Monday, 7 May 2012

Μέσα στό τελευταῖο της παραμύθι...

Στὸν  Κώστα Ε. Τσιρόπουλο, Πασχάλιος χαιρετισμός...

Σὰν χθές, παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἔφυγε γιαγιὰ Σοφία, μιὰ τρυφερὴ ὕπαρξη στὴ ζωή μου, ἕνα πρόσωπο ποὺ μὲ  "μύησε" στήν ἀγάπη τῆς γῆς, τῶν δέντρων, τῶν  καλλιεργειῶν , τῶν καρπῶν καὶ γενικότερα τῆς παράδοσης τοῦ τόπου μου. Γιατὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὴ συνόδευα στὰ χτήματα -τὴ μεγάλη της ἀδυναμία- ὅπου μαθήτευα κοντά της τὸ βαθὺ μυστήριο τῆς Δημιουργίας: Νὰ βλέπεις δηλαδὴ τὰ δέντρα καὶ τὰ φυτὰ, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ φύονται τὰ μικρὰ φυλλαράκια, τὰ ἄνθη ὕστερα καὶ στὴ συνέχεια ὅλη τήν ἀνάπτυξη, μέχρι τὸν καρπόΝά παρατηρεῖς ἀπό πολύ κοντά  τὸ χαμήλωμα  στόν τόνο τοῦ πρώτου χρώματος: τοῦ θαλεροῦ πρασινόχλωρου  χρώματος ὥς  νἄρθει τὸ ἄλλο χρῶμα, ἐκεῖνο τῆς σκουριᾶς, τὸ φθινοπωρινό. Νά πέφτουν τὰ φύλλα, νὰ γυμνώνουν τὰ κλαδιὰ καὶ νὰ τινάζονται πρὸς τὰ πάνω σὰν χέρια σὲ προσευχή.

γιαγιὰ ἤξερε κάθε σημεῖο τῶν χτημάτων· τὶ λογῆς δέντρα  εἶχαν καί ποῦ ἀκριβῶς. Ἤξερε πότε φυτεύτηκαν, πῶς σκάβονται, πότε χρειάζονται κλάδεμα καὶ φυσικά, πότε ἀραιώνονται, γιὰ νἄρθουν στὴ θέση τους ἄλλα, νέα... Κι ἐγὼ ἀπό τότε πάσχιζα νὰ μελετῶ κάτι τέτοιες  λεπτομέρειες, μὲ κάποια ἀγανάκτηση στὴν ἀρχή, γιατὶ ἄς μὴν τὸ ξεχνὰμε πὼς τὸ χτῆμα, κυρίως σὲ καιρὸ θέρους πρέπει νὰ τὸ ἐπισκέπτεσαι πολὺ πρωΐ, ἔτσι ὤστε νὰ μὴ σὲ καταβάλλει ἡ ζέστα καὶ τὰ ζῶα  νὰ τὰ ἀγανακτοῦν -ἄλλο πάλι  ποὺ ἔζησα σιμά της- οἱ τάβανοι.  Ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες ἐποχὲς στὸ χτήμα δὲν πᾶς ποτὲ μεσημέρι.  Οἱ παλιοί, μάλιστα, τὸ θεωροῦσαν ντροπὴ νὰ πᾶνε στὸ χτήματά τους ἀργά. Ἦταν, λέγανε, «ἀμοκαϊτσά», δηλ. τεμπελιά. 

Ἀνάφερα πιὸ πάνω γιὰ τὰ ζῶα καὶ θυμᾶμαι μὲ πόση ἀγάπη ἡ γιαγιὰ «κανάκευε» καὶ λάτρευε τὸ γαϊδουράκι καὶ τὶς γίδες ποὺ ἀνάθρευε. Τὰ τάϊζε, τὰ εἶχε στὴν καλύβα, ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπό τὸ σπίτι μας,  καὶ κοίταζε πάντα νὰ εἶναι γεμᾶτος ὁ «τσάρκος» -τὸ μέρος δηλαδὴ ποὺ βάζανε τὰ χορτάρια γιὰ τὸ χειμώνα- ἀπὸ τροφές. Τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ καλοκαίρι κόβαμε καὶ κλαδιὰ γιὰ τὶς γίδες συνήθως. Κλαδιὰ ἀπό «τζίναβα», κοτσίκια τὴν ἄνοιξη καὶ  κουμαριὲς ἤ  θλίκια τὸ καλοκαίρι. Φυσικὰ τὰ ζωντανὰ τρώγανε καὶ χλωρὰ χορτάρια τὴν ἄνοιξη, ὅπως τὸ «βρουμουχόρτ», ἔτσι τὸ λέγανε στὸ χωριό αὐτὸ τὸ  εἶδος τοῦ χορταριοῦ: τὸ μαζεύαμε ἀγγαλιὲς γιὰ τὶς γίδες, ὥστε νὰ βγάζουν ἄφθονο  γάλα. Μαζὶ μ’ αὐτές  τρώγανε καὶ τὰ κατσικάκια, ποὺ κάποτε, σὲ μέρες πασχαλινὲς κυρίως, τὰ ὁδηγοῦσαν στὸ χασάπη... Κι αὐτὸ ἦταν τὸ μεγάλο μου παράπονο, γιατὶ τὰ χαιρόμουν, καθὼς ἔπαιζαν καὶ χοροπηδοῦσαν μέσα στὸ σπαρμένο παπαροῦνες καὶ μαργαρίτες χωράφι, ὅταν τὰ βγάζαμε στὴ βοσκή.

      Τὰ χρόνια πέρασαν. Ἔφυγε ἠ παιδικὴ ἡλικία καὶ ἡ νεότητα, γέρασε κι ἡ γιαγιὰ, ἀποκοιμήθηκε, ὅπως λέει κι ο ὁ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος μέσα στὸ τελευταῖο της τὸ παραμύθι, κάπου σιμὰ στὴν παραστιά της, σὲ μέρα σημαδιακή: ἀνήμερα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, στά  1984.

Γιορτές δίχως τὴν παρουσία τῶν προσφιλῶν μας προσώπων εἶναι ἀδειανὲς, ὅπως οἱ Θ. Λειτουργίες δίχως τὴ μνημόνευση τῶν κεκοιμημένων...

Σκόπελος, 23-4-2012
π. Κων. Ν. Καλλιανός

Υ.Γ. Εὐχαριστῶ θερμὰ αὐτοὺς ποὺ εἶπαν, καὶ κατάθεσαν, τὸν καλό του λόγο γιὰ τὸ παραπάνω κείμενο. Τὰ ὀνόματά τους; Αὐτὰ τὰ ξέρει ὀ Θεός. Καὶ τοῦτο ἀρκεῖ...

Ἠ φωτογραφία τῆς γιαγιᾶς εἶναι «τραβηγμένη» ἐδῶ καὶ 50 χρόνια. Εἶναι ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τὸ παλιό της τὸ σπίτι, στολισμένη κι ἕτοιμη γιὰ τὸ γάμο τοῦ γιοῦ της.

1 comment:

Anonymous said...

Ο θεός να την αναπαύει στην αγκαλιά του. Το πνεύμα της αγάπης που εμφύσησε στον γράφοντα είναι προφανώς τόσο δυνατό, που μέσα από το είναι του περνά στο κείμενο και φτάνει μέχρι εμάς (τουλάχιστον εγώ το νοιώθω). Αιωνία η μνήμη της. Βασίλης Οικονόμου, Αθήνα, billoikonomou@yahoo.gr