...καὶ τῆς Πρωτοχρονιᾶς οἱ ἄχραντες μνῆμες...
Στὴ Μνήμη τῆς Μητέρας μου Μαγδαληνῆς
Ἀπόψε, παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, νοερὰ ξαναγυρνῶ στὸν παλιὸ μας τὸ φοῦρνο καὶ ξαναθυμᾶμαι ἐκεῖνες τὶς γιορτινὲς ἀπόβραδες ὧρες, ὅταν πιὰ τέλειωνε τὸ ὁλοήμερο τὸ πανηγύρι μὲ τὶς ἁγιοβασιλιάτικες τὶς κουλοῦρες.
Δυὸ μέρες τὸ χρόνο στὸν παλιὸ μας τὸ φοῦρνο γινόταν ἕνα πρωτότυπο
πανηγύρι ποὺ τὸ θυμᾶμαι μὲ νοσταλγία, γιατὶ πᾶνε πολλὰ χρόνια ποὺ ἔπαψε νὰ ὑπάρχει. Ὅπως ἔπαψαν πολλὰ τέτοια ὡραῖα πράγματα, τὰ ὁποῖα κι ἦταν ζυμωμένα μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ βιοτὴ τοῦ παλιοῦ τοῦ Κληματιανοῦ. Κι οί μέρες αὐτὲς ἦταν ἡ Παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τὸ Μέγα Σάββατο,
μέρες ποὺ ἔπρεπε νὰ ψηθοῦν οἱ κουλοῦρες, ἐκεῖνα τὰ περίφημα γιορτινὰ γλυκίσματα, τὰ ὁποῖα παρασκευάζονταν
σὲ κάθε σπίτι -δὲν ὑπῆρχαν βλέπεις τότε
τὰ ἕτοιμα- γιὰ τὸ καλό. Γιὰ τὸ καλὸ τοῦ σπιτιοῦ κι ὅλης τῆς οίκογένειας, ἐκτὸς ἄν ὑπῆρχε πένθος.
Ὅμως ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπό τὴν ἀρχή, ἔτσι, δηλαδή, ὅπως λέμε ἕνα λησμονημένο παραμύθι…
Ὁ παλιὸς ὁ φοῦρνος τοῦ παπποῦ τὴν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου εἶχε, ἀπό τὸ βαθὺ τὸ χάραμα ἀκόμα, ἀρκετὴ κίνηση. Γιατὶ ἔπρεπε πρωῒ-πρωῒ νὰ ζυμωθεῖ καὶ νὰ φουρνιστεῖ τὸ ψωμὶ μαζὶ μὲ τὶς κουλοῦρες τὶς καμωμένες ἀπό τὸ ἴδιο τὸ ζυμάρι,
φροντισμένες μόνο περισσότερο ἀπό τὸ ὑπόλοιπο τὸ ψωμὶ ἀφοῦ τὶς ἔβαζαν μέσα σὲ μικρὰ στρογγυλὰ ταψάκια καὶ τὶς στόλιζαν μὲ ἀμύγδαλα καὶ καρύδια
«ζωγραφίζοντας», στὴν πασπαλισμένη μὲ σουσάμι ἐπιφάνεια, τὸ ἄνθος τῆς μαργαρίτας.
Σὰν τέλειωνε ἡ ὅλη αὐτὴ διαδικασία, γύρω
στὶς ὀχτώμιση ἤ στὶς ἐννιά τὸ πρωΐ, ἄρχιζαν νὰ φέρνουν οἱ νυκοκοιρές, τὶς γλυκὲς τὶς κουλοῦρες. Τὶς μεγάλες σὲ εὐρύχωρα ταψιὰ καὶ τὶς μικρότερες σὲ μεγάλα ταψιὰ τρεῖς-τρεῖς μαζὶ ἤ περισσότερες Παλιότερα
κάνανε καὶ μικροῦλες, σὰν κουλουράκια,
στολισμένες μὲ «κοκόσες» ἀμύγδαλου, μία γιὰ τὰ εἰκονίσματα καὶ μία γιὰ τὰ ζῶα τοῦ σπιτιοῦ.
Πιὸ προσεγμένες ἦταν οἱ μεγάλες, γιατὶ προορίζονταν γιὰ τὶς πεθερές κι ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶναι ἄψογες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὶς κεντοῦσαν μὲ προσοχή βάζοντας μεγάλη
τέχνη. Πῶς γινόταν τὸ κέντημα; Ἀφοῦ χάραζαν στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ζυμαριοῦ μιὰ μεγάλη μεργαρίτα,
ὕστερα παίρνανε δύο
σπιρτόξυλα καὶ ἀνασήκωναν τὸ ζυμάρι, κοιτώντας
νὰ μὴ ξεφύγουν ἀπό τὸ σχέδιο. Γινόταν ἔτσι ἕνα θαυμάσιο ἀνάγλυφο, τὸ ὁποῖο ὅταν στολίζονταν μὲ καρύδια -ἕνα ὁλόκληρο στὴ μέση κι ἄλλα τέσσερα γύρω, συνολικὰ πέντε, καὶ λευκὲς κοκόσες ἀμύγδαλου γύρω ἀπό τὸ κάθε καρύδι- ἦταν ἔνα ἔργο τέχνης. Γιατὶ ἀπαιτοῦσε κόπο,
καπατσοσύνη καὶ ἐπιτειδιότητα.
Οἰ μικρότερες γιὰ τὰ παιδιά, τὸ σπίτι, τὰ ἀνήψια, τὰ βαπτιστήρια
κ.λ.π. δὲν εἶχαν τὸ ἴδιο κέντημα. Ἐκεῖνες τὶς «τσουγκράνιζαν» μὲ τὸ πηρούνι, ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ καθαρὴ κτένα τοῦ χτενίσματος,
συνήθως μικρή.
Αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ προσέξει ὁ φούρναρης ἦταν νὰ μὴν «ἀρπάξουν» οἰ κουλοῦρες, δηλαδὴ ξεροψηθοῦν στὴν ἐπιφάνεια καὶ μείνουν ὠμές ἀπὸ μέσα. Γι᾿ αὐτὸ φρόντιζε νὰ τὶς σκεπάζει μὲ λαδόκολλα καὶ νὰ ἔχει σταθερὴ φωτιά, ὄχι ὑπερβολική, ὥστε τὸ ψήσιμο νὰ γίνει σιγά-σιγά.
Εὐωδίαζε τότε ὁ φοῦρνος κι ἀνέβαινε αὐτὴ ἡ μοσχοβολιὰ ἀπό τὸν καπνοδόχο καὶ χύνονταν στὸ χωριό... «Ἀρή, ψένει στ᾿ κλούρις...» λέγανε
οἱ Κληματιανές κι εὔχονταν «Καλὴ χρουνιά».
Τὸ ἀπομεσήμερο, ὅταν τελείωνε τὸ ψήσιμο τῆς κουλούρας, ἄρχιζε τὸ ψήσιμο τῶν φαγητῶν, λίγων πάντα,
γιατὶ μαγείρευαν στὸ σπίτι οἱ περισσότεροι.
Μέρες εὐωδίαζε ο φοῦρνος ἀπὸ τὸ ψήσιμο τῶν Ἁγιοβασιλιάτικων
γλυκυσμάτων καὶ φαγητῶν... Κι ἀναμιγνύονταν ἡ εὐωδιὰ τῆς ψημένης ζάχαρης ἤ τοῦ ἀμύγδαλου μὲ τὸ ἄρωμα τῶν ἄγριων τῶν ξύλων τοῦ δάσους... Ὅπως καὶ τοῦ ψημένου κρέατος μὲ τὶς παραπάνω εὐωδιές... Μέχρι ποὺ ἦρθε μιὰ μέρα ὅπου ὅλ᾿ αὐτὰ πέρασαν στὴν ἱστορία, ὅπως καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἄν κι εὐχήθηκαν «κι τ᾿ χρόν’», ὁ ἑπόμενος χρόνος τὰ βρῆκε μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά.
Κι ἔρχονται κάτι
τέτοιες μέρες, γιορταστικὲς ἐξᾶπαντος, ἀλλὰ καὶ μέρες μνήμης νὰ ξαναγγίξουν τὴν ψυχή, νὰ τὴν ξαναφέρουν σὲ κεῖνες τὶς ἄχραντες τὶς γιορτινὲς τὶς μέρες...
π. Κ.Ν. Καλλιανός
Παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς 2019