Thursday, 21 August 2025

Οι γλαδιόλες

 
Δυό τρεις μέρες μετά το Δεκαπενταύγουστο, μεσημεράκι και λιακάδα. Ένα μικρό φορτηγάκι με προσπέρασε για να σταθεί μπροστά στο λουλουδάδικο. Δεν είναι ο δρόμος που συνηθίζω, κατά τύχη πήγα προς τα εκεί. Μια κοπελιά κατέβηκε φουριόζα, και άνοιξε διάπλατα την συρόμενη πόρτα. Τζινάκι, αθλητικά παπούτσια και ξανθά μαλλιά  ξεπροβάλλουν κάτω από το κόκκινο κασκετάκι στυλ μπέϊζμπολ, σαν αυτά που κυκλοφορούν πρόσφατα. Τίποτα ασυνήθιστο, μάλλον πολύ συνηθισμένο στις μέρες μας, άντρες - γυναίκες, ίδιο καλούπι, ίδιο σουλούπι. Είναι και τα γυμναστήρια που δημιουργούν ποντίκια.  Τι να γίνει;  Στα γρήγορα η κοπελιά, άρχισε να ξεφορτώνει χαρτόκουτα, γεμάτα γλαδιόλες, το ένα πάνω στο άλλο,  και να τα πηγαίνει, μέσα στο μαγαζί, μπαινοβγαίνοντας σούρτα-φέρτα με βιασύνη.  
 

Δεν είχα σκοπό να αγοράσω λουλούδια. Της Παναγίας είχε περάσει, αλλά το θέαμα των λυγερών αυτών λουλουδιών, μ'  έκανε να αλλάξω γνώμη. Μπήκα στο μαγαζί με άδεια χέρια και βγήκα κρατώντας μιαν ανθοδέσμη με γλαδιόλες που με παρέσερνε σε παλιά μονοπάτια, σε γνώριμους τόπους και ανθρώπους για να ζωντανέψουν εικόνες που είναι αποθηκευμένες  στην ιστοσελίδα της θύμησης. Δεν χρειάστηκε να σκαλίσω, βρέθηκα να παρακολουθώ μια παράσταση στο, σοκάκι του Άη Γιάννη με σκηνικό τους κλαρωτούς μπερντέδες από τσίτι, με τα καλύμματα ασορτί στον καναπέ, το ίδιο και στις πολυθρόνες, εργόχειρα της θηλυκής τριανδρίας, μαμάς-θείας- γιαγιάς. Θα βοήθησα και εγώ με κανένα τρύπωμα, δεν θα έμενα εκτός νυμφώνος, στο σπίτι μας πάντα κάτι ράβαμε,  έπιανε το χέρι μας και κλωστές, καρφίτσες, βελόνια και βελονάκια ήταν διάσπαρτα παντού.    
 
Παρ’ όλο το περπάτημα και τη ζέστη, έτσι φουριάτη έμπαινε στο σπίτι μας με μια αγκαλιά λευκές ανθισμένες γλαδιόλες. «Αχ! ζέστη, να βγάλω και αυτό από πάνω μου έσκασα... Η εορτάζουσα; Που είναι η εορτάζουσα;» Το «αυτό» ήταν το καλοραμένο μεταξωτό εμπριμέ φόρεμα που είχε ραφτεί ακριβώς για αυτή την μέρα και η εορτάζουσα ήμουν εγώ. Και αυτή που έμπαινε φουριάτη και φουριόζα, ήταν η αδελφή της μαμάς μου. Ήταν η Γιορτή της Παναγίας, ανήμερα. 
 
«Άντε εορτάζουσα, βάλε τα λουλούδια σε κανένα βάζο, τόσο δρόμο τα έφερα, είναι και βαριά, ασήκωτα, το μεσημέρι τα έκοψε ο μπαξεβάνης, ψήσε και κανέναν καφέ...». Όλα αυτά με μια ανάσα, ώσπου να βγει το φόρεμα και να κρεμαστεί μπροστά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, για να το ξαναφορέσει με το κουδούνισμα το πρώτου μουσαφίρη.
 
Όντως ήταν  «τόσος ο δρόμος», από το Γερμανικό, την θερινή κατοικία της Γερμανικής Πρεσβείας με τα παραμυθένια σπίτια, που σε ένα από αυτά έμενε η θεία μου, λόγω εργασίας του συζύγου της, μέχρι το δρομάκι του Άη Γιάννη, στο Μποστάν σοκάκι, αντίκρυ από το μποστάνι του Γιακούπ Ουστά. Τώρα γιατί τον φωνάζαμε Ουστά; Μπαξεβάνης ήταν ο άνθρωπος, λάχανα καλλιεργούσε, αγελάδες έτρεφε, γάλα πουλούσε -που μερικές φορές, το αγοράζαμε μεν, δεν το πίναμε δε, η μυρωδιά από τα λάχανα, βλέπετε...-
 
Λέγαμε για το θερινό κατάλυμα της Γερμανικής Πρεσβείας, Alman Sefareti,  από την Άγκυρα. Και τι δεν είχε αυτή η θερινή κατοικία; Πάρκο, δέντρα, κυπαρίσσια, νερά και βρύσες, μπαξέδες και σέρρες (θερμοκήπια), περιβόλια, έλατα, κουκουναριές και συκιές. Είχε μια συκιά που οι ρίζες της έφθαναν στη θάλασσα με τα μεγάλα  σύκα, λόπικα, καβάκια ή σουλτανσελίμια, όπως και να τα λέγανε, η νοστιμιά τους δεν περιγράφεται. Επί πλέον είχε και ένα ξύλινο σπιτάκι πάνω σε πασσάλους στη άκρη της θάλασσας απέναντι, για να κάνουν τα μακροβούτια τους οι υπάλληλοι, αυτοί από μέσα, και εμείς απ'έξω.
 
Από αυτόν τον κήπο/πάρκο ήταν τα φρεσκο-κομμένα και διαλεγμένα ένα-ένα από τα χέρια του bahçevan basι (αρχηκηπουρού) για την genç (νεαρή) matmazel. Με αγκαλιές και φιλιά και ατέλειωτα Χρόνια Πολλά, αν και τα είχαμε πει το πρωί, φυσικά, στην Εκκλησία, αλλά, άλλο η Εκκλησία και άλλο η επίσκεψη από τις κοκέτες θείες, με τα γοβάκια τους και τα εμπριμέ καλοκαιρινά φουστάνια τους και μια φουρνιά από εξαδέλφια και τα τραταρίσματα, περνούσε η ώρα. Οι θείοι θα έφταναν αργότερα, μετά την δουλειά τους,  για βραδινό φαγητό. 
 
Από τα  χαράματα η θάλασσα διάλεγε να έχει τις ομορφιές της, ας πούμε πως τιμούσε την γιορτή αστράφτοντας κάτω από τον ήλιο και σαν και εμάς φορούσε τα γιορτινά της. Ήταν μια από τις μέρες που μόνο την κοιτάζαμε και όσο και να μας προσκαλούσε, τέτοια μέρα δεν είχε κολύμπι για την οικογένεια μας, «και αύριο μέρα είναι...» και ποιός θα έφερνε αντίρρηση; Ήταν ένας άγραφος νόμος που τον τηρούσαμε από παράδοση, σαν το, «πίστευε και μη ερεύνα» (και όχι το «μελετάτε τας γραφάς»). Δεν μας πείραζε και τόσο, δεν βαριέσαι, μιά μέρα ήταν, θα περνούσε. Είχαμε και άλλα παρόμοια που τηρούσαμε. Την Τετάρτη και την Παρασκευή να μη κόβουμε τα νύχια μας, την Κυριακή να μην λούζουμε τα μαλλιά μας, να μην πλένουμε ρούχα και κάτι τέτοια. Βέβαια το πλύσιμο των πιάτων ήταν επιτρεπτό. Άσε που η μαμά μου προσπαθούσε να νουθετήσει και την γειτόνισσα. «Niçin Angelikicigim?»* ρωτούσε η γειτόνισσα, «Pazardιr, çamasιr olmaz»** απαντούσε η μαμά μου και άλλα πολλά.
 
Ο θείος Θανάσης με τον μπαμπά μου έριχναν κάποιες κουβέντες μεταξύ τους για να μισο-πειράζουν τις συζύγους τους και την γιαγιά μου, που έκανε πως δεν άκουγε διαβάζοντας την Απογευματινή, αλλά μισο-μουρμούριζε μισο-ψυθιριστά (όλα μισά) αλλά που μισακουγόταν από όσους περίμεναν να ακούσουν, «έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα πάμε».
 
Με την αποθήκευση παρέα και περπατώντας, δεν οδηγώ βλέπετε, έφερα τις γλαδιόλες, οι οποίες είχαν αρκετό βάρος, στο σπίτι, έκανα ακριβώς αυτό που έλεγε χρόνια πριν η αγαπημένη μου θεία. Τις έβαλα  σε ένα γιαλένιο ανθοδοχείο και έψησα καφέ. Μακριά από τον δρόμο που μας πήγαινε στο Ροσινιόλ των Θεραπειών, που στρίβοντας αριστερά έμπαινες στον χωματόδρομο που ήταν το  μποστάνι και το σπιτικό μας. Μακριά και τις κλαρωτές από τσίτι κουρτίνες και τα ασορτί καλύμματα, με το φλυτζανάκι στο χέρι, βάλθηκα να κοιτάζω τις γλαδιόλες στο βάζο.
 
Νίκη Beales
Μετά το Δεκαπενταύγουστο 2025
Μπάκινγκχαμ, Αγγλία  
 
 * Γιατί Αγγελική μου;
** Είναι Κυριακή, δεν γίνεται μπουγάδα

No comments: