Ο Γιώργος
Σαραντάρης, ο σημαντικός αυτός ποιητής και στοχαστής της δεκαετίας του 1930,
γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908 και το 1941 θυσιάστηκε στα βουνά της
Πίνδου, κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, μόλις δηλαδή 33 ετών, αφήνοντας πάντως
κληρονομιά σ' εμάς έργο εξαιρετικό και ήθος απαράμιλλο.
Η οικογένεια του
ποιητή έλκει την καταγωγή της από τον Πραστό και το Λεωνίδιο, κέντρα της
περιοχής της Τσακωνιάς, στην Πελοπόννησο. Kλάδος της από τις αρχές του 1800
μετανάστευσε στην Ιταλία. Ο πατέρας του ποιητή και στοχαστή Δημήτρης Σαραντάρης
από το 1890 περίπου ζούσε στην Μπολόνια της Ιταλίας και από τις αρχές του 20ού
αιώνα, ως μεγαλέμπορος, είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με περιοχές της
ελεύθερης Ελλάδας, αλλά και με πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η
Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη, που διέθεταν πολυπληθές και ισχυρό εμπορικά και
οικονομικά ελληνικό στοιχείο. Σε ένα από τα ταξίδια του στη Βασιλεύουσα γνώρισε
και παντρεύτηκε την Ματθίλδη Σωτήρου ή Σωτηρίου, το γένος Γούνελου ή Γούλελου.
Οι δύο αυτές οικογένειες της μητέρας του ποιητή (Σωτήρου και Γούλελου) ήσαν
Τσακώνικης καταγωγής και από μακρού εγκαταστημένες στην Πόλη. Σύμφωνα με
σωζόμενη μαρτυρία ο Ναυπλιώτης Αθανάσιος
Ζυγομαλάς, επιδιώκοντας να καταλάβει τη θέση του εκπροσώπου στο Ναύπλιο των Ελλήνων
εμπόρων, υπηκόων του σουλτάνου, απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη δύο επιστολές,
με ημερομηνία 10 Απριλίου 1700, μία από τις οποίες ήταν προς τον φίλο και
συγγενή του Γιαννάκη Γούλελο (1). Η οικογένεια Σωτήρου ασχολιόταν με το εμπόριο
και ήταν από τις ευκατάστατες στην Πόλη. Κατά πως λέγει ο Παναγιώτης
Σαραντάρης, πρώτος εξάδελφος του ποιητή, οι γονείς της Ματθίλδης ήσαν
υπερήφανοι για την ομορφιά των πέντε θυγατέρων τους και κυρίως γιατί και οι
πέντε παντρεύτηκαν ελληνόπουλα.
Ο αδελφός του
Δημήτρη Σαραντάρη Ιωάννης, θείος του ποιητή και πατέρας του Παναγιώτη
Σαραντάρη, ο οποίος να σημειωθεί πως ζει στο Λεωνίδιο και χωρίς τον οποίο δεν
θα είχε γραφτεί το βιβλίο, παντρεύτηκε την Ιουλία Περσίδου, η οποία ζούσε στην
Πόλη και η οικογένεια της είχε ρίζες σ' αυτήν που χάνονταν στον χρόνο. Ο παππούς
των δύο πρώτων εξαδέλφων -του ποιητή και του Παναγιώτη Σαραντάρη- Γιώργος
Σαραντάρης είχε παντρευτεί την Ελένη Παπαδοπούλου, της οποίας ο πατέρας,
Γεώργιος Παπαδόπουλος, ήταν επίσης Τσάκωνας -από τον Άγιο Ανδρέα Κυνουρίας-
είχε σπουδάσει ιατρός στο Χάρκοβο και κατείχε σημαντική θέση στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία, έως την εποχή των Νεότουρκων. Για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο
σώζονται οθωμανικά έγγραφα, που για τους ερευνητές της συγκεκριμένης ιστορικής
περιόδου παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Δεν
είναι του παρόντος να αναφερθεί ο μυθιστορηματικός τρόπος διαφυγής, απόδρασης
ουσιαστικά, στην Ελλάδα της οικογενείας Περσίδου, πριν από την καταστροφή του
1922.
Οι οικογένειες
Γούνελου, Σωτήρου και Παπαδοπούλου βρέθηκαν και δημιούργησαν όνομα και
περιουσία στην Κωνσταντινούπολη όπως το έκαμαν πολλοί Τσάκωνες. Επί
τουρκοκρατίας υπήρχε γενικά στους Έλληνες η τάση να φεύγουν από τα ορεινά και
άγονα εδάφη τους και να πηγαίνουν στην Πόλη, στην οποία υπήρχαν μεγάλες
δυνατότητες για την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους. Είναι χαρακτηριστική η παροιμία
που λέγανε οι Τσάκωνες: "Η πόλη βγάζει τ' άσπρα (γρόσια) και ο Πραστός τα
κάνει πάστρα!". Στο Λεωνίδιο πολλοί έχουν το επώνυμο "Πολίτης"
από πρόγονό τους, που πήγε με τσακώνικο επώνυμο στην Κωνσταντινούπολη, εκεί
πλούτισε κι όταν γύρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του είχε μεταγραφεί σε
"Πολίτης"!…(3)
Απόδειξη της στενής
σχέσης των Τσακώνων με την Πόλη ήταν πως εκεί στα 1866 ίδρυσαν τον Ελληνικό
"Σύλλογο", ένα μόλις χρόνο μετά από τον πρώτο Φιλολογικό Σύλλογο
"Παρνασσός" των Αθηνών. Το τσακώνικο αυτό σωματείο λεγόταν
"Σύλλογος Λεωνιδέων η Πρόοδος" και πέραν των φιλολογικών του σκοπών
είχε και πατριωτικούς και βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη του Λεωνιδίου.
Απόδειξη αυτού είναι πως στα 1871 το
Δημοτικό Συμβούλιο Λιμναίων (Σημ. Έτσι λεγόταν τότε ο Δήμος Λεωνιδίου που
προσφάτως μετονομάστηκε σε Δήμο Νότιας Κυνουρίας) εξέδωσε ψήφισμα ευχαριστίας
προς τον εν λόγω Σύλλογο, γιατί συνέδραμε "συνεισφέροντας υπέρ της
εκτέλεσης του τεχνικού έργου προς περιορισμόν του εν Λεωνιδίω χειμάρρου"
(4).
Οι Τσάκωνες, ζωηροί
και ανυπότακτοι κατά τη φύση τους, προκάλεσαν το 1890 προβλήματα στους Οθωμανούς. Τη χρονιά εκείνη η Υψηλή
Πύλη επιχείρησε να απαλλαγεί από τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ ο
Πορθητής στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο και το Πατριαρχείο αποφάσισε να
αντιδράσει με δραστικά μέτρα. Ο Πατριάρχης Διονύσιος ο Ε' παραιτήθηκε και
αποτραβήχτηκε σε ένα προάστιο και η Σύνοδος κήρυξε την Εκκλησία σε διωγμό,
διέταξε το κλείσιμο όλων των εκκλησιών και απαγόρευσε κάθε ιεροπραξία. Οι
Τσάκωνες και οι άλλοι Έλληνες της Πόλης αντέδρασαν τότε έντονα προκαλώντας
ανησυχία στην οθωμανική εξουσία, η οποία υποχρεώθηκε να αποσύρει τα μέτρα (5).
Τελειώνοντας την
αναφορά στη σχέση της οικογένειας Σαραντάρη και γενικότερα των Τσακώνων με την
Κωνσταντινούπολη να σημειώσω ότι στο "Ημερολόγιο των Τσακώνων" του
1895 επισημαίνεται πως στην Κωνσταντινούπολη και στις άλλες επαρχίες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άπαντες σχεδόν "μετέρχονται το επάγγελμα του
οινοποιού, συν τη οινοπνευματοποιία". Εκ των 150 και πλέον εργοστασίων
οινοπνευματοποιίας στην Κωνσταντινούπολη τα 3/4 είναι Τσακωνικά. Και πάρα κάτω
το ίδιο Ημερολόγιο σημειώνει πως οι Τσάκωνες στην Πόλη έχουν τους γιατρούς τους
και αναφέρονται ενδεικτικά τα ονόματα των Δ. Χαρμαντά, Ν. Δικαίου, Κ. Μαλέα, Ε.
Τσούχλου και Σ. Παπασαράντη. (6)
Ο Γιώργος
Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αν και ο πατέρας του Δημήτρης μετά
τον γάμο τους πήρε τη μητέρα του
Ματθίλδη και ζούσαν στην Μπολόνια της Ιταλίας, όπου ήταν το κέντρο των
επιχειρήσεων Σαραντάρη. Όμως, κατά τη συνήθεια της εποχής, η Ματθίλδη Σωτήρου -
Σαραντάρη τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της και τους πρώτους μετά τη
γέννηση του ποιητή τους πέρασε κοντά στην πατρική της οικογένεια και έχοντας τη
φροντίδα της μητέρας και των αδελφών της.
Ο ποιητής γεννήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ιταλία, ανήκε δηλαδή στον
εκτός συνόρων Ελληνισμό, που συνήθως μέσα στο καμίνι της ξενιτιάς και του
ωκεανού των αλλογενών αναδεικνύει τα προτερήματα του, την ώρα που αυτά
ξεφτίζουν στους Ελλαδίτες. Αυτό
απεδείχθη με τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας και
συνεχίζεται να αποδεικνύεται με τον Ελληνισμό της Αμερικής, της Αυστραλίας και
όπου αλλού αυτός βρίσκεται και καρποφορεί. Ο Σαραντάρης είχε ιδιοφυή σκέψη,
περίφημο μυαλό, ταλέντο στην ποίηση και εξαιρετικές ικανότητες στον φιλοσοφικό
στοχασμό. Από μικρό παιδί ακατάπαυστα διάβαζε βιβλία και δεν τα διάβαζε
επιφανειακά, αλλά σε βάθος και με μια κριτική δεινότητα. Δεν διδάχτηκε σε
σχολείο ελληνικά. Ούτε Ορθόδοξη εκκλησία υπήρχε κοντά. Σε ιταλικά σχολεία και
πανεπιστήμια πήγε. Ήταν αυτοδίδακτος και έμαθε να διαβάζει και να γράφει
ελληνικά σε τόσο υψηλό βαθμό, που να μπορέσει
να κάμει τομή στην ελληνική ποίηση και να είναι ο πρώτος με ελληνορθόδοξο
υπαρξιακό φιλοσοφικό στοχασμό.
Μετά το πτυχίο του
στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ματσεράτα δεν έμεινε άλλο στην Ιταλία
του Μουσολίνι. Ήρθε στην Ελλάδα να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό. Έτσι έκαμαν
όλοι οι πρόγονοι του, που έμεναν στην Ιταλία και ο Σαραντάρης ακολούθησε το
παράδειγμά τους. Όλοι τους ήθελαν να διατηρήσουν την ελληνική ιθαγένεια και την
ελληνική υπηκοότητα και έτσι τον δίδαξαν να κάμει κι αυτός. Έκτοτε και έως τον
θάνατο του, το 1941, έμεινε στην Ελλάδα, στην οποία πρόσφερε τη ζωή του. Ήταν
ισχνός, φιλάσθενος και είχε μεγάλη μυωπία, όμως επιστρατεύθηκε, πολέμησε στην
πρώτη γραμμή και στη λαίλαπα του πολέμου δεν άντεξε. Από τις κακουχίες
αρρώστησε και τον πήγαν πρώτα στα Γιάννενα και μετά στην Αθήνα, όπου και πέθανε
τον Φεβρουάριο του 1941. Ήταν μόλις 33 ετών. Ο Οδυσσέας Ελύτης χαρακτήρισε τον
θάνατο του έγκλημα κι έγραψε γι' αυτόν: "Δεν έχω γνωρίσει, θάθελα να το
διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος,
αδέξιος, ανίκανος για ο,τιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε και δεν του
χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την ποίηση. Δηλαδή το αντίθετο ακριβώς απ' αυτό
που ονειρεύονται οι αστοί για τα παιδιά τους. Έτσι όμως είχε φτάσει ως το
σημείο να μπορεί να υψώνει τα μεγάλα του ασθενικά μάτια ως τις Πλατωνικές Ουσίες.
Η παρουσία του την εποχή εκείνη, νομίζω, ήταν καίρια…".
Στο βιβλίο μου
προσπάθησα με απλό και προσιτό σε όλους τρόπο να παρουσιάσω τον Γιώργο
Σαραντάρη ως άνθρωπο, ως ποιητή και ως διανοούμενο. Εργάσθηκα εντατικά και με
πολλή αγάπη προς αυτόν, για επτά περίπου χρόνια γιατί πίστεψα πως του άξιζε
απόλυτα και δεν σας κρύβω ότι δρω ιεραποστολικά για να τον καταστήσω γνωστότερο
στους Έλληνες. Νομίζω ότι προσωπικότητες, όπως οι Σαραντάρης, Παπαδιαμάντης,
Σολωμός, Ζαμπέλιος, Γιώργος Παπανικολάου, Κων. Καραθεοδωρής και από
στρατιωτικούς και πολιτικούς οι Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Κανάρης, Νικηταράς,
Καποδίστριας, Τρικούπης, Καφαντάρης, Πλαστήρας και άλλοι της ίδιας ποιότητας
άνθρωποι μας εκφράζουν ως Έλληνες και αυτοί είναι τα υποδείγματα μας και όχι φυσικά
όλοι όσοι μας κατάντησαν στη σημερινή βαλτώδη κατάσταση της ανυποληψίας και της
διαφθοράς των συνειδήσεων. Σήμερα αυτούς χρειαζόμαστε ως φάρους και οδοδείχτες,
αυτούς των οποίων το Ορθόδοξο ήθος και η
φιλοπατρία είναι Αξίες που οι περισσότεροι των κατεχόντων την εξουσία στην
Πατρίδα μας τις αγνοούνε.
Η ποίηση και ο
στοχασμός του Σαραντάρη δεν ανήκουν στα λεγόμενα "ευπώλητα βιβλία",
αφού δεν περιέχει τίποτε το υλιστικό, το ευδαιμονιστικό, το ηδονιστικό. Όμως
όσοι τον διαβάζουν ανακαλύπτουν με ευχάριστη έκπληξη ένα πνευματικό θησαυρό, γιατί η γραφή του
έχει ουσία, σμιλεύει καρδιές, ψυχαγωγεί, υμνεί την ομορφιά της δημιουργίας,
δημιουργεί προβληματισμό, δίνει τη σωστή διάσταση στην επίγεια ζωή μας. Ατυχώς για
την Ελλάδα ο Σαραντάρης πέθανε πολύ νέος και δεν αναδείχθηκε το ταλέντο του όσο
του άξιζε, ούτε πρόσφερε στην Ελλάδα αυτά που μπορούσε. Αυτό δεν σημαίνει ότι
δεν πρέπει να το μελετήσουμε και να βιώσουμε τα υψηλά του νοήματα και να
χαρούμε την έμπνευση της ποίησης και του στοχασμού του.
Παραπομπές
1. "Το Αρχείον
Γούλενου", Εισαγωγή-επιμέλεια-ευρετήριον Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, Έκδ. Αδελφότητος Κυνουριέων,
Αθήναι, 2010, σελ. ιζ'-ιη'.
2. Θάνου Βαγενά,
"Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνιδίου", Ελδ. Δήμου Λεωνιδίου, Αθήναι,
1971, σελ. 243.
3. Στυλ. Μερικάκη,
"Το εμπόριο των Τσακώνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας", άρθρο εις τα
"Χρονικά των Τσακώνων", Εκδ. Αρχείου της Τσακωνιάς, Τόμος 1ος,
Αθήναι, 1956, σελ. 52.
4. "Λόγος
γενόμενος κατά το φρόνημα του Δημάρχου Λιμναίων Αντ. Γ. Λεκού, συντεθείς και
εκφωνηθείς εν έτει 1871 υπό του Γραμματέως αυτού Λεων. Καράντζαλη", Εν
Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου Μερίμνης, 1871, σελ. 3.
5. Γ.Ι.
Αναστασιάδης, "Τα Χριστούγεννα του 1890", "Μικρασιατική Ηχώ", αριθμ. Φύλλου
23, Αθήνα, 1960, σελ. 2.
6. Δ.Μ. Λάτση,
"Ημερολόγιον Τσακωνικόν του έτους 1895", Εν Αθήναις, εκ του
Τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη, 1895. Ανατύπωση εις "Χρονικά Τσακώνων",
Εκδ. Αρχείου Τσακωνιάς, τόμος 13ος, Αθήνα, 1977, σελ. 141-142.
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου