(Στοχασμοὶ τοῦ Ψυχοσάββατου)
Ἄλλη μιὰ κορυφαία ἡμέρα ξεπροβάλλει σιωπηλὰ, ταπεινὰ καὶ μὲ γνήσια βεβαιότητα τὴ χαρμολύπη της, γιὰ ν᾿ ἀνταμώσει μὲ τὴ δικιὰ μας τὴ συγκίνηση. Γιατὶ ἡ σημερινὴ ἡ μέρα, ἡ μέρα τοῦ Ψυχοσάββατου, ἔχει, γιὰ ὅσους συνειδητὰ προσέχουν τὰ ὅσα ξετυλίγονται ἀπὸ τὸ κουβάρι τοῦ πανίερου Τριωδίου, ὅλη ἐκείνη τὴ δυνατότητα, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ κάθε πιστὸς νὰ ὑπερβεῖ τὸ Μυστήριο τοῦ θανάτου, καθὼς γεύεται, πιστοποιεῖ καὶ καταννοεῖ τὸ ἄλλο Μυστήριο:τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὡς ἄλλη, μεγάλη συντροφιὰ καὶ κοινωνία ἐπειχειρεῖ ν᾿ ἀναστρέψει τὰ πράγματα καὶ νὰ δώσει στὴ σημερινὴ ἡμέρα χαρακτήρα χαρμολύπης, παραμυθίας καὶ ἀναμονῆς. Γιατὶ τὶ ἄλλο περιμένει ὁ πιστὸς νὰ γευτεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς προσευχῆς, ποὺ ἀποκαλεῖται Τρισάγιο ἤ Μνημόσυνο γιὰ τοὺς Κεκοιμημένους, παρὰ μονάχα τὴν παρουσία τῶν προσώπων, ὡς ἰκανὴ, ζωντανὴ παρουσία μεταξὺ μας, ὅλων ἐκείνων ποὺ πέρασαν τὸ μεγάλο τὸ χαντάκι ποὺ μᾶς χωρίζει μὲ τὴν αἰωνιότητα. Γιατὶ τὶ ἄλλο σημαίνει τὸ κάθε ὄνομα ποὺ διαβάζεται, ποὺ μνημονεύεται, ποὺ δέχεται τὴ μερίδα του στὸ Ἅγιο Δισκάριο τὴν ὥρα τῆς Προσκομιδῆς / Εὐχαριστὶας, παρὰ μονάχα τὴν σιωπηλὴ ἀνομολόγητη, ὡστόσο διαβεβαιωμένη μαρτυρία τῆς θείας παρουσίας;
Σιωπηλοὶ, συγκινημένοι, ἐνεοὶ καὶ πάντα προσεκτικοὶ ἀναμένουν οἱ πιστοὶ στὸ ν᾿ ἀφουγκραστοῦν τὰ ὀνόματα τῶν γονιῶν, τῶν ἀδελφῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν γειτόνων -ἴσως κάποιοι καὶ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ τοὺς πίκραναν ἤ πικράθηκαν ἀπὸ ἐκείνους, ὅσο ζοῦσαν… Γιὰ νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀναμονὴ τὸ ἐφαλτήριο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ ψυχὴ, ὁ νοῦς, τὸ εἶναι ὁλάκερο νὰ μεταφερθεῖ σὲ ἄλλες ὧρες βίου, σὲ στιγμὲς ὅπου ἐκεῖνοι, οἱ κεκοιμημένοι δηλαδὴ, πύκνωναν τὶς μέρες καὶ φυσικὰ τὸ χρόνο μας. Γιατὶ καθὼς μνημονεύονται τὰ ὀνόματα, κι ἀκούγεται αὐτὸ τὸ ἱερὸ καὶ φωτεινὸ, μέσα στὴν πλημμύρα τῆς κεροδοσιᾶς, προσκλητήριο, αὐτόματα στὸ νοῦ εἰκονίζονται σκηνὲς μὲ Μορφὲς Κεκοιμημένων ποὺ στέκουν ἀπεναντὶ σου καὶ κοιτοῦν κι οἱ ἴδιοι, μὲ μιὰ ἀναμονὴ περίεργη, ὡστόσο οἰκεῖα καὶ κατανυκτικὴ, ν’ ἀφουγκραστοῦν τὸ ὄνομὰ τους, νὰ δηλώσουν τὴν παρουσία τους: ἔστω κι ἄν αὐτὴ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς ἴσκιους τοῦ γκρίζου πρωϊνοῦ ποὺ σαλεύουν σὲ γωνιὲς μισοσκότεινες. Κι αὐτὴ τους ἡ ἀναμονὴ τίποτε ἄλλο δὲ δείχνει, παρὰ μονάχα πὼς περιμένουν κι ἐκεῖνοι τὴν τιμὴ καὶ τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ἀπέναντὶ τους, γιατὶ μὲ αὐτὸ τὸ μνημόσυνο ἀναπαύονται. Ἐπειδὴ ξέρουν πως δὲν τους λησμονοῦμε. Ἀκόμα κι ἄν ἔχουν περάσει χρόνια πολλὰ ἤ καὶ αἰῶνες… Πάντα θυμόμαστε: τοὺς ἀπὸ ἀρχῆς μέχρι σήμερον «πατέρας καὶ ἀδελφοὺς, συγγενεῖς καὶ φίλους, πάντας τοὺς τὰ τοῦ βίου λειτουργήσαντας πιστῶς», ἔστω κι ἄν τὰ ὀνόματὰ τους δὲν πρόφτασαν νὰ φτάσουν ἴσαμε τὶς μέρες μας. Ἀρκεῖ ποὺ τὰ θυμᾶται, καὶ μάλιστα δίχως λάθη, ὁ Θεὸς.
Πᾶνε κάμποσα χρόνια. Ἦταν παραμονὲς Χριστουγέννων ὅταν μέσα στὸ κλίμα τῆς Σαρακοστῆς τοῦ ἱ. Σαρανταημέρου τελέστηκε στὸ χειμωνιάτικο μοναστήρι τὸ μνημόσυνο τῆς γιαγιᾶς. Ὅταν γράφαμε τὰ ὀνόματα θυμᾶμαι τὴ μητέρα νὰ λέει, ὅτι ἔπρεπε νὰ γραφοῦν ὄλα τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων μας, γιατὶ σήμερα στρώνεται τὸ τραπέζι της κι εἶναι ὅλοι τους καλεσμένοι. Λόγια ἁπλὰ, σοφὰ καὶ θεολογικὰ θεμελιωμένα.
Καὶ σήμερα στρώθηκε τράπεζι· ἀνάφτηκαν κεριὰ, παρατέθηκαν κόλυβα, πρόσφορα, καὶ πλῆθος ἀπὸ ἀντίδωρα ψυχῆς ποὺ κατατίθενται μὲ δάκρυα, μνήμη καὶ προσευχὴ στὸν «Βάθει σοφίας πάντα οἰκονομῶν καὶ τὸ συμφέρον ἀπονέμων, τὸν μόνον Δημιουργὸν…»
Σιωπηλοὶ, συγκινημένοι, ἐνεοὶ καὶ πάντα προσεκτικοὶ ἀναμένουν οἱ πιστοὶ στὸ ν᾿ ἀφουγκραστοῦν τὰ ὀνόματα τῶν γονιῶν, τῶν ἀδελφῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων, τῶν γειτόνων -ἴσως κάποιοι καὶ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ τοὺς πίκραναν ἤ πικράθηκαν ἀπὸ ἐκείνους, ὅσο ζοῦσαν… Γιὰ νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀναμονὴ τὸ ἐφαλτήριο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ ψυχὴ, ὁ νοῦς, τὸ εἶναι ὁλάκερο νὰ μεταφερθεῖ σὲ ἄλλες ὧρες βίου, σὲ στιγμὲς ὅπου ἐκεῖνοι, οἱ κεκοιμημένοι δηλαδὴ, πύκνωναν τὶς μέρες καὶ φυσικὰ τὸ χρόνο μας. Γιατὶ καθὼς μνημονεύονται τὰ ὀνόματα, κι ἀκούγεται αὐτὸ τὸ ἱερὸ καὶ φωτεινὸ, μέσα στὴν πλημμύρα τῆς κεροδοσιᾶς, προσκλητήριο, αὐτόματα στὸ νοῦ εἰκονίζονται σκηνὲς μὲ Μορφὲς Κεκοιμημένων ποὺ στέκουν ἀπεναντὶ σου καὶ κοιτοῦν κι οἱ ἴδιοι, μὲ μιὰ ἀναμονὴ περίεργη, ὡστόσο οἰκεῖα καὶ κατανυκτικὴ, ν’ ἀφουγκραστοῦν τὸ ὄνομὰ τους, νὰ δηλώσουν τὴν παρουσία τους: ἔστω κι ἄν αὐτὴ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς ἴσκιους τοῦ γκρίζου πρωϊνοῦ ποὺ σαλεύουν σὲ γωνιὲς μισοσκότεινες. Κι αὐτὴ τους ἡ ἀναμονὴ τίποτε ἄλλο δὲ δείχνει, παρὰ μονάχα πὼς περιμένουν κι ἐκεῖνοι τὴν τιμὴ καὶ τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε ἀπέναντὶ τους, γιατὶ μὲ αὐτὸ τὸ μνημόσυνο ἀναπαύονται. Ἐπειδὴ ξέρουν πως δὲν τους λησμονοῦμε. Ἀκόμα κι ἄν ἔχουν περάσει χρόνια πολλὰ ἤ καὶ αἰῶνες… Πάντα θυμόμαστε: τοὺς ἀπὸ ἀρχῆς μέχρι σήμερον «πατέρας καὶ ἀδελφοὺς, συγγενεῖς καὶ φίλους, πάντας τοὺς τὰ τοῦ βίου λειτουργήσαντας πιστῶς», ἔστω κι ἄν τὰ ὀνόματὰ τους δὲν πρόφτασαν νὰ φτάσουν ἴσαμε τὶς μέρες μας. Ἀρκεῖ ποὺ τὰ θυμᾶται, καὶ μάλιστα δίχως λάθη, ὁ Θεὸς.
Πᾶνε κάμποσα χρόνια. Ἦταν παραμονὲς Χριστουγέννων ὅταν μέσα στὸ κλίμα τῆς Σαρακοστῆς τοῦ ἱ. Σαρανταημέρου τελέστηκε στὸ χειμωνιάτικο μοναστήρι τὸ μνημόσυνο τῆς γιαγιᾶς. Ὅταν γράφαμε τὰ ὀνόματα θυμᾶμαι τὴ μητέρα νὰ λέει, ὅτι ἔπρεπε νὰ γραφοῦν ὄλα τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων μας, γιατὶ σήμερα στρώνεται τὸ τραπέζι της κι εἶναι ὅλοι τους καλεσμένοι. Λόγια ἁπλὰ, σοφὰ καὶ θεολογικὰ θεμελιωμένα.
Καὶ σήμερα στρώθηκε τράπεζι· ἀνάφτηκαν κεριὰ, παρατέθηκαν κόλυβα, πρόσφορα, καὶ πλῆθος ἀπὸ ἀντίδωρα ψυχῆς ποὺ κατατίθενται μὲ δάκρυα, μνήμη καὶ προσευχὴ στὸν «Βάθει σοφίας πάντα οἰκονομῶν καὶ τὸ συμφέρον ἀπονέμων, τὸν μόνον Δημιουργὸν…»
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
Ψυχοσάββατο 2007, Σκόπελος
Ψυχοσάββατο 2007, Σκόπελος
1 comment:
Ας με συγχωρήσει ο πάντα γλαφυρός π. Κωνσταντίνος, αλλά εκείνο το "στον" στην τελευταία φράση θέλει "οικονομούντα" και "απονέμοντα"...
Post a Comment