Saturday, 22 March 2014

Ποιμένας, πένθος και παιδιά


Ο ρόλος του ποιμένα και η διαχείριση του πένθους στα παιδιά

Όλοι οι άνθρωποι άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την ιδέα του θανάτου ή ακόμα χειρότερα με την πραγματικότητα ενός θανάτου.  Συνήθως, «ο άνθρωπος απωθεί την ιδέα αυτή γιατί θέλει να προστατεύσει τις εγκόσμιες αξίες, τις οποίες δεν έχει το θάρρος να εγκαταλείψει, μολονότι η ιδέα του θανάτου έχει ήδη αποκαλύψει τη μηδαμινότητά του»[1]. Η ψυχολογική ανησυχία του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλη, όταν βλέπει κάποιο δικό του να χάνεται και συχνά να σβήνει μέσα σε αγωνία και πόνους. Ο θάνατος και κατ’ επέκτασιν ο φόβος του θανάτου εισήλθε στην ζωή μας κατά παραχώρησιν Θεού από την πτώση και μετά. 

Στη σημερινή εποχή όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν τη βοήθεια των ποιμένων, στα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, και ζητούν από την Εκκλησία να σκύψει επάνω στις ανάγκες τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος καταβάλλει προσπάθεια  να αποφύγει επιμελώς κάθε σκέψη ή συζήτηση σχετική με το θάνατο και καλλιεργεί την αντίληψη για αποσιώπηση και όχι για μνήμη του θανάτου. Γι’ αυτό και ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Εκκλησία είναι ζωτικής σημασίας. Η κατανόηση της θλίψης, η συμπαράσταση και η παρηγοριά των θλιμμένων ήταν πάντοτε μια από τις κύριες επιδιώξεις των πραγματικών ποιμένων[2]. Επομένως, κρίνεται αναγκαία η ποιμαντική προετοιμασία και υποστήριξη τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο που οδεύει προς το θάνατο όσο  και για τους οικείους του και κυρίως για  τα παιδιά της οικογένειας. Γι’ αυτό ο ποιμένας καλό είναι να είναι ενημερωμένος και να πληροί κάποιες προϋποθέσεις[3]. Πάνω από ικανότητες και επιστημονικές γνώσεις χρειάζεται η αγάπη και η πίστη, που πρέπει να δείξει, για να προσεγγίσει την ψυχή των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών.


Ιδιαίτερα ο χειρισμός των ανθρώπων που πενθούν χρειάζεται μια ξεχωριστή αντιμετώπιση. Ένα πλήθος παραγόντων, όπως η ηλικία του ατόμου, ο ρόλος του, η βιαιότητα του θανάτου, η άδικη πλευρά του χαμού του, καθιστούν τη διεργασία του πένθους λιγότερο ή περισσότερο δύσκολη. Ο κάθε άνθρωπος το βιώνει με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικό τρόπο εκφράζει τον πόνο του[4]. Πολλοί αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου με έντονη άρνηση, στη συνέχεια με κλάμα και λυγμούς. Υπάρχουν, βέβαια, οι περιπτώσεις ατόμων που δείχνουν μια στωικότητα και ψυχραιμία στο πένθος, αλλά επειδή η συμπεριφορά τους δεν έχει τα εμφανή στοιχεία δακρύων και λυγμών, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως περιπτώσεις ψυχρής αδιαφορίας[5].  Ιδιαίτερα οι περισσότεροι γονείς, αν χάσουν το παιδί τους, στο πρώτο στάδιο του πένθους, δεν μπορούν να δεχτούν το γεγονός ότι το παιδί τους πέθανε (άρνηση). Ελπίζουν ότι θα συμβεί κάτι μαγικό, θέλουν απελπισμένα να πιστέψουν ότι όλα είναι μόνο ένας εφιάλτης[6]. Μερικοί άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν ανάγκη να κάνουν μόνοι τους μακρινούς περιπάτους. Το συναίσθημα της μοναξιάς, έρχεται στα συγγενικά πρόσωπα λίγες μέρες ή λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο και ακολουθείται από έντονα συναισθήματα εγκατάλειψης, άγχους, απόρριψης και συχνά απόγνωσης[7].  Άλλοι πάλι θέλουν να έχουν γύρω τους πολύ κόσμο. Ο ρόλος του ποιμένα στη θεραπεία της θλίψης εξαρτάται πάρα πολύ από τη σχέση που είχε με το θλιμμένο πριν από το θάνατο[8].        

Όπως αντιλαμβανόμαστε η παρουσία της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του ποιμένα είναι καθοριστική για την ανακούφιση των ταραγμένων ψυχών. Ιδιαίτερα ο κόσμος επιβάλλεται να κατανοήσει πόσο μεγάλη βοήθεια μπορεί να έχει από την επαφή του με τον κατεξοχήν «θεραπευτή των ψυχών και των σωμάτων» τον Ιησού Χριστό, μέσω των ποιμένων. Με την παρουσία του μπορεί να συμβολίζει τη βαθιά ελπίδα που δεν εκφράζεται πάντοτε με λόγια, ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του στις κρίσιμες στιγμές της ζωής τους.

Γι’ αυτό ο ποιμένας επιβάλλεται να είναι προετοιμασμένος και να μην καταλαμβάνεται από φόβο καθώς η ζωή του είναι ένας διαρκής αγώνας για τη νίκη κατά του θανάτου. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Κύριος νίκησε το θάνατο με την ανάστασή του οφείλει να περιφρονεί το θάνατο και να τον διακρίνει μια αισιοδοξία[9]. Τούτο αποδεικνύεται και στον Κατηχητικό Λόγο στην αναστάσιμη ακολουθία «που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, Άδη το νίκος. Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι»[10]. Ο Χριστός αναστάς «συνανέστησε τον Αδάμ παγγενεί»[11] και «ωδοποίησε την ανάστασιν πάση σαρκί»[12]«ώσπερ γάρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται»[13]. Ο θάνατος επομένως, δεν συνιστά το τέλος του ανθρώπου, αφού υπάρχει η προοπτική της αιωνιότητας ως δώρο του Θεού[14].

Για τον ποιμένα οι άγιοι της Εκκλησίας μας θα πρέπει να αποτελούν πρότυπα στον επίγειο βίο τους που τους προσφέρουν παραμυθία και ανακουφίζοντάς τους γιατί είναι εκείνοι που «έφτασαν με θάρρος και χαρά στη στιγμή του θανάτου τους. Οι βίοι τους μάς διδάσκουν ότι με τον αγώνα για κάθαρση από τα πάθη και ομοίωση με τον Θεό μπορεί κανείς να περιφρονήσει τον θάνατο και ενωμένος με τον Κύριο της ζωής και του θανάτου να οδεύσει προς την αιωνιότητα, θεωρώντας το τέλος της βιολογικής του ζωής, ως την απαρχή μιας καινούριας, της αιωνίας»[15]. Μέσα στην κοινωνία της αγάπης της εκκλησίας ο λόγος του ποιμένα λειτουργεί θεραπευτικά και ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία και ταραχή, γιατί η δύναμη και η χαρά της σωτηρίας με την Ανάσταση είναι καταλυτικά. Επομένως η παρουσία του στους πενθούντες είναι καθοριστική για την παραμυθία και την παρηγοριά. Οι πρώτες στιγμές βέβαια δεν είναι κατάλληλες για διδασκαλία.

Συνήθως τα παιδιά αντιδρούν διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία τους, την ψυχοσυναισθηματική τους ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσαν με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονιών τους. Έτσι, άλλα παιδιά απομονώνονται, έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, επιθετικότητα, πόνους στην κοιλιά, κεφαλαλγίες κ.λ.π.[16] Στην ηλικία των 3 έως 5 ετών η έννοια του θανάτου δεν έχει ακόμα αφομοιωθεί από τα παιδιά. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν την αίσθηση ότι ο νεκρός κοιμάται συνέχεια και συχνά ρωτούν αν τρώει ή πονάει. Μπορούν να εκφράσουν τη λύπη τους, αν οι μεγάλοι τους το επιτρέψουν. Αν, δηλαδή, κάνουν το παιδί να νιώσει ότι η λύπη του είναι φυσιολογική και ότι τα συναισθήματα υπάρχουν για να τα εκφράζουμε.  Η λύπη των παιδιών δεν καταργεί το γέλιο και το παιχνίδι τους. Είναι πολύ συχνό μετά από το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου να παίζουν παιχνίδια όπου παριστάνουν τους πεθαμένους. Μπορεί να έχουν περιόδους υπερκινητικότητας ή κατάπτωσης[17].


Ενώ παλαιότερα οι άνθρωποι είχαν εμπειρίες θανάτου βλέποντας συγγενικά πρόσωπα, στην εποχή μας η κοινωνική ζωή οργανώνεται  κατά τέτοιο τρόπο που αποκρύβει το θάνατο. Σήμερα πολλοί ενήλικες θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από  το κεφάλαιο «Λύπη» στη ζωή τους φτάνοντας στο σημείο να μην τα επιτρέπουν να παραστούν  στην κηδεία του παππού ή της γιαγιάς. Με αποτέλεσμα να μην έχουν εμπειρία θανάτου, που ευνοεί την εμπειρία και τη μνήμη του[18].  Αυτή η τακτική όμως είναι λανθασμένη  γιατί  ο θάνατος γίνεται γι’ αυτά ένα θέμα ταμπού[19]. Παραθεωρείται  τελείως η ανάγκη διαπαιδαγώγησης για το θάνατο. Το φαινόμενο αυτό τροφοδοτεί αρρωστημένες καταστάσεις και έχει  ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις δημιουργώντας σοβαρότατα ψυχικά τραύματα στα παιδιά, όταν αποκλείονται από την κηδεία και τη διαδικασία θανάτου προσφιλών τους προσώπων. Η μνήμη θανάτου δεν θα πρέπει να βιώνεται ως «πεισιθάνατη μάθηση θανάτου, αλλά ως πέρασμα σε μία άλλη ζωή»[20]. Γι’ αυτό χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία και διαπαιδαγώγηση.

Ο πιστός με την εσωτερική όραση προχωρεί από τα βλεπόμενα στα μη βλεπόμενα. Βλέπει το νεκρό, αλλά βλέπει και την αφθαρσία και την αθανασία που θα ντυθεί το φθαρτό. Πίσω από το θάνατο οραματίζεται την ανάσταση. Ο πόνος και τα δάκρυα είναι ήρεμα γιατί αναμιγνύονται με την ελπίδα[21]. Εξάλλου ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει: «Ου θέλομεν υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[22]. Λυπήσου, μας λέει, όχι όμως σαν ειδωλολάτρης, που δεν πιστεύει στην Ανάσταση και δεν ελπίζει στη μέλλουσα ζωή.

Το παιδί για να αφομοιώσει την έννοια του θανάτου πρέπει να φτάσει στην ηλικία των εφτά - οχτώ ετών, όταν δηλαδή θα έχει συνειδητοποιήσει δύο απαραίτητες έννοιες: της ολότητας και της μη αναστρεψιμότητας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως μέχρι την ηλικία αυτή το παιδί δεν αντιλαμβάνεται την απουσία οικείων προσώπων ή δεν πρέπει να γνωρίζει τι συμβαίνει, καθώς μέρα με τη μέρα πληθαίνουν τα αναπάντητα ερωτήματα: «Πού είναι;» «Γιατί λείπει;» «Γιατί δε μου τηλεφωνεί;» «Πότε θα γυρίσει;»[23]. Τα παιδιά ηλικίας 7 έως 9 ετών νιώθουν έντονο άγχος. Φοβούνται μήπως πεθάνουν τα ίδια ή άλλα κοντινά τους πρόσωπα.

Για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μέχρι και την ηλικία των 11-12 χρόνων ο θρήνος είναι μικρής διάρκειας, επειδή η αντοχή τους στον ψυχικό πόνο είναι μικρότερη[24]. Έρευνες όμως έχουν δείξει ότι παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών, που έχουν χάσει έναν από τους γονείς τους, το 40% εμφανίζει κατάθλιψη βαριάς μορφής. Τα αγόρια στην εφηβική ηλικία εκδηλώνουν μια αντικοινωνική συμπεριφορά, που κάποιες φορές συνοδεύεται από επιθετικότητα προς τον ίδιο τους τον εαυτό ή τους άλλους. Μπορεί δηλαδή να αρχίσουν τα ναρκωτικά, να έχουν τάσεις αυτοκτονίας ή απομόνωσης. Πολλές φορές, στην ηλικία των 12 με 13 ετών, το παιδί μπορεί να προσκολληθεί στο γονέα που απέμεινε, από φόβο μη χάσει κι αυτόν[25]. Πολλοί γονείς φτάνουν στο σημείο να μην ανακοινώνουν στο παιδί το θάνατο αγαπημένων του προσώπων.  Έτσι όμως, όχι μόνο δεν προστατεύουμε το παιδί, αλλά το εκθέτουμε στον κίνδυνο της αποκάλυψης από τρίτους, χωρίς καμία προετοιμασία, και εκτός αυτού κλονίζεται η μεταξύ μας εμπιστοσύνη και η ασφάλεια του παιδιού. Τα παιδιά υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό όταν αντιλαμβάνονται πως κάτι συμβαίνει και μένουν απέξω. Ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να κρυφτούμε από το θάνατο. Είναι ένα μέρος της ζωής[26].

            Το να συμμετέχει το παιδί στο τελετουργικό του πένθους δε βλάπτει, αφού πρώτα εκτιμήσουμε τη σχέση του παιδιού με το άτομο που πέθανε, την ευαισθησία και την ηλικία του. Η συμμετοχή του θα του επιτρέψει να αναπαραστήσει το θάνατο μέσα στη δική του πραγματικότητα, χωρίς να τον φαντάζεται σαν κάτι τρομερό[27]. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά χρειάζονται τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με τα συναισθήματα λύπης και θυμού, να θέσουν ερωτήσεις και να αποκτήσουν τις δικές τους εμπειρίες. Και οι πλέον κατάλληλοι γι’ αυτό το ρόλο είναι τόσο οι γονείς όσο και ο ποιμένας της ενορίας τους[28]. Επειδή οι γονείς δεν έχουν έτοιμες απαντήσεις για πολλά θέματα μια συζήτηση με τον ιερέα είναι μια «θαυμάσια ευκαιρία για μια κοινή αναζήτηση του Σκοπού, του Γιατί και του Πώς του θανάτου, και για την απόκτηση εκατέρωθεν πληροφοριών[29]. Εάν θέλει να βοηθήσει πραγματικά θα πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στα παιδιά να πουν την ιστορία τους με δικό τους τρόπο και με τις δικές τους λέξεις, γιατί έτσι θα μπορέσουν να εκφράσουν τα συναισθήματα που τα βαραίνουν και να ξαλαφρώσουν. Δεν υπάρχει λόγος να υποκρίνεται κανείς ότι δεν πονάει ή ότι η απώλεια δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο πραγματικά είναι[30]. Κατά τον παπά Φιλόθεο Φάρο πραγματικά ορφανό δεν είναι το παιδί που ο γονιός έχει πεθάνει, αλλά το παιδί που ο γονιός του έχει ολοκληρωτικά εξαφανιστεί και δεν ζει μέσα στις καρδιές των υπόλοιπων μελών της οικογένειας[31].

            Ένα σημείο που δεν μπορούν να κατανοήσουν τα παιδιά είναι η αντίφαση που δημιουργείται ανάμεσα στην τελετουργία της ταφής και στην πίστη για τη μεταθανάτια ζωή. Ο ποιμένας θα εξηγήσει στο παιδί ότι το σώμα μπαίνει μέσα στη γη, επιστρέφει σ’ αυτήν και αποσυντίθεται, η ψυχή όμως πάει στον ουρανό, κοντά στον καλό Θεούλη. Επίσης, επιβάλλεται να πείσει τους ενήλικες να εκφράζουν τα συναισθήματά τους διότι η απόκρυψη ή η υπεκφυγή απλά επιτείνει τη σύγχυσή τους[32]. Αυτό που καταδικάζεται και που το καταδικάζει αυστηρότατα και ο θείος Χρυσόστομος είναι το πένθος το οποίο υπερβαίνει το μέτρο, και μάλιστα τους κοπετούς και τα μοιρολόγια. Τα χαρακτηρίζει «ασχημοσύνην», «επίδειξιν», «κενοδοξία». Ο πιστός καλείται να πενθεί «κατά ψυχήν ηρέμα» στο σπίτι του. Η κόσμια και συγκρατημένη αυτή στάση είναι απόδειξη αληθινής «συμπαθείας» προς τον απερχόμενο∙ ωφελεί δε και αυτόν που πενθεί[33]. Εξάλλου ο θνήσκων μετέβη στην άλλη ζωή, όπου δεν υπάρχει κανείς κόπος. Εκεί «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός». Εκεί υπάρχει «ευφροσύνη αιώνιος»[34].

            Ο ποιμένας, επιβάλλεται να δείξει ότι συμπάσχει μαζί τους «σαν ένα δείγμα συμμετοχής και ενδιαφέροντος που πηγάζει από την αγάπη του. Είναι εύλογος και ο πόνος και η θλίψη και τα δάκρυα. Χρειάζεται κατανόηση και παραδοχή ότι ο πόνος είναι φυσικός και μάλιστα θα πρέπει να φαίνεται ότι αγγίζει και τον ίδιο» [35] . Επιβάλλεται να διδάξει στους ενήλικες ότι το νεκροταφείο δεν είναι ένας τόπος στον οποίο ανατριχιάζει κανείς και επιβάλλεται μόνο να ψιθυρίζει και να περνά με προσοχή. Γι’ αυτό καλό είναι να πηγαίνουν κατά διαστήματα στο νεκροταφείο σε μέρες που δεν έχει πολύ κόσμο και να δίνουν στα παιδιά την ευκαιρία να κινηθούν στο χώρο και να αναπτύξουν το δικό τους τρόπο αντιμετώπισης του νεκροταφείου. Σ’ αυτές τις επισκέψεις ο ιερέας μπορεί πρόθυμα να εξηγήσει στα παιδιά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ταφή των νεκρών, καθώς και γενικότερα πράγματα για την κουλτούρα του θανάτου[36]. Καλό είναι όταν τα παιδιά επισκέπτονται έναν τάφο, να αφήσουν κάτι πάνω στον τάφο (όπως για παράδειγμα λουλούδια) και να ενθαρρυνθούν  να μιλήσουν με το νεκρό, ώστε να έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να κάνουν ερωτήσεις[37].


            Η ανακούφιση και ο τερματισμός του πένθους έρχονται αργά ή γρήγορα σε συνάρτηση με τις δομές της προσωπικότητας των συγγενών που επιβιώνουν. Κάθε κοινωνία ορίζει συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για το πένθος. Εάν οι συγγενείς διακόψουν το πένθος πολύ πιο νωρίς από τα προβλεπόμενα, η συμπεριφορά τους θα χαρακτηρισθεί ασεβής, απρεπής και προσβλητική για τη μνήμη του εκλιπόντος. Εάν, πάλι, η περίοδος πένθους επιμηκυνθεί πολύ πιο πέρα από τα προβλεπόμενα, τότε το άτομο που πενθεί με αυτόν τον τρόπο, θα θεωρηθεί ανώριμο, συναισθηματικά ασταθές και ίσως να έχει ανάγκη κάποια έστω βραχύχρονης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης[38].

            Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι ποιμένες επιβάλλεται να προετοιμάζουν και να διδάσκουν το μυστήριο του θανάτου στους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους σε ανύποπτο χρόνο δίνοντας τους τη δυνατότητα να βιώσουν το γεγονός του θανάτου όχι «ώσπερ οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα». «Η  μνήμη θανάτου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προετοιμασία για την όσο το δυνατό ανώδυνη και εύκολη συνάντηση με το σημείο της μεταβάσεώς μας από αυτή στην άλλη ζωή»[39]. Αυτό που έχει σημασία είναι ο ιερέας να περπατήσει μαζί με αυτόν που υποφέρει και να τον βοηθήσει στη διαδικασία διαχείρισης της θλίψης και του πένθους με όποιο τρόπο δύναται.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ασκητή Θ., & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
Βάντσου Χρ., Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990.
Γκίκα, Α., πρωτ. Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001.
Καππάτου, Α., Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999.
 Κεσελόπουλου, Α. Γ.,  Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003.
Κουτσοσταμάτη, Σ., Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008.
Μαντζαρίδη, Γ. Ι., Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
Μελέτη, Γ.Β., Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991.
Παππά, Β., Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009.
Παππά, Β., «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», στο περ. Γρηγόριος Παλαμάς τεύχ. 820  (2008) 103-120.
Πιπερόπουλου, Γ., Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008.
π. Φάρου, Φ., Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Baum, H., Η Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003.
Olson R., An introduction to existentialism, N. York 1962.

Βασιλική Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγου-Δημοσιογράφου
Θεσσαλονίκη 2014



[1]               Βλ. Olson Robert, An introduction to existentialism, N. York 1962,  p. 196.
[2]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993, σ. 91.
[3]               Ο ποιμένας επιβάλλεται να έχει ικανότητα λόγου, να είναι κοινωνικός, να μην έχει αισθήματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, να έχει αυτοέλεγχο. Βλ. Βάντσου Χρήστου, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 47-55.
[4]               Bλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007, σ. 119.
[5]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008, σ. 71.
[6]               Βλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 120.
[7]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σσ. 71-72.
[8]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 281.
[9]               Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 6, 9.
[10]             Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος, PG 59, 724.
[11]             Παρακλητική, Ήχος Α΄, Σαββάτω εσπέρας, απόστιχα.
[12]             Μ. Βασιλείου, Θεία Λειτουργία, ευχή αναφοράς.
[13]             Α΄ Κορ. 15, 22.
[14]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 120.
[15]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 10. Επίσης βλ. Β. Παππά, Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009, σ.σ. 23, 28. Β. Παππά, «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», περ. Γρηγόριος Παλαμάς (2008), τεύχ. 820.
[16]               Α. Καππάτου, Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999, σ. 324.
[17]             Σ. Κουτσοσταμάτη, Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σ. 341-342.
[18]             Βλ. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
[19]             Heike Baum, Η Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[20]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, ό.π., σ. 138, 139-140.
[21]             Βλ. Γ.Β. Μελέτη, Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991, σ. 91.
[22]             Α΄ Θεσ. δ΄ 13.
[23]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122. 
[24]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 324.
[25]             Σ. Κουτσοσταμάτη, ό.π. σ. 342.
[26]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122.
[27]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 325.
[28]             Heike Baum, Η Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[29]             Heike Baum, ό.π. σ. 11.
[30]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 289.
[31]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 369.
[32]             Heike Baum, ό.π. σ. 18.
[33]             Ι. Χρυσοστόμου, Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον Ομ. 5, 2 PG 48, 1019∙ Του Ιδίου, Εις Φιλιπ. Ομ. 3, 4 PG 62, 203.
[34]             Ησ. λε΄ 10.
[35]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 17.
[36]             Heike Baum, ό.π. σ. 38.
[37]             Heike Baum, ό.π. σ. 39.
[38]             Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σ. 72.
[39]             Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 45.

No comments: