Ένας αγαπητός μου φίλος και παλιός μου συμφοιτητής μου έστειλε το παρακάτω ρεπορτάζ (κείμενο και φωτογραφία) και αφού τον ευχαριστήσω βέβαια από καρδιάς για τους ευγενικούς κόπους του θα ήθελα -λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός του- να το μοιραστώ μαζί σας. Το ρεπορτάζ αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός που αποτελεί κι αυτό ένα σημείο των καιρών μας:
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΟ-ΒΑΠΤΙΣΗΣ
Μας έρχονται από την Αγγλία, τη χώρα με τις υπερευαισθησίες στο χώρο της ελευθερίας της συνειδήσεως αφ’ ενός και της επιβολής ανελεύθερων διαδικασιών παρακολούθησης προσώπων αφ’ ετέρου. Παρόμοια όμως κίνηση υπάρχει και στην Ιταλία. Μιλούμε για τα πιστοποιητικά απο-βάπτισης, μία πολύ πρόσφατη κίνηση της Εθνικής Κοσμικής Κοινωνίας να χορηγεί μέσω παραγγελίας στο διαδίκτυο, έναντι τριών λιρών στερλινών, πιστοποιητικά τα οποία αναγράφουν τα εξής:
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΠΟΒΑΠΤΙΣΗΣ
Μετά από πολλή σκέψη, εγώ, ο/η ………………………………………………………
που υποβλήθηκα στην τελετή του χριστιανικού βαπτίσματος σε νηπιακή ηλικία (προτού φτάσω σε ηλικία συγκατάθεσης), ανακαλώ δημόσια με το παρόν έγγραφο κάθε επίπτωση εκείνης της τελετής και αποκηρύσσω την Εκκλησία που την τέλεσε. Στο όνομα της ανθρώπινης λογικής, απορρίπτω όλα τα Σύμβολα Πίστεως και κάθε άλλη παρόμοια δεισιδαιμονία και ειδικότερα, την ψευδή πίστη ότι οποιοδήποτε βρέφος οφείλει να καθαρθεί μέσω του βαπτίσματος από το υποτιθέμενο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ και την πονηρή δύναμη υποτιθέμενων δαιμόνων. Επιθυμώ να εξαιρεθώ εφεξής από ενισχυμένες αξιώσεις περί αριθμών εκκλησιαστικών μελών οι οποίες βασίζονται σε στατιστικά στοιχεία βαπτίσεων του παρελθόντος, με σκοπό, παραδείγματος χάριν, αυτόν της εξασφάλισης νομοθετικών προνομίων.
Ο/Η υπογραφόμενος/η
Ονοματεπώνυμο μάρτυρα (θέση σφραγίδας Εθνικής Κοσμικής Κοινωνίας)
Ημερομηνία
Η παραπάνω δημόσια δήλωση έχει διπλή κατεύθυνση. Η πρώτη είναι προς την Εκκλησία και η δεύτερη προς την Πολιτεία. Και ως προς μεν την Εκκλησία εκφράζεται το παράπονο για το βάπτισμα σε νηπιακή ηλικία και η αποκήρυξη του λυτρωτικού χαρακτήρα του βαπτίσματος, προς δε την Πολιτεία ο υπογράφων το έγγραφο αυτό ζητά να μην παρέχονται οιαδήποτε είδους προνόμια προς την Εκκλησία επί τη βάσει της συγκαταριθμήσεώς του στα μέλη Της, όπως φαίνεται από τα εκκλησιαστικά αρχεία βαπτίσεων.
Το βάπτισμα έχει φυσικά τελετουργικό, είναι όμως κυρίως ένα πνευματικό γεγονός ελευθερίας, όπως ελεύθερη είναι η συγκατάθεση ή μη του ανθρώπου να μιμηθεί τον Κύριο οικειοθελώς στο βάπτισμά Του, στην απόταξη του κόσμου και στο μαρτύριο που οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Η πνευματικότητα του χαρακτήρα του βαπτίσματος φαίνεται καθαρότατα από τη διακήρυξη του αποστόλου των εθνών, Παύλου, ότι δεν χρειάζεται κανενός είδους περιτομή στο ανθρώπινο σώμα για να δηλωθεί η πίστη στο Χριστό, εφόσον η περιτομή αυτή είναι αόρατη στις καρδιές μας. Δεν εξαναγκάζει, κατά συνέπεια, κανέναν η Εκκλησία στην τήρηση του βαπτίσματός του, όπως γίνεται αντίθετα με το Ισλάμ επί ποινή θανάτου, ούτε χαράζει ανεξίτηλα στο σώμα του βαπτισθέντος σημάδι αναγνώρισης όπως συμβαίνει στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ.
Ακριβώς επειδή δεν είναι καταναγκαστική η ακολούθηση του δρόμου του Κυρίου για τον βαπτισθέντα, δεν έχει ισχύ το επιχείρημα κατά του νηπιοβαπτισμού, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να εκφράσει γνώμη το νήπιο κατά πόσον επιθυμούσε να βαπτιστεί και άρα προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και η ελευθερία της βουλήσεώς του. Η ομολογία του Χριστού έχει περισσότερη βαρύτητα για την συγκαταρίθμησή μας στα μέλη της Εκκλησίας Του από ένα βάπτισμα το οποίο απαρνιόμαστε. Αυτό μας το λέει ο ίδιος ο Κύριος. Λογίζει την πίστη προς το πρόσωπό Του βασική προϋπόθεση της σωτηρίας μας όταν λέει ότι «όποιος πιστέψει και βαπτισθεί θα σωθεί, όποιος δε απιστήσει θα κατακριθεί». Είναι δυνατόν να προηγηθεί το βάπτισμα της πίστης, όμως βάπτισμα χωρίς πίστη δεν σώζει.
Στη δήλωση αποβάπτισης γίνεται συγχρόνως αποκήρυξη της Εκκλησίας, του Συμβόλου της Πίστεως και ειδικότερα της πίστης στο προπατορικό αμάρτημα και της άρσης των συνεπειών του διά του βαπτίσματος. Πρόκειται για μία ομολογία απιστίας την οποία οφείλει να λάβουμε στα σοβαρά επειδή για να φτάσει κανείς να αρνηθεί το Χριστό χωρίς να του ζητηθεί πρέπει να είναι περισσότερο συνειδητοποιημένος από κάποιον απλά αδιάφορο «χριστιανό». Η αντιμετώπιση ενός τέτοιου ανθρώπου από το Χριστό γνωρίζουμε πως είναι η υπομονή διά της αγάπης και η παροχή χρόνου για μετάνοια. Ποια όμως οφείλει να είναι η προσέγγιση της εκκλησιαστικής κοινότητας στην οποία ανήκε ο εξωμότης?
Τέλος στη δήλωση, πέραν της ομολογίας απιστίας υπάρχει μία αιχμή. Ο δηλών επιθυμεί να στερήσει από την Εκκλησία τυχόν κρατική ενίσχυση επί τη βάσει του αριθμού των μελών Της, επιθυμεί, θα λέγαμε, να αποτρέψει την εκκλησιαστική κοινότητα από το να θησαυρίζει στο όνομά του. Εδώ επαναλαμβάνεται καθαρά η διάχυτη στους απίστους πεποίθηση ότι τα δόγματα της Εκκλησίας είναι προϊόντα των λειτουργών Της για τον προσπορισμό πλούτου και μόνον. Στο νου έρχονται οι αμαρτίες του παρελθόντος του εναγκαλισμού, δηλαδή, Εκκλησίας και Πολιτείας και της βίωσης ενός ιερατείου πλούσιου που ποιμαίνει ένα λαό φτωχό. Αντιλαμβάνομαι πως η επιστροφή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων στην αποστολική απλότητα και ακρίβεια όπου οικογένειες ολόκληρες προσέρχονταν με ζήλο να βαπτισθούν στο όνομα της Αγίας Τριάδος και λαμβάνοντας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος πλούσια κατά το βάπτισμα φωτίζονταν και νοητά και αισθητά, είναι ο μόνος τρόπος να ξαναβρεί η Δύση το χαμένο φως της.
πρεσβύτερος Γεώργιος Κανάκης