Thursday 12 April 2012

Σεργιανώντας καὶ πάλι στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα...

Ξε­κι­νᾶς καὶ πά­λι ἀ­π' τὸν βα­θὺ τὸν Ὄρ­θρο, τὸ μι­σο­σοφωτισμένο δη­λαδὴ το­πί­ο των παι­δι­κῶν σου χρό­νων· ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ, λευ­κὸ χω­ριό ξε­κι­νᾶς, χω­ριὸ φυ­τρω­μέ­νο ἀ­νά­με­σα σὲ πεῦ­κα καὶ ἐ­λι­ές, ποὺ ἀ­πὸ μα­κρυ­ὰ νο­μίζεις ὅ­τι εἶ­ναι ἄσπρα, θα­λασ­σι­νὰ βό­τσα­λα, σπαρ­μέ­να ἀ­πὸ χέ­ρι παι­δικό σέ γκρι­ζο­πρά­σι­νο φόν­το... Κι εἶ­ναι τὸ ξε­κί­νη­μα αὐ­τὸ μιὰ ἀ­να­γέν­νη­ση, μιὰ ἰ­σχυ­ρή ἀν­τι­βί­ω­ση στὸ ση­με­ρι­νό και­ρό τῶν πολ­λῶν καί πολ­λα­πλῶν μι­κρο­βί­ων πού ἀ­να­πνέ­ου­με. Για­τί αὐ­τό πού τε­λι­κά, με­τά τήν προ­σευ­χή, ξορ­κί­ζει τό κα­κό καί τό μα­κρα­ί­νει ἀ­πό σι­μά σου εἶ­ναι τά ἱ­ε­ρά βι­ώ­μα­τα πού κα­τέ­χεις ὡς ἄλ­λη κλη­ρο­νο­μί­α, βι­ώ­μα­τα στά ὁποῖ­α καί μπο­ρεῖς νά κα­τα­φε­ύ­γεις ἐν και­ρῷ λι­μοῦ καί ἐ­σω­τε­ρι­κῆς τρι­κυ­μί­ας, ὥ­στε ἀ­τε­νί­ζον­τας ἐ­κεῖ­να τά πρό­σω­πα πού στοι­χώ­νουν τίς μνῆ­μες σου νά πα­ρα­μυ­θεῖ­σαι, ἀλ­λά καί νά εἰ­ρη­νεύ­εις: Μέ λί­γα λό­για νὰ σοῦ χα­ρί­ζε­ται ἡ προσ­δο­κώ­με­νη θα­ρα­πε­ί­α στίς πλη­γές, πού τά μα­χα­ί­ρια τοῦ κό­σμου πα­σχί­ζουν νά σοῦ τίς κρα­τή­σουν αἱ­μάσ­σου­σες, ἀ­νοι­χτές.

Συ­νή­θως τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­να­γνώ­σμα­τα στὶς μέ­ρες μας φα­ί­νον­ται, ὡς ἀ­πό­κο­σμα, ὡς πα­ρα­μύ­θια ξε­κομ­μέ­να ἀ­πό ἄλ­λους και­ρο­ύς καί χρό­νους· κά­τι ὡ­σάν οὐ­το­πί­α. Ὡ­στό­σο ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χει καί μά­λι­στα εἶ­ναι πλα­σμέ­νη μέ πολ­λά δά­κρυ­α, κα­ϋ­μο­ύς καί πό­νο. Για­τί τά χρό­νια τό­τε ἦ­ταν φαρ­μα­κω­μέ­να καί πνι­γη­ρά. Ὅ­μως εἶ­χαν μέ­σα τους, ὡς πυ­ρή­να καί ζω­τι­κό στοι­χεῖ­ο τήν εἰ­λι­κρί­νεια καί τή συ­νερ­γα­σί­α, χω­ρίς, φυ­σι­κά, νά λε­ί­πουν καί οἱ ἐ­ξαι­ρέ­σεις τοῦ κα­νό­να αὐ­τοῦ. Γιατὶ ἔ­τσι πο­ρε­ύ­τη­κε ἐ­κεῖ­νο τό μι­κρό καί ξε­χα­σμέ­νο χω­ριό, τό Κλῆ­μα, πού σή­με­ρα ἔ­χει πιά πε­ρά­σει σέ μι­άν ἄλ­λη ἐ­πο­χή μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κές συμ­πε­ρι­φο­ρές καί ἀ­ξί­ες ἀ­πό κεῖ­νες πού σέ­βον­ταν, δι­α­κο­νοῦ­σαν καί δι­α­κρα­τοῦ­σαν οἱ πα­λιοί του κάτοικοι.
.
Κέντρο τῆς ζω­ῆς τοῦ χω­ριοῦ, λοιπόν, ἦταν ἡ πα­λιά μας ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων, πού βρι­σκό­ταν στό πα­λιό, τό Κάτω Χω­ριό, ὅ­που γιά νά πᾶς ἔ­πρε­πε νά πε­ρά­σεις ἀ­πό τό Ρέ­μα, ὅ­που ὑπῆρ­χαν τά πα­λιὰ ἐ­λαι­ο­τρι­βεῖ­α τοῦ χω­ριοῦ, οἱ λε­γό­με­νες «καλ­λι­ά­γρι­ες». Καί πάν­τα θυ­μᾶ­σαι, πώς τίς φθι­νο­πω­ρι­νές καί τίς χει­μω­νι­ά­τι­κες τίς μέ­ρες ὁ τό­πος ἐ­κεῖ μο­σχο­μύ­ρι­ζε φρέ­σκο λά­δι, ποὺ βγάζανε οἱ «καλλιάγριες» καί κομμένο πορ­το­κά­λι, για­τί ἐ­κεῖ ἦ­ταν καί τά πε­ρι­βό­λια τῶν Κλη­μα­τια­νῶν, μέ τίς πορ­το­καλ­ι­ές, τίς λε­μο­νι­ές καί ἄλ­λα ὁ­πω­ρο­φό­ρα δέν­τρα.

Γιά νά φτά­σεις τώρα στήν πα­λιά τήν ἐκ­κλη­σιά, ἔ­πρε­πε ἀ­κό­μα νά περ­πα­τή­σεις στό λι­τό μά τό­σο ὄ­μορ­φα φτι­αγ­μέ­νο καλ­τε­ρί­μι, πά­νω στίς πέ­τρες τοῦ ὁ­πο­ί­ου πά­σχι­ζες νά δι­α­κρί­νεις τά βή­μα­τα τό­σων ἀν­θρώ­πων πού τό περ­πά­τη­σαν σέ δι­ά­φο­ρους και­ρο­ύς καί πε­ρι­στά­σεις, μέ τή χα­ρά ἤ τή θλί­ψη νά το­ύς συν­τρο­φε­ύ­ει. Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νο πού ἀ­πο­μέ­νει στή μνή­μη ἦ­ταν τό τρι­ζο­βό­λη­μα πού ἔ­κα­νε τό χῶ­μα, στὸ δρομάκι ποὺ εἶναι ἀ­κρι­βῶς πά­νω ἀ­πό τό Κοι­μη­τή­ριο καί λί­γα μέ­τρα πρίν φτά­σεις τό ναό. Εἶ­χε κά­τι τό ἰδιαίτερο ἐ­κεῖ­νο τὸ περ­πά­τη­μα σ᾿ αὐ­τό τό δρο­μά­κι, πού πάν­τα θύ­μι­ζε τό βου­βό βά­δι­σμα τῶν συγχω­ρια­νῶν σου, ὅ­ταν συ­νό­δευ­αν κά­ποι­ον στή ἔ­σχα­τη κα­τοι­κί­α του. Ἐ­κε­ί­νη ἡ σι­ω­πή πού συ­νο­δε­ύ­ον­ταν ἀ­πό τόν ξε­ρα­κια­νό τόν ἦ­χο τοῦ χώ­μα­τος, ἀ­κο­ύ­γε­ται ἀ­κό­μα μέ­σα σου, ὅ­πως ἀκούγεται κι ὁ ἦ­χος τῆς με­γά­λης τῆς καμ­πά­νας σέ ὧ­ρες πι­κρές, σέ στιγ­μές ἐκ­δη­μί­ας κά­ποι­ου ἀ­πό τή μι­κρή τήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ­χω­ριοῦ.

Ἡ εἴ­σο­δος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας ἦ­ταν ἀ­πό τή με­ριά τῆς πλα­τε­ί­ας. Μάλιστα, γιά εἰ­σο­δε­ύ­σεις ἔ­πρε­πε νά κα­τε­βεῖς δυό σκα­λά­κια καί νά βρε­θεῖς σ᾿ ἕ­να κα­τα­νυ­χτι­κό χῶ­ρο, πάν­τα λει­ψά φω­τι­σμέ­νο, ὡ­στό­σο τό­σο οἰ­κεῖ­ο, ποὺ εὐ­ω­δίαζε καμ­μέ­νο λά­δι, με­λισ­σο­κέ­ρι καί λι­βά­νι. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ ἔφτανε μέσα σου καί ἡ ἀ­νά­σα πού ἀ­νάδι­ναν τά πα­λιά τά ξύ­λα, ἴ­σως δέ καί οἱ κλει­σμέ­νες, αἰ­ῶ­νες τώ­ρα, ἀ­νά­σες τῶν προ­γόνων, προ­σδίδοντας στόν ἱ­ε­ρό τό χῶ­ρο μιά πρώ­τη γε­ύ­ση μυ­στη­ρί­ου καί θε­ϊ­κῆς πα­ρου­σί­ας, ἡ ὁ­πο­ί­α καί ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό με­γα­λεῖ­ο Της μέ­σω αὐ­τῶν τῶν μι­κρῶν πραγ­μά­των, γιά σοῦ δώ­σει νά κα­τα­λά­βεις ὅ­τι ὁ τό­πος στόν ὁ­ποῖ­ο εἰ­σῆλ­θες "ἅ­γιος ἐ­στί" (πρβλ. Λευ­ιτ. 3, 6). Καί πράγ­μα­τι· σέ ὑ­πέ­βαλ­λε ὁ χῶ­ρος αὐ­τός. Για­τί ὅ­λα μέ­σα του εἶ­χαν μιά βα­θύ­τα­τη γνη­σι­ό­τη­τα, πού ἐν­τυ­πω­σίαζε, ἐπειδὴ ὅ­λα ἦ­ταν, βλέ­πεις, λι­τά καί πε­νι­χρά. Ὅ­πως ἐ­πί­σης δέν ὑ­πῆρ­χε δυ­να­τό­τη­τα νά μή συγκινηθεῖς, ὅταν εἰ­σόδευες στόν ἄ­χραν­το ἐκεῖνο χῶ­ρο τῆς ὄντως κα­τα­νύ­ξε­ως κά­ποι­ες βρο­χε­ρές χει­μω­νι­άτι­κες Κυ­ρια­κές ἤ γι­ορ­τές καὶ στή μο­σο­φω­τι­σμε­νη ἐκ­κλη­σιά ἄ­κου­γες τό Χε­ρου­βι­κό ἤ τό Κοι­νω­νι­κό νά τά ψάλ­λει ὁ μα­κα­ρι­στός ὁ μπάρμ᾿-Ἀ­λέ­κος ὁ Ξαν­θο­ύ­λης πάντα σέ τέ­ταρ­το ἦ­χο, "λέ­γε­τος", σέρ­νον­τας τή φω­νή του κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε νά ται­ρι­ά­ξει ἀ­πό­λυ­τα μέ τη μι­σο­σκό­τει­νη ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ να­οῦ... Νόμιζες τό­τε, πώς μέ­σω αὐ­τοῦ τοῦ πα­ρα­πο­νι­ά­ρι­κου ψαλ­σί­μα­τος ἔ­βγαι­ναν στήν ἐ­πι­φά­νεια οἱ κα­ϋ­μοί, τά φαρ­μά­κια, ὁ πό­νος καί οἱ ἀ­γω­νί­ες τῶν ἁ­πλῶν καί φτω­χῶν χω­ρι­κῶν κι ἀ­νέ­βαι­ναν, ὡς κοι­νή προ­σευ­χή στήν θύ­ρα τοῦ Θε­οῦ... Καί σά νά μήν ἔ­φτα­νε αὐ­τό, ὅ­λα τοῦ­τα τά συμ­πλή­ρω­νε ἡ βι­βλι­κή Μορφή τοῦ γνή­σιου πα­πᾶ τῆς πα­λιᾶς ἀ­γρο­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας, για­τί τέ­τοι­ος ἦ­ταν ὁ κα­λός πα­πα-Βαγ­γέ­λης Δι­ο­μῆς, χρό­νια ἐ­φη­μέ­ριος στό ναό ἐ­κεῖ­νο. Λι­τές οἱ κι­νή­σεις του, κά­πο­τε ἀ­δέ­ξι­ες, ἀλ­λά πάν­τα αὐ­θεν­τι­κές, μέ φω­νή νά πάλ­λε­ται ἀ­πό τή συγ­κί­νη­ση, μέ τά κε­νὰ χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα, ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε μέ­σα στό ἱ­ε­ρό τίς εὐ­χές τῆς Θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας, μέ ἐ­γνω­σμέ­νη πάν­τα εὐ­λά­βεια, ὥ­στε νά μήν πα­ρα­λε­ί­ψει τί­πο­τε.

Ἡ μνή­μη, πού ξα­πο­στα­ί­νει στά το­πί­α τοῦ αἰ­ω­νί­ου, ὅπως λέει κι ὁ ποιητὴς, ψά­χνει μέ­σα στίς στοι­βά­δες τοῦ χρό­νου καί ἀ­να­κα­λύ­πτει κά­ποι­ες Με­γα­λο­βδο­μα­δι­ά­τι­κες βρα­δυ­ές τῶν Νυμ­φί­ων ἤ τῆς Μ. Πέμπτης (τῶν Δώδεκα Εὐ­αγ­γε­λί­ων) καί ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται ἐ­κε­ί­νη τήν ἀ­παγ­γε­λί­α τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­κῶν πε­ρι­κο­πῶν, ἰ­δι­α­ί­τε­ρα ὅ­σων φόρ­τι­ζαν τήν ψυ­χή, δη­λα­δή τῶν ση­μα­δε­μέ­νων μέ τό Πάθος καί τή Στα­ύ­ρω­ση τοῦ Χριστοῦ. Καί τό­τε ἀ­ναρ­ρι­γᾶς, κα­θώς φτά­νει ὡς τὰ σήμερα ἡ ρα­γι­σμέ­νη ἀ­πό τή συγ­κί­νη­ση καί τήν κα­τά­νυ­ξη φω­νή τοῦ πα­πα-Βαγ­γέ­λη, ἀ­πό τήν Ὡ­ρα­ί­α Πύλη, ἡ ὁποία δί­χως τό πα­ρα­μι­κρό ἴ­χνος ἡ­θο­ποι­ί­ας καί θε­α­τρι­νι­σμοῦ κα­θή­λω­νε τό Ἐκ­κλη­σί­α­σμα, ἀ­νο­ί­γον­τας δρόμους προσευχῆς καὶ μεταφυσικοῦ ρίγους, ὅταν λ.χ. ἔλεγε ἐκεῖ­νο τό συγ­κλο­νι­στι­κό "Τε­τέ­λε­σται· καί κλί­νας τήν κε­φα­λήν πα­ρέ­δω­κε τό πνεῦ­μα" (Ἰ­ω. 19, 30).

Ἡ Μορφή τοῦ πα­πα-Βαγ­γέ­λη ἔ­χει ὑ­ψω­θεῖ μέ­σα σου σέ πε­ρί­ο­πτη θέ­ση, για­τί ἐ­κεῖ­νες, οἱ πρῶ­τες ἐμ­πει­ρί­ες λει­τουρ­γι­κῆς ζω­ῆς πού σοῦ πρό­σφε­ρε, πα­ρα­μέ­νουν δεῖ­κτες ἁ­γνῆς καί ἀ­ψε­γά­δια­στης δι­δα­χῆς, κα­θώς μέ τά χρό­νια πού περ­νοῦν εἶ­ναι πιά πο­λύ εὔ­κο­λο νά κα­τα­λά­βεις ποιό εἶ­ναι τό γνή­σιο ὕ­φος τῆς λει­τουρ­γι­κῆς δι­α­κο­νί­ας καί ποιό τό θε­α­τρι­νί­στι­κο, τό δί­χως ρί­ζες δη­λα­δή, προ­ο­πτι­κή καί πε­ρι­ε­χό­με­νο "ἔρ­γο μας".

Ὡ­στό­σο, στό βά­θος τῆς μνή­μης, στά ἑρ­μά­ρια τά τί­μια καί πο­λύ­τι­μα τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι φυ­λαγ­μέ­νη κι ἡ Μορφή τῆς νε­ω­κό­ρου, πού ἔ­με­νε στό ἀ­πέ­ναν­τι τό κελ­λί -ἐ­ρε­ί­πιο σή­με­ρα- κα­θώς ἔ­βγαι­νες ἀ­πό τή νό­τια θύ­ρα τοῦ ἱ­ε­ροῦ γιά τόν πα­λιό τό Νάρθηκα.

Τή γε­ρα­σμέ­νη καί κου­ρα­σμέ­νη αὐ­τή νε­ω­κό­ρο τήν ἐ­πι­σκε­πτό­μα­στε ἐ­μεῖς, τά παι­διά τοῦ ἱ­ε­ροῦ, γιά τήν προ­μή­θεια τοῦ κάρ­βου­νου, τό ὁ­ποῖ­ο χρη­σί­μευ­ε γιά τό ἄ­να­μα τοῦ θυ­μια­τοῦ, ἀλ­λά καί γιά τήν ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ ζε­στοῦ νε­ροῦ γιά τή Θε­ί­α Κοι­νω­νί­α, γιά τό "ζέ­ον" δη­λα­δή. Μάλιστα οἱ ἐ­πι­σκέ­ψεις μας στό κελ­λί, ἀ­πό τίς ὀ­χτώ πε­ρί­που τό πρωΐ, μέ­χρι τίς δέ­κα καί μι­σή πε­ρί­που πού τέ­λει­ω­νε ἡ ἐκ­κλη­σί­α, ἦ­σαν ἀρ­κε­τές, για­τί μᾶς ἄ­ρε­σε πο­λύ νά βγα­ί­νου­με καί νά πη­γα­ί­νου­με ἔ­ξω, δυό-δυό -ἔ­τσι κρα­το­ύ­σα­με τό πα­λιό τό μαγ­κά­λι: ἕ­νας ἀ­πό δῶ κι ἄλ­λος ἀ­πό κεῖ. Πολ­λές φο­ρές πού τά καρ­βου­να δέν ἦ­ταν ἕ­τοι­μα κα­θό­μα­σταν στό μι­κρό κελ­λί κι ἡ θειά ἐκείνη μᾶς ἔ­λε­γε δι­ά­φο­ρα, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς κοι­το­ύ­σα­με ἕ­να γύ­ρω τό φτω­χι­κό νοι­κο­κυ­ριό τοῦ κελ­λιοῦ.

(Σήμερα πού ἀ­γναν­τε­ύ­εις ξα­νά, μέσ᾿ ἀ­πό τό βά­θος τοῦ χρό­νου, πού τό πα­σπα­λί­ζει τό χνῶ­το τοῦ μι­σοῦ αἰ­ῶ­να ὁ ὁ­ποῖ­ος πέ­ρα­σε, ἐ­κεῖ­να τά λι­τά καί πε­νι­χρά ἀν­τι­κε­ί­με­να τοῦ κελ­λιοῦ, τή μι­σο­μαυ­ρι­σμέ­νη λάμ­πα, τό χα­μη­λό τό τρα­πέ­ζι, τό ἀ­σκη­τι­κό τό γι­α­τά­κι, σκέ­φτε­σαι πό­ση πα­ρη­γο­ριά ἔ­βρι­σκε ἡ ψυ­χή ἐ­κε­ί­νης τῆς θειᾶς, κα­θώς γει­τό­νευ­ε μέ το­ύς Ἁ­γί­ους της, ἀλ­λά καί το­ύς προ­γό­νους της, πού ἡ­σύ­χα­ζαν σι­μά της, για­τί λί­γα μέ­τρα πιό πέ­ρα, ἀ­κρι­βῶς κά­τω ἀ­πό τό ἱ­ε­ρό τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἦ­ταν τό Κοι­μη­τή­ριο τοῦ χω­ριοῦ. Ἐ­το­ύ­τη ἡ συν­τρο­φιά μέ το­ύς Ἅ­γί­ους καί το­ύς κε­κοι­μη­μέ­νους μέ δί­δα­ξε ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ξα­νά­ζη­σα στό Ὄ­ρος, καί ἰ­δι­α­ί­τε­ρα στά Κελ­λιά τοῦ Ὄ­ρους, τό κο­ρυ­φαῖ­ο αὐ­τό ζή­τη­μα πού σέ ἐ­ξοι­κει­ώ­νει ἀ­πό­λυ­τα μέ τή μνή­μη καί τή βί­ω­ση τοῦ θα­νά­του...).

Κρα­τᾶς ἀ­κό­μα στήν ψυ­χή σου τά πρό­σω­πα τῶν ὅ­σων γυ­ναι­κῶν δι­α­κο­νοῦ­σαν στήν πα­λιά τήν ἐκ­κλη­σιά, ὅ­πως τῆς θειᾶς τῆς Λε­νι­ῶς τῆς Ράπαινας, τίς ἀ­δελ­φές Ἀ­να­στα­σί­α καί Μα­γδα­λη­νή Κων­σταν­τά­κη, τή θειά τό Ἀ­ναρ­γυ­ρώ τοῦ κα­πε­τάν-Χρή­στου κ.ἄ. Αὐ­τές στό­λι­ζαν τήν ἐκ­κλη­σιά τίς κα­λές τίς μέ­ρες καί πιό πο­λύ τή Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα, ὅ­που καί μᾶς χά­ρι­ζαν ἐ­κεῖ­νον τόν ἀ­θά­να­το καί μυ­ρο­βό­λο Ἐ­πι­τά­φιο, τόν στο­λι­σμέ­νο ὄ­χι μέ τά λου­λο­ύ­δια τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου, ὅ­πως γί­νε­ται σή­με­ρα, ἀλ­λὰ μέ τὰ ἄν­θη πού προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό το­ύς κή­πους τῶν Κλη­μα­τια­νῶν.

Τή θειά τό Λε­νιώ τή Ράπαινα τή θυ­μᾶ­σαι καί στό ψαλ­τή­ρι νά ξε­λει­τουρ­γᾶ τόν πα­πά-Βαγ­γέ­λη, κά­ποι­ες μι­κρο­γι­ορ­τές, ἀ­φοῦ ὁ ψάλ­της ἔ­πρε­πε νά πά­ει στό με­ρο­κά­μα­το, γιά νά ζή­σει, ἐ­πει­δή ἡ ἐ­νο­ρί­α τοῦ χω­ριοῦ ἦ­ταν καί μι­κρή καί πο­λύ φτω­χή. Μα­ζί μέ τή θειά τό Λε­νιώ θυ­μᾶ­σαι καί τήν ἀ­δελφή της τή Μα­γδα­λι­νί­τσα, πού ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πι­τρό­πισ­σα στήν ἐκ­κλη­σί­α καί, μά­λι­στα, στή μνή­μη ἔρ­χε­ται ἡ Μορφή της κά­θε ἑ­σπε­ρι­νό τοῦ Πάσχα, στή Ἀ­γά­πη, ὅ­πως λέ­γε­ται, για­τί κά­τι τέ­τοι­ες ὧ­ρες τή βρί­σκεις κά­που ἐ­κεῖ κοντά στό ἀ­ρι­στε­ρό τό ψαλ­τή­ρι νά σα­ρώ­νει μα­ζί μέ τά κε­ριά καί τά τσό­φλια ἀ­πό τά κόκ­κι­να ἀ­βγά πού πέ­τα­ξαν τά παι­διά τή νύ­χτα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τό "Χρι­στός Ἀ­νέ­στη". Πρό­σω­πα, λοι­πὸν καὶ Μνῆ­μες ποὺ τὶς ἀ­να­σύ­ρει τὸ ἀ­γνάν­τε­μα ἤ ἡ θύ­μη­ση τῆς πα­λιᾶς ἐ­κεί­νης, σι­ω­πη­λῆς σή­με­ρα, ἐκ­κλη­σιᾶς...

π. Κ. Κληματιανὸς

No comments: