Ἀλήθεια, πόσοι λησμονήσαμε -μέρες ποὺ εἶναι- νὰ «κάμουμε» τὸ ροδόσταμο;
Μέρες πασχαλιᾶς μὲ ποικίλες εὐωδιὲς ἀπὸ ἀρώματα τῆς Ἄνοιξης μυρωμένες. Τῆς Ἄνοιξης, ποὺ ἤδη ἀνέτειλε, καὶ μὲ τὸ Πάσχα κορυφώθηκε πιά. Ἀφοῦ, τώρα πιά: «ἔαρ μυρίζει (=ἐωδιάζει) καὶ καινὴ φύσις χορεύει (=καὶ ἡ νέα φύσις γιορτάζει)». Καὶ πράγματι, μέσα στὴ θεία ἄνοιξη ὅλα γιορτάζουν καὶ ἀποπνέουν ποικίλες εὐωδιές, ὥστε νὰ ἀναπαύεται ἡ ψυχή, νὰ χαίρεται καὶ ν’ ἀπορρίπτει κάθε συννεφιὰ καὶ ἀνησυχία.
Ἴσως γιὰ κάποιους τὰ παραπάνω, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα γραφοῦν στὴ συνέχεια, νὰ θεωρηθοῦν ὡς παρωχημένα πιὰ σχήματα καὶ δρώμενα μιᾶς ἂλλης ἐποχῆς. Μιᾶς ἐποχῆς ποὺ δὲν ἐπιστρέφει μέν, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ διδάσκει -και μάλιστα,
πολὺ σοβαρά- κάποιες ἀξίες, ποὺ σήμερα τείνουν νὰ λησμονηθοῦν ἤ, γιὰ νὰ πῶ τὰ πράγματα με τ’ ὄνομά τους, νὰ ἐξαφανιστοῦν. Ὅμως αὐτὸς ποὺ σημιεώνει ὅλ’ αὐτά, θὰ συνεχίζει νὰ θυμᾶται καὶ συνάμα νὰ θυμίζει παλιοὺς τρόπους παραδοσιακοῦ βίου, γιατὶ ὅπως ἔχει παγκοίνως διατρανωθεῖ, αὐτὰ εἶναι τὰ ὑγιῆ θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ μας. Γιὰ τὸν ὁποῖο πολιτισμὸ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε περήφανοι καὶ νὰ τὸν ἀγναντεύουμε μὲ σεβασμὸ καὶ τὴ δέουσα τιμή.
Κι αὐτὴ τὴ φορά λοιπόν, θὰ προσπαθήσω νὰ θυμίσω -ἴσως εἰς μάτην, ἀλλὰ δὲν πειράζει- στοὺς παλιότερους, ἀλλὰ καὶ στοὺς νέοτερους ἀκόμη ἕνα προνόμιο ποὺ εἶχαν τότε, στὰ παλιότερα χρόνια, στὰ χρόνια ὅπου κατοικούσαμε ἀκόμα στὸ παλιὸ χωριό κι ὅπου τὰ σπίτια, τέτοιες μέρες, εὐωδίαζαν μαγιάτικο τριαντάφυλλο, ὅπως ὁ Ἐπιτάφιος κι ἡ ἐκκλησιὰ τὴ Μ. Παρασκευή, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Κι ἦταν ἡ θεία ἐκείνη εὐωδιὰ ἀπὸ τὸ «ροδόσταμο», ἀπὸ τὸ εὐωδιαστὸ καταστάλαγμα τῶν φύλλων τοῦ μαγιάτικου τριαντάφυλλου,
ποὺ τὸ ἐπεξεργάζονταν οἱ παλιότεροι μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.
Ἀρχικὰ συγκέντρωναν μεγάλο ἀριθμὸ ἀπὸ ἀνοιχτὰ τριαντάφυλλα κι ὕστερα μαδοῦσαν τὰ φύλλα τους, τὰ «μπελόνιαζαν» ἕνα ἕνα καὶ μετά αὐτὸ τὸ στεφάνι ἀπὸ φύλλα, τὸ βάζανε μέσα σὲ «τζάρες» γυάλινες, τὶς ὁποῖες τοποθετοῦσαν, καλὰ κλεισμένες, στὸν ἥλιο. Μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἄρχισε νὰ «ἱδρώνει» ἡ «τζάρα» καὶ τὰ φύλλα, ἀπὸ ρόζ ποὺ ἦταν γίνονταν σταχτιά.
Τότε, λοιπόν, ἀνοίγανε τὶς «τζάρες», ἄδειαζαν τὸ λιγοστὸ περιεχόμενο τοῦ εὐωδιαστοῦ ροδόσταμου σὲ μπουκάλι πολὺ καλὰ σφραγισμένο καὶ ἐπαναλάμβαν πάλι τὸ ἴδιο, μέχρι νὰ πάψουν οἱ τριανταφυλλιὲς νὰ ἀνθίζουν.
Ὅμως τὰ «μπελονιασμένα» φύλλα δὲν τὰ πετοῦσαν, ἀλλὰ τὰ κρεμοῦσαν πίσω ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους, γιατὶ εὠδίαζαν ἀκόμα καὶ γέμιζαν τὸ σπίτι ἀπὸ μιὰν ἁπαλὴ καὶ γλυκειά μοσχοβολιά. Τὰ μουκαλάκια μὲ τὸν ροδόσταμο τὰ χρησιμοποιοῦσαν ὅταν ἔφτιαχναν χαμαλιά, ρυζόγαλο
κ.ἀ. Ὅπως ἀπαραίτητο ἦταν τὸ κάθε σπίτι νὰ δώσει καὶ λίγο ἀπὸ τὸ παρασκεύασμα αὐτό καὶ στὴν ἐκκλησιά, γιὰ νὰ ραντίζουν τὸν κόσμο τὶς γιορτάδες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ραίνει ὁ παπᾶς τὸν Ἐπιτάφιο. Μάλιστα, γιὰ νὰ μην χαλάει, κόβει καὶ χάνει τὴν εὐωδιά του ὁ ροδόσταμος, βάζαμε μέσα
στὸ μπουκάλι καὶ λίγα σκάγια ἤ λίγο καθαρὸ μελισσοκέρι…
Ἀλήθεια, πόσοι τα θυμοῦνται αὐτά;
Μπελονιάζω=περνῶ μὲ κλωστή
Τζά=γυάλινο ἀγγεῖο, μέσα στὸ ὁποῖο βάζανε γλυκό, μέλι,
πετιμέζι κ.λ.π.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment