skip to main |
skip to sidebar
Ωραία που είναι η Κυριακή
Νάτα μας,
πάλι θα φύγετε! Και ποιός θα μένει στην Εκκλησία αν όλοι ξεπορτίζουν;
Μόνος του θα κάνει ο Πάτερ Αχιλλέας την Λειτουργία;
Αυτά
και άλλα πολλά έλεγε η γιαγιά μου όταν έβλεπε τις προετοιμασίες μας το
Σαββατόβραδο για να εκδράμουμε την άλλη μέρα νωρίς για κάποια
αμμουδιά που η παραλία των Θεραπειών δεν είχε. Mισοκοίταζε και τον μπαμπά
μου, μήπως τον βρει σύμμαχο, αλλά ο πάτερ φαμίλιας δεν είχε καμία όρεξη για
συμμαχίες με την πεθερά του, άλλωστε αυτά που πρόσφερε η δική μας
ακρογιαλιά τις Κυριακές δεν ήταν της αρεσκείας του.
Όσο
για το ξεπόρτισμα, δεν ήταν κάτι που το κάναμε συχνά, μιά δυό φορές τον
χρόνο, άντε και μια δυό φορές ακόμα και αυτό με τύψεις και μεταμέλειες...
Το
Γερμανικό, που εκεί κάναμε τα μπάνια μας μεσοβδόμαδα, δεν ήταν για μας την
Κυριακή, πλημμύριζε από μίνιμπους και ταξιά και
καπττί - κατστί, ακόμα και γκιοτς αραμπάδες, με όχλο αλλιώτικο,
γυναικόπαιδα τουρλού-τουρλού, με τα μακροβούτια τους, που έμπαιναν στην
δική μας θάλασσα με τις παρδαλές, σουρωτές με λάστιχο στην μέση φούστες
τους, από μπασμάδες του Yerli Mallar, στο Τουνέλι. Φούστες
που φούσκωναν σαν αερόστατα που αντί να βρίσκονται στον αέρα βρίσκονταν
στην θάλασσα μας. Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα και όπου
φύγει-φύγει εμείς. Ήταν και εκείνο το τραγούδι, <φούστα
κλαρωτήηηη...> και έτσι το βάζαμε στα πόδια. Ποιά πόδια; Στο αυτοκίνητο
μπαίναμε.
Παρά
τις αντιρρήσεις και τις διαμαρτυρίες της γιαγιάς που με το ένα χέρι στην
τσέπη και το άλλο δεν ήξερε τι να το κάνει, προσπαθούσε να μας νουθετήσει,
κουκουλώναμε τα κρεβάτια μας όπως-όπως. Δεν θα βγάζαμε τα
κλινοσκεπάσματα μας στον τελάλη Κυριακάτικα. Αφήναμε τα
αερίσματα για τις καθημερινές, και έξω από την πόρτα. Ο νοικοκύρης του
σπιτιού ήταν ήδη στο αυτοκίνητο και περίμενε μάνα και κόρη να εμφανιστούν.
Καμιά φορά ήταν και η θεία μου με τον θείο Θανάση, τον σύζυγό της μαζί
μας, όχι συχνά, αυτοί, κατά τα λεγόμενα της γιαγιάς κυρά-Βαγγελιώς, ήταν πιό
γνωστικοί.
Μια
από τις αποδράσεις ήταν η κοντινή Κίλα, ας πούμε κοντινή, έξω από το
Σαρίγερι με την απέραντη αμμουδιά. Εκεί βρισκόταν και ένα παλιό Βυζαντινό
κάστρο που αργότερα έγινε Γενοβέζικο αν δεν απατώμαι και μετά Οθωμανικό.
Δεν το είδα, δεν το ήξερα, κανείς δεν μ’ είπε τίποτα, άλλωστε για
μπάνιο πηγαίναμε και για τσουρούφλισμα, όχι για τουρισμό ούτε για επιμόρφωση.
Κάπου διάβασα πως η ονομασία του τόπου προέρχεται από μια αρχαία Ελληνική
λέξη που όσο και να έψαξα δεν βρήκα τίποτα.
Υπήρχε
και το Αλτιν Κουμ, εκεί που η άμμος μόνο χρυσή δεν ήταν, όταν ήμουν πολύ μικρή
έπαιρνα και το ροζ κεπτσεδάκι -μικρό δίχτυ- μου μαζί για να
ψαρεύω, παρέα με τον εξάδελφό μου Χαρίλαο κάτι μικρές γκρίζες
ασθενικές γαρίδες. Ανταμώναμε εκεί μερικές φορές, την θεία Ιωάννα και τον θείο
Λευτέρη με το μικρό τους κοριτσάκι, την Ιρισούλα που τότε αγαπούσε τα
σφιχτοβρασμένα αυγά. Την θυμούμαι που μιά φορά προσπαθούσε να σπάσει το
κέλυφος <<σπάσε αβάκι...>> και αυτό, το αυγάκι, δεν
έσπανε...
Κι
αυτή η αμμουδιά ήταν σχετικά κοντά στο Σαρίγερι και στο Γενί Μαχαλέ. Οι
δυό αυτές κατευθύνσεις ήταν βολικές, θα σταματούσαμε και στον Αη Γιάννη
για ένα κεράκι τουλάχιστον, άντε και να παίρναμε και αντίδωρο, έτσι για να
φύγουν μερικές από τις τύψεις και να το δει και η γιαγιά, μήπως και μας
συγχωρούσε. Αυτό το χωριό λεγόταν κάποτε Σκλετρίνα.
Ρωμηοχώρι, με κατοίκους που οι περισσότεροι ήταν ψαράδες. Εκτός από την
Εκκλησία με το θαυματουργό αγίασμα που γιάτρευε και την βαρηκοϊα,
είχε σχολείο, φιλόπτωχο και όλα τα άλλα που είμαστε συνηθισμένοι να έχουν
τα δικά μας μέρη. Όπως λέμε, εκ του ασφαλούς. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος που τόσο
πολύ ασχολήθηκε με τους τόπους μας, εξιστορεί πολλά και διάφορα στην
παρακαταθήκη που μας άφησε. Κατεβατά ολόκληρα για την κάθε τοποθεσία, γωνία,
ποταμούς, θάλασσες, κόλπους και λιμάνια. Καιρό να έχει κανείς να διαβάζει και
να μαθαίνει. Εγώ πάντως και αν δεν τον έχω, τον δημιουργό. Είμαι αυτό που θα
έλεγε κανείς, <του βιβλίου>, του διαβάσματος και στα πρόσφατα χρόνια,
<του διαδικτύου>. Δεν είμαι μάστορας σε αυτό το τελευταίο και εκεί που
βλέπω ή γράφω κάτι, πατώ - μάλλον πιέζω κανένα πλήκτρο, -key στην κοινή
καθομιλουμένη- λάθος, και η ζημιά έγινε και μετά, τρέχα γύρευε... Βέβαια, εδώ
που τα λέμε, είμαι αυτοδίδακτη. Προσπάθησαν, σύζυγος, παιδιά να <με>
δείξουν αυτό και εκείνο, αλλά εγώ τίποτα. Έτσι είμαι και έτσι θα είμαι, δεν
πολυ-πειράζει, δεν μελαγχολώ και Δόξα Τω Θεώ να λέμε και καλά να είμαστε.
Σκέπτομαι
καμιά φορά εκείνους τους φωτισμένους ανθρώπους, τους εφευρέτες που τόσα πολλά
ανακάλυψαν στο φως του καντηλιού, δίχως ζεστό νερό, δίχως Terkos τρεχούμενο,
για να μην αναφερθώ στις γκαζιέρες, στις μπουζιέρες και στα πλυντήρια ρούχων,
πιάτων και σωμάτων. Είχαν Ιντερνέτ; Όχι, μυαλό είχαν.
Που
μείναμε; Στην διαδρομή για την αμμουδιά που είχαμε βάλει πλώρη. Ήταν βέβαια
και το μπογατσατζίδικο καθ’ οδόν, <Σαριγερ Μπορεκτσί>, με
την μπογάτσα sade, δηλαδή σκέτη για όσους δεν ξέρουν την γλώσσα,
ζεστή-ζεστή στην λαδόκολλα, με την ψιλή ζάχαρη από πάνω -δεν την
λέγαμε άχνη τότε-, την πεϊνιρλί και τα γιαγλίδικα χαλκαδάκια, με το
μαύρο σουσάμι από πάνω. Μετά τους δυό αυτούς σταθμούς, Εκκλησία και
Μπορεκτσί, γραμμή για το KILYOS PLAJI ή το ALTIN
KUM.
Κάπου
εκεί κοντά ήταν και ο Τελλί Μπαμπά, δηλαδή το μαυσωλείο του, ο τάφος
σκεπασμένος με χιλιάδες τρέμμουσες, υπάρχει θρύλος και
λέγονται ιστορίες γύρω από αυτόν τον Σουφί που λεγόταν Αλί, τα χρόνια
εκείνα τα παλιά. Πήγαιναν εκεί κοπέλες (ακόμα και δικές μας) να πάρουν μιά
τρέμουσα για να βρουν γαμπρό... <Κομπογιαννίτικα πράγματα, ας πάνε
στην Παναγιά του Βεφά να πάρουν ένα κλειδάκι> έλεγαν οι μεγάλες θείες κι οι
γιαγιάδες για να προσθέσουν και άλλες, < καλέ, στον
Σανταντόνιο να πάνε τις Τρίτες, να διούν πως θα βρεθεί γαμπρός> και
εξιστόριζαν, <άκουε που σε λέω...> έλεγε η μιά, <της τάδε η κόρη,
τρεις φορές πήγε και στο πι και φί, βρέθηκε γαμπρός, και τι γαμπρός! Όμορφος,
χουβαρντάς, με τους τενεκέδες το βούτυρο ΟΥΡΦΑ και στοίβες τα τσεκιά τα
ξύλα και τα τσουβάλια κάρβουνα...>>. Ξεχνούσε πως αυτός ο
κουβαρντάς και ομορφονιός έκανε και μερικά παραστρατήματα και αν
τα θυμόταν, <ε... άντρας είναι, δεν θα κάνει τα δικά του;...> <Ναι,
ναι, βέβαια> πρόσθετε η άλλη.
Κάναμε
λοιπόν το μπάνιο μας, δροσιζόμασταν, κάναμε την ηλιοθεραπεία μας και
τσουρουφλιζόμασταν, άντε και μια βουτιά ακόμα και μπαίναμε στο αυτοκίνητο
που έβραζε από την δική του ηλιοθεραπεία παρ’ όλο το κλίφι από αμερικάνικο, και
αυτό από το Yerli Mallar, που είχε ράψει η θεία
Λεμονίτσα, για να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.
Καταϊδρωμένοι
και με τα <πα-πα-πα> και τα <όχι ξανά>
φτάναμε στο Κεφελικιοϊ, δίπλα στα Τσαϊρια, με το καλό νερό. Να ξεδιψάσουμε και
να γεμίσουμε δυό τρεις νταμιτζάνες και να το μοιράσουμε στις θείες. Στα
παλιά-παλιά χρόνια και πριν την εποχή μου είχε και μια Εκκλησία, του
Αη-Νικήτα εκεί κοντά, που γιόρταζε στις 15 Σεπτεμβρίου αλλά δεν υπήρχε
πλέον, πήγαινε όμως εκεί ο κοσμάκης για εκδρομή με τους τσίρους στο ξύδι και
άνηθο, κεφτεδάκια κτλ και φυσικά για προσκύνημα εκεί που μια φορά και
έναν καιρό ήταν προσκυνηματικός τόπος. Ως εδώ, ως εκεί, με την άμμο που ήταν
κολλημένη στο κορμί μας, παρ’ όλο το ξέπλυμα στο ντους που βρισκόταν δίπλα
στις καμπίνες, μπαίναμε στο σπίτι μας.
Η
μπογάτσα, με την εξαφανισμένη ψιλή ζάχαρη μέσα στην αθλία πλέον κατάσταση
λαδόκολλα, κατακουρασμένη και αυτή σαν και εμάς, δεν μας τραβούσε πιά. Και
μετά, άντε να βγουν τα μπανικά από τις χειροποίητες μπατιστένιες τσάντες για
ξεπλυθούν, τα πεσκίρια, τα λάδια και οι κρέμες μαυρίσματος, τα πάντα γεμάτα
άμμο, τα <<εκσικ ολσούν>> της μαμάς και το <<καλά να πάθετε
>> της γιαγιάς μου να συνοδεύει την κούραση που μας βάραινε,
πηγαίναμε με μισόκλειστα μάτια για ύπνο.
Θεραπειά και
πάλι Θεραπειά!
Νίκη Beales
Μια
Κυριακή
Καλοκαίρι
2025
Μπάκινγκχαμ,
Αγγλία
No comments:
Post a Comment