή της μετά την κατάληψη της Ρώμης από τα γοτθικά φύλα τον 5ο αιώνα. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ο τελευταίος αυτοκράτορας των Ρωμαίων έπεσαν το 1453, και όχι το 476. Για αιώνες όμως, η φραγκική και γερμανική δύση – και όχι η λατινική, που τα καταλάβαινε αυτά – προσπάθησε να δώσει την εντύπωση ότι η συνέχεια της Ρώμης είχε χαθεί, και μόνο με μια πολιτική ανασύσταση στη Δύση μπορούσε να ανακτήσει τον πολιτισμό της. Ο όρος ‘Βυζαντινή αυτοκρατορία’ είναι δημιούργημα του γερμανού ιστορικού Ιερώνυμου Wolf το 1557, και έπαιξε ακριβώς αυτό το ρόλο: να δείξει ότι άλλο η χριστιανική και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Ανατολής, και άλλο η γνήσια κληρονομιά της Ρώμης στη μεσαιωνική και σκοτεινή Δύση. Περιέργως, αυτή η διαπίστωση απουσιάζει από την ίδια μας την εκπαίδευση, που έχει απορροφήσει άκριτα δυστυχώς, τη γερμανική εφεύρεση.
Τι σημασία έχει αυτό; Πρώτον, ότι αντίθετα με την Βυζαντινοκρατική, ούτως ειπείν, άποψη, που βρήκε θερμότατους υποστηρικτές σε δυτικαναθρεμμένους λόγιους όπως ο Κοραής (μπορούμε να δούμε τις απόψεις του σε πολλά γραπτά του, όπως στον «Διάλογο μεταξύ δύο Γραικών», που γράφτηκε το 1805), ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας δε σταμάτησε να υπάρχει. Ο Χριστιανισμός εξελίχθηκε θεολογικά και φιλισοφικά δίπλα στη ζωντανή συνέχεια της σχολής του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Στωϊκών, και αν επεκράτησε, αυτό δεν το χρωστάει τόσο στην πολιτική Χριστιανών αυτοκρατόρων όπως ο Θεοδόσιος που προσπάθησαν να συνυφάσουν την κρατική νομιμότητα με το Χριστιανισμό, αλλά σε θεολόγους όπως οι Καππαδόκες Πατέρες, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Μάξιμος ο Ομολογητής, που διαλέχθηκαν με την ελληνική φιλοσοφία και την απελευθέρωσαν από τα όριά της, προχωρώντας τα ερωτήματά της και τις αναζητήσεις της μέσα στο δρόμο του Χριστιανισμού. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Ηράκλειου, του Λέοντος του Σοφού, του Φιλιππικού Βαρδάνη που ίδρυσε τον 8ο αιώνα την πρώτη σχολή στην Ευρώπη που μπορεί να λέγεται πανεπιστήμιο σύμφωνα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, και του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, δεν πέρασε από Σκοτεινούς αιώνες όπως η Δύση, ούτε έχασε ποτέ τη συνέχεια του αρχαιοελληνικού παρελθόντος της. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης μελετούνταν κανονικά για αιώνες, στην ολότητά τους, εναρμονισμένοι με το γενικότερο πλαίσιο του Χριστιανισμού – κάτι που ουσιαστικά ποτέ δεν κατέκτησε η Δύση. Η ταυτότητα του Ρωμιού ήταν πιο γνήσια συνέχεια της πολιτείας του Πλάτωνα από την ρομαντική εφέυρεση των γερμανών ιστορικών.
Δυστυχώς, η υπόδουλη Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην παγίδα, και αντί να αναζητήσει την ταυτότητα που θα την ενοποιούσε ως έθνος στο παρόν της, εισήγαγε το παραμύθι που έγραψαν γι’ αυτήν στη Δύση, και άρχισε να παίζει αυτό το ρόλο. Είναι σκληρή η κρίση μας σήμερα, αλλά είναι πιθανό να μην τα είχε καταφέρει ποτέ να ελευθερωθεί η Ελλάδα αν δεν δεχόταν να παίξει αυτό το θεατρικό ρόλο. Εδώ ο συμβολισμός υπήρξε σωτηρία και παγίδα μαζί. Πάντως αυτή η διαφορά υπήρξε και η κατάρα του νεοελληνικού κράτους από την ίδρυσή του, που μας κυνηγάει μέχρι σήμερα. Οι Βαυαροί αρχαιολάτρες επιστήμονες και πολιτικοί που κατέφθασαν μαζί με τον Όθωνα, δεν μπόρεσαν, παρά την ομολογουμένως καλή τους θέληση, να διακρίνουν την παρούσα και ζωντανή συνέχεια του αρχαιοελληνισμού, που είχε επιζήσει μέσα από τραυματισμένους θεσμούς, όπως οι δημογεροντίες της Μάνης και σε άλλα μέρη, ένας θεσμός που βγαίνει κατευθείαν από την πολιτική αντίληψη της Εκκλησίας του Δήμου, όπως η οργανική σύνδεση της Εκκλησίας με το λαό, και όπως η τοπική, οριζόντια συμμετοχή στην εξουσία. Αφού δεν τα κατάλαβαν και δεν τα αναγνώρισαν, προσπάθησαν να οργανώσουν το νεοελληνικό κράτος με αυτά που ήξεραν, δηλαδή σύμφωνα με πολιτικές, κοινωνικές και μεταφυσικές αρχές που δεν ίσχυαν στην παράδοση και τη συνείδηση των Ρωμιών. Αντί για ανεξαρτησία της Εκκλησίας γύρεψαν την αποκοπή από την οικουμενική της πηγή, και τη δημιουργία εθνικής Εκκλησίας, υποδουλωμένης στο κράτος. Αντί για τοπική αυτοδιοίκηση επέβαλαν την κάθετη διοίκηση που πήγαζε από τον βασιλιά που δεν ήταν πλέον ο βασιλεύς, η βάση και ο υποστηρικτής του λαού του, αλλά αυτός που τον τραβούσε με το ζόρι σε έναν εκσυγχρονισμό ή μάλλον σε ένα κρατικισμό που δεν άνθησε ποτέ.
Αυτή τη σύγχυση τη βλέπουμε στη δυναμική των συμβόλων. Πριν την επανάσταση βλέπουμε τις διάφορες ομάδες των οπλαρχηγών να αυτοπροσδιορίζονται κατ’ αρχήν με χριστιανικούς όρους και σύμβολα, με αρκετά αρχαιοελληνικά και σύμβολα της σύγχρονης Ευρώπης, αλλά όχι πια με σύμβολα που παραπέμπουν στο τελευταίο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Δεν υψώθηκε ο δικέφαλος αετός ποτέ, δεν κυμάτισε ποτέ ξανά δίπλα στο σταυρό το τετραπλό Β των Παλαιολόγων, το σύμβολο του Βασιλέως Βασιλέων Βασιλεύων Βασιλευόντων. Αυτό που βλέπουμε μετά την επανάσταση και με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους είναι ότι οι εγγενείς δυνάμεις παραμερίζονται. Η εκκλησία άρχισε να αλλοιώνεται, έγινε ηθικιστική και θρησκειακή αντί πνευματική και κοινωνική – κάτι για το οποίο διαμαρτύρεται μοναχικά σχεδόν στον καιρό του ο άγιος των γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τα κρατικά σύμβολα εναρμονίζονται σύντομα με τα ανάλογα δυτικοευρωπαϊκά, κάτι που φαίνεται από την αλλαγή του χρώματος της σημαίας στη συγκεκριμένη απόχρωση που χρησιμοποιούσαν οι Βαυαροί βασιλείς, ως τους επισήμους πολιτικούς πλέον παλιούς αγωνιστές, που εγκατέλειψαν την τελευταία ενσάρκωση του αρχαιοελληνικού χιτώνα, τη φουστανέλλα, για να φορέσουν το φράγκικο παντελόνι, και την ανώτατη εκπαίδευση που οργανώνεται σύμφωνα με το προτεσταντικό πρότυπο του πανεπιστημίου του Βερολίνου.
Το σημερινό πρόβλημα
Τι σημασία έχουν όλα αυτά σήμερα; Ακόμη κι αν αναγνωρίσουμε τα λάθη του παρελθόντος, ακόμη κι αν παραδεχτούμε τα κακώς κείμενα, μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και να τα διορθώσουμε αναδρομικά; Όχι βέβαια. Όμως και σήμερα η ελληνική κρίση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μια κρίση ταυτότητας. Τελικά τι είμαστε, Έλληνες, Ρωμιοί, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ή Βυζαντινοί; Είμαστε ανατολικοί ή δυτικοί; Ή μήπως όλα αυτά μαζί; Πώς χάσαμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, και ενώ οι πρόγονοί μας εφηύραν τη δημοκρατία με τους κανόνες της πολιτικής συνύπαρξης, εμείς οι απόγονοί τους λειτουργούμε εικοσιπέντε αιώνες αργότερα με πολιτικούς όρους βαρβαρικούς ή προελληνικούς; Το κράτος τελικά είναι ο διαρκής αντίπαλός μας, ή είμαστε εμείς οι ίδιοι;
Φοβάμαι πως αν δεν ασχοληθούμε με αυτά τα ερωτήματα δεν πρόκειται να ξεπεράσουμε την κρίση που μας μαστίζει. Κρίση αξιών και αυτοσεβασμού είναι το βασικό μας πρόβλημα, παρά έλλειψη χρημάτων. Μέχρι να ανακτήσουμε ολόκληρη την ιστορία μας, μέχρι να δούμε μέσα μας την αδιάκοπη συνέχεια της ελληνικής σκέψης που ξεκινά από τον Όμηρο, περνάει από τον Ιωάννη Χρυσόστομο και φτάνει ως τους Μανιάτες δημογέροντες, με τα καλά της και με τα προβλήματά της, δε θα μπορέσουμε να σταθούμε ούτε στο εσωτερικό της χώρας σα λαός με αυτοσυνείδηση, ούτε σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, αφού πάντα θα περηφανευόμαστε για ένα παρελθόν που έχουμε ανακτήσει μόνο μέσα από τη μετα-αναγεννησιακή Δύση. Η κατανόηση των προβλημάτων και των προκλήσεων του ελληνισμού κατά την επανάστασή του, μπορεί να μας βοηθήσει να καθαρίσουμε σιγά σιγά την εικόνα της ελληνικής κληρονομιάς, όχι μόνο στο επίπεδο του νεοελληνικού κράτους που στήθηκε με αμέτρητες θυσίες και σχεδόν το ίδιο αμέτρητες προδοσίες, αλλά και στο επίπεδο που μας επιτρέπει να δούμε το 1821 σαν μια αρχή για μια απελευθέρωση που δεν έχει ακόμα περατωθεί.
Σας υποσχέθηκα μια ομιλία για τα σύμβολα της ελληνικής επανάστασης, και είναι αλήθεια ότι άρχισα με αυτό τον τρόπο, κάπως περιγραφικά, κάπως ερμηνευτικά. Τα σύμβολα όμως μας λένε πάντα μια βαθύτερη ιστορία, μας δείχνουν ένα τρόπο να εκτιμήσουμε το παρελθόν μας που δεν προσδιορίζεται μόνο από κρατικές συμφωνίες και στρατιωτικές συνθηκολογήσεις. Τα σύμβολα μιλούν με την καταγωγή τους, και στον τομέα του ξεχασμένου Βυζαντίου φωνάζουν με την μαρτυρική απουσία τους. Μπορούμε να δούμε όμως ότι η αληθινή σημασία των οπλαρχηγών που ήταν μανικά παθιασμένοι με την ελευθερία και τη Χριστιανοσύνη τους δεν εξαντλείται στο επίπεδο μιας πολιτικής ή εθνικής εξέγερσης. Η γλώσσα των συμβόλων μας δείχνει ότι πριν την εθνική εξέγερση έπρεπε να αναστηθεί η ίδια η έννοια του έθνους. Αυτό έγινε όπως έγινε, με άθλους και με λάθη. Στο χέρι μας, ή μάλλον πρόκληση της γενιάς μας και κάθε γενιάς είναι να θεωρήσουμε αυτή την επανάσταση ως μια διαρκή πορεία προς την ελευθερία, και όχι σαν το εγκώμιο ενός αποτυχημένου κρατισμού.