ἤ
Ἡ Τιμή τῶν Προσκαλεσμένων
Ἡ Τιμή τῶν Προσκαλεσμένων
Ἔρχεται καιρός πού ἐν μέσῳ μεγάλων θλίψεων ἀνάβει, σάν σ΄ ἕνα μακρινό δωμάτιο, τό φῶς μιᾶς ἄγνωστης ζωῆς, πού ἀμυδρά ἀναγνωρίζουμε πώς εἶναι δική μας. Ἡ λογική μας παρακολουθεῖ ἀμήχανη καί μέ κανένα ἐπιχείρημα δέν μπορεῖ νά στηρίξει τήν παράξενη ἀναγνώριση. Εἶναι ὡσάν οἱ Ἄγιοι Γιατροί Κοσμᾶς καί Δαμιανός, πού σήμερα γιορτάζουν, νά μᾶς γνέφουν μέ οἰκειότητα προτείνοντας ἀνάργυρο βάλσαμο μέ τό χρυσό τους κουταλάκι. Τί μᾶς συμβαίνει;
Ἀποσύρεται ἤ σβήνει ἡ δυστυχία; Πέφτει στή λήθη; Ξεχνᾶμε τήν πείνα καί τήν φτώχεια, τή μοναξιά πού τρυπάει τήν καρδιά, τήν ἀγριότητα καί τήν ἀπανθρωπιά; Τά δεινά πού σκορπίσαμε μέ τήν κάθε λογῆς πολιτισμένη ἀξιοποίηση στά δάση, στούς ὠκεανούς, στά πλάσματα τῆς γῆς, σέ κάθε σημεῖο τοῦ πλανήτη, ξεθωριάζουν καί μπαίνουμε σ’ ἕνα πλῆρες καταφύγιο μιᾶς τέλειας ἅμυνας;
Εἶναι τό εὐφυέστατο κόλπο μιᾶς ἐξαιρετικά δυνατῆς ψευδαίσθησης τό οἰκεῖο φῶς πού ἀρχίζει κιόλας νά τρεμοσβήνει; Πρόκειται γιά τήν ἐφεύρεση κάποιου ταλαντούχου ψυχικοῦ θαυματοποιοῦ;
Τίποτα δέν μπορεῖ νά λησμονηθεῖ . Τό χοιροστάσιο μέ τά σκληρά σύγχρονα χαρούπια: νεκρούς καρπούς, τοξικά ἀπόβλητα μᾶς κυκλώνει ἀμετακίνητο. Τό ἴδιο κι οἱ μεγάλες θλίψεις μας. Ἀλλά ἐξ ἴσου ἀμετακίνητο τρεμοσβήνει τό προσκαλεστικό φῶς. Λάθος νά τό φανταζόμαστε σ’ ἕνα παιδικό μακρινό δωμάτιο μιᾶς ζωῆς ἀνέφελης, μιᾶς εὐημερίας πού διαρκῶς αὐξάνει, μιᾶς μητρικῆς ἀσφάλειας πού μᾶς νανουρίζει.
Κάτι σάν ὑπόμνηση φάρου σέ κάποιο ἀπόκρημνο ἀκρωτήριο, μοιάζει ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τήν ἄκρη τοῦ σύμπαντος, ἀλλά ὄχι: ἐκπέμπει ἀπό τίς ἐσχατιές τῆς ψυχῆς μας. Ἐντείνοντας τήν ἐσωτερική ματιά ὄχι ἀπό περιέργεια ἀλλά μέ βαθύ ἐνδιαφέρον τό διακρίνουμε ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστον. Μιά ἀχτίδα μόλις φτάνει ὡς ἐμᾶς. Ἴσως δέν μᾶς καλεῖ νά γίνουμε οἱ συνήθεις ἐξερευνητές. Οἱ ἐπίπονοι δρόμοι τους πρίν ἀπό αἰῶνες κατέληξαν σέ φριχτές ἀποικίες.
Σέ τί μᾶς καλεῖ; Κι ἄν ἡ κλήση ἐπιμένει, μέσα σέ τόσα πού εἴτε χάσαμε εἴτε πρόθυμα σπεύσαμε νά ἐκποιήσουμε ὅσο ὅσο, εἶναι δυνατόν νά διατηροῦμε ἀκόμη τήν Τιμή τῶν Προσκαλεσμένων;
Μήπως ξεγελιόμαστε; Ἤ μήπως εἶναι προτιμότερο νά κουλουριαστοῦμε ὅλοι μαζί στή νυσταγμένη ἀθυμία; Νά φροντίζεις εἶναι κοπιῶδες: ἀπαιτεῖ τήν ἄντληση θάρρους ἀπό τά κράσπεδα τῆς ὑπάρξεως. Ἐνῶ τό νυσταγμένο μούδιασμα, αὐτό πού στήν ἀρχαία γλώσσα ὀνομαζόταν ἀκηδία ναρκώνοντας τήν ἀγωνία φαντάζει προσωρινό τουλάχιστον κέλυφος ἐνάντια στούς ἕρποντες συλλογικούς φόβους. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἐκεῖ εἰσχωρεῖ ἡ λεπτότατη λαμπυρίδα:
Κέλυ φ ω ς : δέν πρόκειται γιά λεκτικό παιγνίδι ἀνορθογραφίας. Εἶναι ἡ γλώσσα πού, διατρυπώντας τίς στρωματώσεις τῶν πολλαπλῶν καί προσφιλῶν μηχανισμῶν κάθε λογῆς αὐταπάτης προσώπων ἤ κοινωνιῶν, φωτίζει τήν δωρεάν ὑπόμνηση γιά τόν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο (Πρός Ἐφεσίους 3, 8).
Ἔστω κι ἄν εἴμαστε οἱ, κυριολεκτικά, κατά κράτος ἡττημένοι, φωτίζει τό λησμονημένο κέντρο μιᾶς ἄγνωστης δικῆς μας ζωῆς.
Ἀποσύρεται ἤ σβήνει ἡ δυστυχία; Πέφτει στή λήθη; Ξεχνᾶμε τήν πείνα καί τήν φτώχεια, τή μοναξιά πού τρυπάει τήν καρδιά, τήν ἀγριότητα καί τήν ἀπανθρωπιά; Τά δεινά πού σκορπίσαμε μέ τήν κάθε λογῆς πολιτισμένη ἀξιοποίηση στά δάση, στούς ὠκεανούς, στά πλάσματα τῆς γῆς, σέ κάθε σημεῖο τοῦ πλανήτη, ξεθωριάζουν καί μπαίνουμε σ’ ἕνα πλῆρες καταφύγιο μιᾶς τέλειας ἅμυνας;
Εἶναι τό εὐφυέστατο κόλπο μιᾶς ἐξαιρετικά δυνατῆς ψευδαίσθησης τό οἰκεῖο φῶς πού ἀρχίζει κιόλας νά τρεμοσβήνει; Πρόκειται γιά τήν ἐφεύρεση κάποιου ταλαντούχου ψυχικοῦ θαυματοποιοῦ;
Τίποτα δέν μπορεῖ νά λησμονηθεῖ . Τό χοιροστάσιο μέ τά σκληρά σύγχρονα χαρούπια: νεκρούς καρπούς, τοξικά ἀπόβλητα μᾶς κυκλώνει ἀμετακίνητο. Τό ἴδιο κι οἱ μεγάλες θλίψεις μας. Ἀλλά ἐξ ἴσου ἀμετακίνητο τρεμοσβήνει τό προσκαλεστικό φῶς. Λάθος νά τό φανταζόμαστε σ’ ἕνα παιδικό μακρινό δωμάτιο μιᾶς ζωῆς ἀνέφελης, μιᾶς εὐημερίας πού διαρκῶς αὐξάνει, μιᾶς μητρικῆς ἀσφάλειας πού μᾶς νανουρίζει.
Κάτι σάν ὑπόμνηση φάρου σέ κάποιο ἀπόκρημνο ἀκρωτήριο, μοιάζει ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τήν ἄκρη τοῦ σύμπαντος, ἀλλά ὄχι: ἐκπέμπει ἀπό τίς ἐσχατιές τῆς ψυχῆς μας. Ἐντείνοντας τήν ἐσωτερική ματιά ὄχι ἀπό περιέργεια ἀλλά μέ βαθύ ἐνδιαφέρον τό διακρίνουμε ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστον. Μιά ἀχτίδα μόλις φτάνει ὡς ἐμᾶς. Ἴσως δέν μᾶς καλεῖ νά γίνουμε οἱ συνήθεις ἐξερευνητές. Οἱ ἐπίπονοι δρόμοι τους πρίν ἀπό αἰῶνες κατέληξαν σέ φριχτές ἀποικίες.
Σέ τί μᾶς καλεῖ; Κι ἄν ἡ κλήση ἐπιμένει, μέσα σέ τόσα πού εἴτε χάσαμε εἴτε πρόθυμα σπεύσαμε νά ἐκποιήσουμε ὅσο ὅσο, εἶναι δυνατόν νά διατηροῦμε ἀκόμη τήν Τιμή τῶν Προσκαλεσμένων;
Μήπως ξεγελιόμαστε; Ἤ μήπως εἶναι προτιμότερο νά κουλουριαστοῦμε ὅλοι μαζί στή νυσταγμένη ἀθυμία; Νά φροντίζεις εἶναι κοπιῶδες: ἀπαιτεῖ τήν ἄντληση θάρρους ἀπό τά κράσπεδα τῆς ὑπάρξεως. Ἐνῶ τό νυσταγμένο μούδιασμα, αὐτό πού στήν ἀρχαία γλώσσα ὀνομαζόταν ἀκηδία ναρκώνοντας τήν ἀγωνία φαντάζει προσωρινό τουλάχιστον κέλυφος ἐνάντια στούς ἕρποντες συλλογικούς φόβους. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἐκεῖ εἰσχωρεῖ ἡ λεπτότατη λαμπυρίδα:
Κέλυ φ ω ς : δέν πρόκειται γιά λεκτικό παιγνίδι ἀνορθογραφίας. Εἶναι ἡ γλώσσα πού, διατρυπώντας τίς στρωματώσεις τῶν πολλαπλῶν καί προσφιλῶν μηχανισμῶν κάθε λογῆς αὐταπάτης προσώπων ἤ κοινωνιῶν, φωτίζει τήν δωρεάν ὑπόμνηση γιά τόν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο (Πρός Ἐφεσίους 3, 8).
Ἔστω κι ἄν εἴμαστε οἱ, κυριολεκτικά, κατά κράτος ἡττημένοι, φωτίζει τό λησμονημένο κέντρο μιᾶς ἄγνωστης δικῆς μας ζωῆς.
Νατάσα Κεσμέτη
No comments:
Post a Comment