(Π.Β. Πάσχος καὶ Ἀλέξανδρος
Μωραϊτίδης)
Μέρες ποὺ ἔρχονται, ἁγιασμένες μέρες,
φορτωμένες μνῆμες καὶ ἱερὸτητα, στάθηκα καὶ πάλι σὲ εὐλογημένες ἀναγνώσεις, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἀναπαύουν τὴν ψυχή, ἀφοῦ τῆς χαρίζουν γνήσιο ἑόρτιο νόημα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀποδεικνύουν τὶς πνευματικὲς συγγένειες ποὺ ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν συγγραφέων ἐκείνων, τῶν ὁποίων τὰ βιώματα λειτουργοῦν σὲ παράλληλα πεδία.
Γιατί, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, πὼς τὰ βιώματά τους αὐτὰ ἔχουν μιὰ κοινὴ πηγή, μιὰ ἱερὴ μήτρα ποὺ τὰ γεννᾶ. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ νοσταλγία, ἀλλὰ πρωτίστως ἡ ἀφτιασίδωτη καὶ χωρὶς περιττὰ καὶ πρόσθετα στοιχεῖα τιμὴ στὴ Γιορτή. Καὶ δὴ στὴ Γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων,
ποὺ κρύβει μέσα της
νοσταλγία, τρυφερότητα καὶ ἱερὸ δέος.
Ἔτσι ἀναγκαῖα ἀναγνώσματα γιὰ τὶς μέρες αὐτὲς εἶναι τὰ διηγήματα, ποὺ ἔγραψαν οἱ δύο Ἀλέξανδροι τῆς Σκιάθου, ὁ Φ. Κόντογλου καὶ φυσικὰ ὁ Π.Β. Πάσχος μὲ τὰ πανευλαβῆ του ποιήματα. Ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ τό, «Καὶ τόπος ἦν οὐδείς...». Ἀπὸ τὰ πλέον τρυφερὰ ποιήματα, ποὺ εὐωδιάζουν γνήσια Ἑλληνορθόδοξη
λειτουργικὴ παράδοση καὶ ζωή.
«Μά, ἀλίμονο, καὶ τούτη τὴ χρονιά, μονάχα
ἡ φαντασία θὰ μέ φέρει στὰ παλιά.
Τὰ βήματά μου
χάνονται στοὺς ἄδειους
δρόμους τῆς νέας Βαβυλώνας.
Οἱ βιτρίνες
δὲν ἀνασταίνουν τίποτε ἀπ᾿ τὸν παράδεισό μου,
ἀφοῦ δὲν ἔχουν οὔτ᾿ ἕνα χαμόγελο
γιὰ ἕναν ξένο, ποὺ γιορτάζει τόσο
μόνος,
Γραμμένο τὸ ποίημα αὐτὸ ἐδῶ καὶ ἑξήντα χρόνια ἀφήνει νὰ διαφανεῖ ξεκάθαρα ὅτι τὸ μέγα ζητούμενο στὴ Γιορτὴ δὲν εἶναι ὁ ἐξωτερικός, ἐντυπωσιακὸς διάκοσμος, ὁ ὁποῖος, τάχα,
νομίζουμε ὅτι στολίζει. Στολίζει
ἀνθρώπους καὶ πράγματα. Ὅλ᾿ αὐτά ὅμως, γιὰ ὅσους ἔχουν βιώσει ἀπόλυτα τὴ Γιορτὴ ὡς μιὰ ἀνακαίνιση καὶ συνάμα ὡς ἕνα γνήσιο μήνυμα
θεϊκῆς ὑποσχέσεως ὅτι δηλαδή «Σήμερον
Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκεν» εἶναι ἐντελῶς ξένα πρὸς τὸ Μέγα καὶ Παράδοξο Μυστήριο
τῆς Γιορτῆς αὐτῆς. Γιατὶ γνωρίζουμε πολὺ καλά, ὅτι δὲν σὲ ξεγελᾶ ἡ Ἐκκλησία τέτοιες ὧρες, ὧρες ὄντως κρίσιμες καὶ ὀριακές, ἀλλὰ σοῦ χαρίζει κι ἕνα ἄλλο μέγιστο προνόμιο:
Νὰ σκεφτεῖς ὅτι, «Μάγους κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα
καὶ θρόνοι, ἀλλ᾿ ἐσχάτη πτωχεία». Αὐτὴ ἡ πτωχεία, λοιπόν,
ποὺ τὴ ζεῖς σιμὰ σὲ ἁπλούς,
βασανισμένους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὴ βιώνουν μυστικὰ μὲ πίστη ἀκλόνητη καὶ νηστεμένη ὕπαρξη, εἶναι τὸ μέγα ἐφαλτήριο νὰ σιμώσεις μὲ κατάνυξη καὶ ἄδολη συνείδηση τὸ Μέγα Μυστήριο καὶ τελικὰ νὰ πληροφορηθεῖς «ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Κάτι ποὺ δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ σὲ πληροφορήσουν οἱ φωτισμένοι
δρόμοι, οἱ καλλιτεχνικὰ στολισμένες βιτρίνες,
ἡ ἄψογη φωταγωγία. Ἀντίθετα, αὐτοὶ περιμένουν νὰ τοὺς πληροφορήσεις ἐσὺ γιὰ ποιὸν λόγο ὑπάρχουν αὐτοὶ οἱ καταρράκτες τοῦ φωτός, πρὸς τί οἱ στολισμοὶ καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα... Γιατὶ ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε κάτι
περιμένουν κι αὐτοὶ πέρα ἀπὸ τὸ διάκοσμο ποὺ προβάλλουν. Περιμένουν,
ἀσφαλῶς, ἕνα ἄλλο φῶς, τὸ ὁποῖο θὰ καταυγάσει τὰ σκοτάδια τῆς ταλαιπωρημένης ὕπαρξής τους καὶ τελικὰ θὰ κατορθώσουν νὰ σιμώσουν τὸ ἀληθινὸ τὸ φῶς, τὸ «φῶς τὸ τῆς γνώσεως». Τὸ Χριστό, δηλαδή, (πρβλ.
Ἰω. 8, 12) γιατὶ χωρὶς Αὐτὸν δὲ νοοῦνται Χριστούγεννα.
Τὸ λέει, ἄλλωστε κι ἡ ἴδια ἡ λέξη: Χριστοῦ Γέννα.
Τὸ ποίημα τοῦ Π. Β Πάσχου,
λοιπόν σ᾿ αὐτὸ τὸ γνήσια ἑόρτιο κλίμα
προσπαθεῖ νὰ μᾶς εἰσαγάγει, μὲ ἀληθινὴ φιλία καὶ φιλάνθρωπη
προτροπή. Ἔτσι ὥστε νὰ κατορθώσουμε νὰ ξαναβροῦμε τὸ παλιὸ τὸ μονοπάτι, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἱερὸ τὸ Σπήλαιο, ὅπου θὰ νοιώσουμε τὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν ποιμένων, τοῦ σκεφτικοῦ Ἰωσήφ, τῆς συγκινημένης
Παναγίας μας, ἀφοῦ ὅλα ὅσα ὑποσχέθηκε ἔγιναν κατὰ τὸ ρήμα τοῦ Κυρίου (βλ. Λκ. 1,
28) καὶ τοῦ θείου Βρέφους ποὺ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ὥρες ἔνοιωσε τὴν ἐγκατάλειψη τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ Ἐκεῖνος δὲν ἔπραξε τὰ ἴδια. Ἀντίθετα μάλιστα. Αὐτὸ ζοῦμε, οἱ ὅσοι πιστοί,
λοιπόν, τὰ Χριστούγεννα. Τῶν πατέρων μας τὰ ἱερὰ Χριστούγεννα.
Μιὰ ἄλλη τώρα παράλληλη
ἐμβίωση τοῦ Μεγάλου Μυστηρίου
μὲ αὐτὴ τοῦ Π.Β.Π. εἶναι κι αὐτὴ ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἀθάνατη γραφίδα τοῦ ἑτέρου τῶν Ἀλέξανδρων τῆς Σκιάθου, τοῦ Μωραϊτίδη.
Γραμμένο ἐδῶ καὶ ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια τὸ τόσο θαυμάσιο
διήγημά του «Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου»[2],
συμπληρώνει τὰ ὅσα γράφτηκαν παραπάνω. Γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ καημὸς διαπιστώνεται κι
εδῶ: ἡ ἀπουσία δηλαδή, τοῦ γνήσιου, τοῦ ἁπλοῦ καὶ συντονισμένου ἀπόλυτα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση,
περιβάλλοντος. Κι αὐτὸ εἶναι ὁ χῶρος ὁ μοναδικὸς τῆς γενέθλιας γῆς. «Νεκρωθείς, θὰ μᾶς πεῖ ὁ Μ., ἀπὸ τῆς συγχρόνου γενεᾶς, ἀνέζησα εἰς ἄλλους παλαιοὺς χρόνους, χρόνους
ποθεινούς, χρόνους γλυκεῖς, ἀλησμονήτους χρόνους, τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τοὺς χρυσοῦς καιρούς».
Καὶ θὰ ἐξηγήσει στὴ συνέχεια αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ, ἀλλὰ καὶ θὰ καταλήξει νὰ ὁμολογήσει:
-«Μοῦ ἐφάνη πὼς δὲν ἔκαμα Χριστούγεννα ἐκεῖνο τὸ ἔτος». Γιατὶ τὸ ἑορταστικὸ κλίμα μέσα στὴν Ἀθήνα ἦταν ἐντελῶς ξένο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ζοῦσε στὸ νησί του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ξαναγυρίζει ἐκεῖ, μὲ ὁδηγούς του τὴ μνήμη καὶ τὴ νοσταλγία. Ὄπως μισὸ αἰῶνα ἀργότερα ὁ Π.Β.Π. ὁ πιστός του μαθητὴς καὶ ἀπὸ τοὺς μοναδικοὺς λογίους ποὺ τὸν τίμησαν καὶ τιμοῦν. Γιατὶ αὐτὲς οἱ συγγένειες εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ τὶς εὐλογεῖ ὁ Θεός, ἀφοῦ εἶναι συγγένειες
Γέροντα καὶ πνευματικοῦ παιδιοῦ. Καὶ μήπως ὁ Μωραϊτίδης δὲ στάθηκε γιὰ τὸν Π.Β.Π. ἰκανὸς πνευματικὸς ὁδηγός, ἀλλὰ κι ὁ Π.Β.Π. ὑποδειγματικὸ τέκνο ὑπακοῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ λογογραφική του
συνέχεια;
No comments:
Post a Comment