(ἤ, Ἀκούγοντας τὰ «Νυχτερινὰ» τοῦ Φρ. Σοπέν)
Τὸ πικὰπ λειτουργοῦσε μὲ μπαταρίες, ὁ δίσκος βινύλιο, οἱ θερινὲς νυχτερινὲς ὧρες πλούσιες σὲ στοχασμούς, καθὼς ἀπέναντι ἁπλώνονταν ἡ στολισμένη, μὲ λαμπερές,
πολύτιμες πέτρες ἀπὸ τὸ χαριτωμένο φεγγαρόφωτο, θάλασσα. Κι ἦταν ὅλα τότε τόσο ὅμορφα, ἀφτιασίδωτα καὶ γοητευτικά. Τότε,
στὸ παλιό μας τὸ σπίτι μὲ τὸ φαρδὺ ξύλικο μπαλκόνι
ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο, ἀλλὰ καὶ τὰ γύρω ἀπ᾿ αὐτό, ὅπως τὴ Σκιάθο καὶ τὴν Βόρεια Εὔβοια. Μαγευτικὲς ὧρες, σταλμένες ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ χαρίσουν στὴν ψυχὴ εὐφροσύνη καὶ κατάνυξη. Γιατὶ αὐτὲς οἱ στιγμὲς γεμίζουν καὶ τὸ ἔσχατο κύτταρο τῆς ὕπαρξής μας μὲ εὐγνωμοσύνη σὲ Κεῖνον ποὺ τὶς χαρίζει, γιὰ ν᾿ ἀνυψωθεῖ ἔτσι ἡ ἔκφραση τῆς δοξολογίας. Τῆς δοξολογίας ποὺ ἀφαιρεῖ καὶ τὶς ὅποιες σημαντικὲς ἤ ἀσήμαντες ἐνοχλήσεις στὸν ψυχισμὸ καὶ στὴν ἐν γένει βιοτή μας.
Συντροφιὰ, λοιπόν, ἦταν τότε τὰ εὐεργετικὰ «Νυχτερινὰ» τοῦ Φρειδερίκου
Σοπέν, ποὺ μέσα στὴ ἀστροστόλιστη τὴ θερινὴ τὴ νύχτα ἄνοιγαν δρόμους
προσευχῆς, στοχασμοῦ καὶ δημιουργίας. Γιατὶ τὸ ν᾿ ἀκοῦς αὐτὴ τὴ θεϊκὴ μουσικὴ σὲ ἕνα δωμάτιο, ἀκόμα καὶ μὲ τὶς καλύτερες ἠχητικὲς συσκευὲς εἶναι κάτι ἐντελῶς ξένο ἀπ᾿ ὅτι νὰ τὴν γεύεσαι, νότα τὴ νότα, σὲ ὧρες νυχτερινές, ἥσυχες, ἀστροστόλιστες. Τοῦ θέρους αὐτὲς τὶς πάντιμες ὧρες. Γιατὶ τότε, μέσα σὲ τοῦτο τὸ περιβάλλον
νοιώνεις τὴν θεοφώτιστη αὐτὴ μουσικὴ νὰ σὲ ἡρεμεῖ, νὰ σὲ παραμυθεῖ, ἀγγίζοντας καὶ τὶς πλέον εὐαίσθητες πτυχὲς τοῦ εἶναι, καθὼς οἱ μελωδίες κυκλώνουν
τὴ Νύχτα κι ἀνεβαίνουν πρὸς τ᾿ ἄστρα. Καὶ μαζί τους ἀνεβαίνεις κι ἐσύ, μὲ τὴν κλίμακα αὐτῶν τῶν εἰκοσιένα εὐαίσθητων, λυρικῶν καὶ στοργικῶν μουσικῶν ποιημάτων.
Γίνεται τότε ἡ Νύχτα «νύχτα
γιομάτη θάματα», ὅπως λέει κι ὁ ποιητής, Νύχτα τῶν γόνιμων στοχασμῶν, ἀόρατο ἐφαλτήριο, ὥστε νὰ ἀνυψωθεῖ τὸ εἶναι καὶ νὰ ξαναδεῖ τὸ ἀρχαῖον του κάλλος. Ἀλήθεια, ποιό; Μὰ ἐκεῖνο ποὺ προβάλλει ἡ ἴδια ἡ Δημιουργία μέσα ἀπὸ τὸ ἄχραντο χέρι τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο μηνύει ὅτι «καλὰ λίαν» (Γεν. 1, 31)
πλάστηκε ὁ Κόσμος, ἄρα κι ὁ ἄνθρωπος. Ἄσχετα ἄν καὶ οἱ δύο κακοποιήθηκαν
μὲ εὐθύνη φυσικὰ τοῦ δευτέρου. Ὡστόσο, μέσα στὴ νυχτερινὴ αὐτὴ ἀγραυλία, ποὺ τὴ συντροφεύει ἡ ἁπαλὴ φωνὴ τοῦ πιάνου μὲ τὶς ἀθάνατες μελωδίες
τοῦ λυρικοῦ Πολωνοῦ συνθέτη, νοιώθεις
πὼς ὁ Κόσμος
ξαναγεννιέται. Ἀνεβαίνει δηλαδή,
καὶ πάλι χλωρὸς στὴν ἐπιφανεια, ὅπως ὁ νέος τζίτζικας, ποὺ θραύει τὸ κέλυφος ὅπου σχηματίζεται
κι ὕστερα τὴν αὐγὴ βγαίνει ἔξω, νὰ τὸν δεῖ ὁ ἥλιος, νὰ στερεωθεῖ τὸ εἶναι του κι ὕστερα ν’ ἀνέβει στὸ δέντρο καὶ ν᾿ ἀρχίσει νὰ ὑμνεῖ τὸ καλοκαίρι.
Σκορπίζονται, λοιπόν, τὸ θερινὸ αὐτὸ βράδυ οἱ μελωδίες, ποὺ οἱ νότες του, καθὼς διαδέχεται ἡ μία τὴν ἄλλη, νομίζεις ὅτι εἶναι ἀπανωτὲς σταγόνες νεροῦ ποὺ ξεδιψοῦν τὴν ψυχή. Γιατὶ αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη ἡ κάθε φρυγμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὰ ὅσα ἡ ἄστοργη καθημερινότητα
τῆς ἐπωμίζει. Βάρος -πολλὲς φορὲς δυσβάστακτο. Ἔτσι μέσω αὐτῶν τῶν θείων ἤχων καὶ τῆς νυχτερινῆς ἡσυχαστικῆς πανδαισίας ἀναλαμβάνει ἡ ὕπαρξη τὸ «ἀρχαῖον της κάλλος», μὲ λίγα λόγια ξαναγιεννιέται , ὅπως τοῦ Προμηθέα τὰ ζωτικὰ ὄργανα, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι τοῦ ἔγκοπου βίου του στὸν κόσμο.
Πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε... Λησμονήθηκε
σὲ μιὰν ἄκρη ὁ δίσκος, τὸ πικὰπ ἔπαψε νὰ λειτουργεῖ καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε εἶναι τὸ παλιὸ ξύλινο χαγιάτι νὰ κοιτάζει ἀκόμα κατὰ τὸ πέλαγο. Τὸ πέλαγο ποὺ συνεχίζει νὰ φωτίζεται καὶ τοῦτες τὶς θερινὲς βραδυὲς ἀπὸ τὸ ἀγέρωχο φεγγάρι, ἐνῶ ἀπό τὸ βάθος τοῦ χρόνου ἀνεβαίνουν, ὅπως οἱ προσευχές, οἱ ἀθάνατες μελωδίες τῶν ἐπίσης ἀλησμόνητων καὶ λυρικότατων Νυχτερινῶν τοῦ τόσο εὐαίσθητου καὶ συνάμα τόσο
τραγικοῦ Πολωνοῦ συνθέτη: τοῦ Φρειδερίκου
Σοπέν. Μελωδίες, ποὺ ντύνουν μὲ ὄλη τους τὴν ἐπισημότητα τὶς θερινὲς βραδυές μας ἀκόμα...
π. K.N. Kαλλιανός
No comments:
Post a Comment