…τὰ ἀμαρτήματα τῶν ἐνθάδε
μνημονευθέντων δούλων Σου...
Στὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μάνης
κ. Χρυσόστομον, ταπεινὴ υἱκὴ ὀφειλή
«Καὶ ἀποσπογγίζει [ὁ ἱερεὺς ἤ ὁ διάκονος] καλῶς τὸ ἅγιον Δισκάριον ἔνδον τοῦ ἁγίου Ποτηρίου,
λέγων·
Ἀπόπλυνον, Κύριε, τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ Αἵματί
σου τῷ ἁγίῳ· πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν»
Μία ἀπὸ τὶς μεγάλες εὐεργεσίες ποὺ χάρισε ὁ Θεὸς στὸν κάθε ἱερέα εἶναι καὶ ἐκείνη τῆς κορυφαίας στιγμῆς τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅταν γίνεται ἡ λεγομένη συστολὴ τῶν Ἁγίων. Δηλαδή, κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται τὸ Κοινωνικό καὶ ἀφοῦ κοινωνήσει ὁ ἱερέας ἤ οἱ συλλειτουργοῦντες ἱερεῖς, τότε ρίπτονται
μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο, τὰ ὑπολείμματα τοῦ Ἀμνοῦ, ἡ μερίδα τῆς Παναγίας, ἡ μερίδα τῶν Ταγμάτων καί,
τέλος, οἱ μερίδες ὅλων τῶν μνημονευθέντων,
ζώντων καὶ κεκοιμημένων.
Μάλιστα, κατὰ τὴν ἱερὴ ἐκείνη στιγμή, ὁ ἱερεύς λέγει τὸ προαναφερθέν: «Ἀπόπλυνον,
Κύριε, τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ Αἵματί
σου τῷ ἁγίῳ· πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν».
Ἀλήθεια, ὅλοι ἐμεῖς οἱ λειτουργοί, ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὸ πόσο ἱερή, ἀλλὰ καὶ συνάμα πόσο διδακτικὴ εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ σεπτὴ διαδικασία; Μὲ λίγα λόγια, ἔχουμε καταννοήσει τὸ τί πράττουμε καὶ ποιὸς εἶναι ὁ οὐσιαστικός συμβολισμὸς ὅλων αὐτῶν ποὺ γίνονται;
Ἀρχικὰ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε, πὼς ἡ ὅλη αὐτὴ διαδικασία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὄντως συγκινητικὴ κι εὐλογημένη ὥρα τῆς θείας Προσκομιδῆς ἤ τῆς ἱερᾶς Προθέσεως. Τότε, λοιπόν, ποὺ τεμαχίζεται ὁ Ἄρτος καὶ ξεχωρίζονται, τὸσον ὁ Ἀμνός, ὅσο ἡ μερίδα τῆς Παναγίας καὶ τῶν θείων
Ταγμάτων πάντων τῶν Ἁγίων. Τότε, λοιπόν, ἀρχίζει κι ἡ μνημόνευσις τῶν ὀνομάτων: Πρῶτα τὼν ζώντων. Ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, δηλαδή, καὶ πνευματικὸ Πατέρα τῆς ἱερᾶς Ἐπαρχίας στὴν ὁποία ἀνήκει καὶ ἡ ἐνορία αὐτή -ἐξ ὀνόματος τοῦ ὁποίου ὁ ταχθεὶς λειτουργὸς ἱερεὺς προσφέρει τὰ Τίμια Δῶρα- μέχρι καὶ τὸν ἔσχατο εὐσεβὴ λαϊκό. Στὴ συνέχεια κι ἀφοῦ περατωθεῖ ἡ μνημόνευσις τῶν ζώντων, τῶν ὁποίων οἱ μερίδες, δηλαδή, τὰ μικρὰ ψιχία τὰ ὀποία ἐξάγονται ἀπὸ τὸ «κατακλαστὸν»[1] καὶ τίθενται στὸ ἰερό Δισκαριο, κάτω ἀπὸ τὴ μερίδα τῆς Παναγίας, ἀρχίζει ἡ μνημόνευσις τῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, τὼν ὁποίων οἱ μερίδες, τὰ ψιχία, δηλαδή, τίθενται κάτω ἀπὸ τὴ μερίδα τῶν θείων Ταγμάτων.
Ἀνάφερα προηγουμένως, ὅτι εἶναι ὄντως συγκινητικὴ αὐτὴ ἡ περιούσια καὶ μοναχικὴ ὥρα τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων. Γιατὶ ἐκεῖ δίδεται τὸ δικαίωμα στὸν λειτουργὸ νὰ μνημονεύσει, ὄχι μόνο τὰ ὀνόματα ποὺ εἶναι γραμμένα στὰ χαρτιὰ ποὺ τοῦ παρδίδονται γιὰ μνημόνευση, ἀλλὰ καὶ τὰ ὀνόματα συνανθρώπων του, οι ὁποῖοι μήτε ποὺ τὸ φανταζονται ὅτι μετέχουν κι αὐτοὶ τῆς Εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Μέγα τὸ προνόμιο, ὄντως ποὺ παραδίδεται στὰ χέρια καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ λειτουργοῦ ἱερέως. Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐθύνη του εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλη... Ναί, ἡ εὐθύνη του, ποὺ ἐντοπίζεται στὸ ἑξῆς μέγα ζητούμενο: Στὸ νὰ θυμᾶται ὁ ἱερέας... Νὰ θυμᾶται μὲ δέος καὶ ἱερὸ χρέος, ὅτι πρέπει νὰ ἔχει ζωντανὴ μνήμη καὶ νὰ μὴ λησμονεῖ πρὀσωπα ἐμπερίστατα, «ἀποσυνάγωγα», μὲ τὸ τραγικὸ τὸ σημάδι τὴς ἀμφιβολίας καὶ τὴς ἀπιστίας στὴν ψυχή τους. Γιατὶ κι
αὐτὰ τὰ πρόσωπα χρήζουν συνδρομῆς πνευματικῆς καὶ ἐσωτερικῆς ἐνισχύσεως, ὥστε ν’ ἀπεγκλωβιστοῦν ἀπὸ τὶς ἐρεβώδεις ἀντιλήψεις καὶ συμπεριφορές τους. Νὰ θυμᾶται ἐπίσης τοὺς ἀνήμπορους γέροντες, τοὺς «ἐν ἀσθενείᾳ κατακοιμένους», σὲ κρεβάτια ἀδυσώπητης ἀγωνίας καὶ πόνου. Κι ὅλοι αὐτοὶ σὲ μορφὴ ταπεινοῦ ψιχίου νὰ κυκλώνουν τὸν Ἀμνό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους αἰτούμενοι... Ναί, αἰτούμενοι ἐκεῖνο τὸ «Διάσωσον». Ὅπως τὸ προβάλλουμε ὅλοι μας συμπληρώνοντας, μάλιστα, καὶ τὴν ἄλλη λέξη: προστασία. Ἐπειδὴ ὅταν σωθεῖ κάποιος χρειάζεται ἀναμφίβολα κι ἡ προστασία.
Νά, λοιπόν, τί ἔχει ἐμπρός του ὁ λειτουργὸς ἱερεύς. Ἔχει ὅλη τὴν Ἐκκλησία σὲ σμικρογραφία. Κι Αὐτὴν ἀναφέρει στὸν Τριαδικὸ Θεό, ὅταν λέει ἐκείνο τὸ μεγαλειῶδες: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν, σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα». Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία εἶναι κι ὁ ἴδιος παρών, μέλος καὶ ἀδιάσπαστο κομμάτι τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν τὴν περιώνυμο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς ἡμέρα ποὺ Πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, ψάλλουμε, «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν τὸ Παναγιον Πνεῦμα» (βλ. κοντάκιον ἑορτῆς), ἕνα πράγμα τονίζουμε καὶ διακηρύσσουμε: Τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστού, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε «μέλη ἐκ μέρους» (Α’ Κορ. 21, 27).
Ἔτσι, ὅταν φτάσει ἐκείνη ἡ ἱερὴ στιγμὴ τῆς συστολῆς ὅλη αὐτὴ ἡ ἑνότητα διαφαίνεται, γιατὶ ὅλα βαπτίζονται στὸ Τίμιο Αἱμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὸν ἀποστολικὸ λόγο: «Προσέχετε
οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾦ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἥν περιποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πρξ, 20, 28).
Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴ δονηθεῖ ἐσωτερικὰ καὶ νὰ μὴ δοξάσει τὸ Θεὸ ὁ κάθε λειτουργός, ὅταν ζεῖ αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα καὶ τὸ βιώνει μὲ ἱερὸ δέος καὶ μὲ τὴν παρουσία «πάντων τῶν ἁγίων»;
(Κείμενο γιὰ εὑρύτερη ἀνάπτυξη. Ἐδῶ παρουσιάζονται οἱ πρῶτες σκέψεις).
π. Κ.Ν. Καλλιανός
[1] Κατακλαστόν:
Τό τεμάχιο τοῦ προσφόρου τῆς Προσκομιδῆς, ἀπό τό ὁποῖο ὁ Λειτουργός ἐξάγει τίς
μερίδες ζώντων καί τεθνεώτων. Παλαιότερα Κατακλαστόν ὀνομαζόταν τό ἀντίδωρο,
λόγω ἐτυμολογίας· κατακλάω = τσακίζω, κόβω σέ μικρά τεμάχια. Σήμερα Κατακλαστόν
λέγεται καί τό τεμάχιο τοῦ προσφόρου, τό ὁποῖο ἐμποτίζεται στό νάμα καί τό τρώγουν μετά τή θεία Μετάληψη οἱ Κληρικοί ἐντός τοῦ Ἱεροῦ (παλαιότερα ἐδίδετο
καί στούς λαϊκούς).
π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου, Λατρευτικό Ἐγχειρίδιο. Στοιχεῖα ἀγωγῆς γιά τήν τάξη καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδόσεις Συναξάρι, Θεσσαλονίκη 1998.
No comments:
Post a Comment