Τῆς Νατάσας, τοῦ Νικόλα καὶ τῆς Χαρᾶς, ἀντίδωρο τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης
Ἡ βροχὴ σήμερα τυλίγει τὸ χωριὸ μέσα στὸ ὑγρό γκρίζο της μαγνάδι καὶ μὲ περισσὴ φροντίδα τὸ σιμώνει σὲ μέρες παλιὲς, φορτισμένες ἀπό τὴ Νοσταλγία καὶ δεμένες ἄρηκτα μὲ πρόσωπα, ποὺ μονάχα οἱ σκιές τους συνυπάρχουν μαζὶ μὲ τὶς μνῆμες. Σὲ μέρες δηλαδή, ποὺ τὶς ζήσαμε κάποτε μὲ ἄλλους ρυθμοὺς, συμπεριφορές καὶ στοχαστικότητα. Γιατὶ τότε, τέτοιον καιρό, τὸ χωριὸ αὐτὸ μοσχοβολοῦσε καμμένο ξύλο, καὶ μάλιστα πεύκου, ὥστε ν᾿ ἀνεβαίνει τὸ ρετσινᾶτο ἄρωμά του ἕνα γύρω, ὡσὰν ἄλλο θυμίαμα. Ὡστόσο κάποτε μποροῦσες νὰ αἰσθανθεῖς καὶ τὴν εὐωδία τοῦ φρεσκοτηγανισμένου λαδιοῦ, καθὼς μέσα του σιγοψήνονταν οἱ τηγανίτες ἤ οἱ πίττες, γιὰ νὰ στηλώσουν τοὺς ἀνθρώπους.
Πάντα ἔξω ἀπό τὰ σπίτια ὑπῆρχαν οἰ κουβάδες ποὺ μάζευαν τὸ νερὸ τῆς βροχῆς, καθὼς ἐκεῖνο ἔπεφτε ἀπό τοὺς τσίγκους τῶν σπιτιῶν μὲ μιὰ μουσικότητα, μονότονη μὲν, ἀλλὰ τόσο φροντισμένη, ὥστε νὰ συγκινεῖ. Κι ὕστερα ἔρχονταν ἐκεῖνα τὰ τρυφερὰ ἀπόβραδα μὲ τὸ χαμηλωμένο φῶς, ἤ, καθὼς θραύονταν ἠ σταχτερὴ ἡ κροῦστα τοῦ οὐρανοῦ, μέσ᾿ ἀπό γριζογάλαζες ρωγμὲς κατέβαινε ἕν᾿ ἀπομεινάρι ἀπὸ φῶς ὠχρό, ἀρρωστημένο. Ἔπεφτε, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ φῶς πάνω στὶς πότρες καὶ στὰ μουσκεμένα τζἀμια, σέρνονταν πάνω στοὺς λευκόσταχτους τοίχους, μὲ ἰριδισμοὺς παράξενους, ὡστόσο πάντα ποιητικούς. Κι ἔμοιαζε τοῦτο τὸ φῶς, μὲ κείνη τὴ θαμπὰ χρυσαφένια ἔκφραση ν᾿ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τὸ χρῶμα ποὺ πέρνουν τὰ γερασμένα φύλλα τῆς κληματαριᾶς, ποὺ συντροφεύει τὰ σπίτια. Μὰλιστα ἔλεγες, πὼς ἐκεῖνα τὸ προσφέρουν στοὺς ἀνθρώπους ὡς παραμυθία μέσα στὴν γκρίζα μονοτονία, γιὰ νὰ τοὺς τὸ χαρίσουν ὡς σταλαγμοὺς αἰσιοδοξίας καὶ δύναμης, πρὶν φτερουγίσει ἡ σκοτεινὴ ἡ νύχτα μὲ τὴν ὅποια της ἀνησυχία. Ἀσφαλῶς, κάτι τέτοιες ὦρες βίωσε κι ὁ ποιητὴς ποὺ τραγοὐδησε τόσο τρυφερά, ἐκεῖνα τὰ ἀπόβραδα / κίνητρα τῆς νοσταγίας καὶ τοῦ στοχασμοῦ.
Πάντα ἔξω ἀπό τὰ σπίτια ὑπῆρχαν οἰ κουβάδες ποὺ μάζευαν τὸ νερὸ τῆς βροχῆς, καθὼς ἐκεῖνο ἔπεφτε ἀπό τοὺς τσίγκους τῶν σπιτιῶν μὲ μιὰ μουσικότητα, μονότονη μὲν, ἀλλὰ τόσο φροντισμένη, ὥστε νὰ συγκινεῖ. Κι ὕστερα ἔρχονταν ἐκεῖνα τὰ τρυφερὰ ἀπόβραδα μὲ τὸ χαμηλωμένο φῶς, ἤ, καθὼς θραύονταν ἠ σταχτερὴ ἡ κροῦστα τοῦ οὐρανοῦ, μέσ᾿ ἀπό γριζογάλαζες ρωγμὲς κατέβαινε ἕν᾿ ἀπομεινάρι ἀπὸ φῶς ὠχρό, ἀρρωστημένο. Ἔπεφτε, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ φῶς πάνω στὶς πότρες καὶ στὰ μουσκεμένα τζἀμια, σέρνονταν πάνω στοὺς λευκόσταχτους τοίχους, μὲ ἰριδισμοὺς παράξενους, ὡστόσο πάντα ποιητικούς. Κι ἔμοιαζε τοῦτο τὸ φῶς, μὲ κείνη τὴ θαμπὰ χρυσαφένια ἔκφραση ν᾿ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τὸ χρῶμα ποὺ πέρνουν τὰ γερασμένα φύλλα τῆς κληματαριᾶς, ποὺ συντροφεύει τὰ σπίτια. Μὰλιστα ἔλεγες, πὼς ἐκεῖνα τὸ προσφέρουν στοὺς ἀνθρώπους ὡς παραμυθία μέσα στὴν γκρίζα μονοτονία, γιὰ νὰ τοὺς τὸ χαρίσουν ὡς σταλαγμοὺς αἰσιοδοξίας καὶ δύναμης, πρὶν φτερουγίσει ἡ σκοτεινὴ ἡ νύχτα μὲ τὴν ὅποια της ἀνησυχία. Ἀσφαλῶς, κάτι τέτοιες ὦρες βίωσε κι ὁ ποιητὴς ποὺ τραγοὐδησε τόσο τρυφερά, ἐκεῖνα τὰ ἀπόβραδα / κίνητρα τῆς νοσταγίας καὶ τοῦ στοχασμοῦ.
«Στὰ δειλινὰ τὰ πένθιμα καὶ φθινοπωρινὰ
ὅταν χτυπάει στὰ τζάμια τους θρηνητικὰ ἡ βροχὴ
κ᾿ ἐνῶ στὴν πόλη ἑσπερινοὺς βαροῦν ἀργὰ οἱ καμπάνες
πάιρνουνε μιὰ παράδοξην οἱ Κάμαρες ζωή». (Κ. Οὐράνης)
ὅταν χτυπάει στὰ τζάμια τους θρηνητικὰ ἡ βροχὴ
κ᾿ ἐνῶ στὴν πόλη ἑσπερινοὺς βαροῦν ἀργὰ οἱ καμπάνες
πάιρνουνε μιὰ παράδοξην οἱ Κάμαρες ζωή». (Κ. Οὐράνης)
Κάτι ἄλλο ποὺ μεταποιοῦσε τὶς στιγμὲς αὐτὲς σὲ ποιητικές, γοητευτικὲς καὶ περιούσιες, ἦταν τὸ ταξίδι ποὺ ἔκαναν τὰ σύγνεφα, πὰνω στὶς δασωμένες πλαγιὲς. Ἔμοιαζε σὰν πυκνὸ, γκριζόμαυρο καπνό, ποὺ σεγιανοῦσε ἀνάμεσα στὰ μουσκεμένα σκουροπράσινα πεῦκα, λὲς κι ἤθελε νὰ ἀλλάξει τὸ βελούδινο ντύμα τους μὲ κεῖνο τὸ μουντὸ καὶ μονότονο χρώμα, χρώμα τῆς μελαγχολίας καὶ τῆς περισυλλογῆς. Κι ἔλεγες πὼς ὁ καπνὸς αὐτὸς ξέφευγε ἀπό τὶς καμινάδες τῶν ἁπλῶν σπιτιῶν τοῦ χωριοῦ καὶ χώνευε μέσα στὸ χειμωνιάτικο σκηνικό. Ξεχασμένο σκηνικὸ σήμερα, ὅπως τόσα καὶ τόσα...