Εἶδα ἕναν ἄνθρωπο νά διαβάζει καί χάρηκα: οἱ κινήσεις του εἶχαν τήν ἀκρίβεια ἀγαπημένης τελετουργίας. Διάλεγε μιά ὁρισμένη στροφή τῆς παραλίας ὅταν ἐλάχιστοι τήν ἐπισκέπτονταν τά μεσημέρια. Ἄφηνε τά ροῦχα του στόν ἴδιο πάντα βράχο καί μετά ἀπό μιά μικρή κατόπτευση τῆς περιοχῆς προχωροῦσε στήν θάλασσα. Κολυμποῦσε περίπου μισή ὥρα καί κατόπιν ἔβγαινε. Χανόταν γιά λίγο στά καλάμια ὅπου ἄλλαζε κι ὅταν ἐμφανιζόταν ἔβγαζε ἀπό τό σάκκο του ἕνα βιβλίο καί πήγαινε στή φωλιά του. Θά ἔπρεπε νά πῶ γωνιά ἀλλά ἦταν κάτι παραπάνω: στό πιό σκιερό καί δροσερό σημεῖο τῆς παραλιούλας, κάτω ἀπό ἕνα μεγάλο ὡραῖο πεῦκο σέ μιά πέτρα στή ρίζα του, ἄνοιγε τό βιβλίο του καί πιά δέν ξανασήκωνε τά μάτια του ἀπό αὐτό γιά ὅση ὥρα διάβαζε. Ὅπως τά τζιτζίκια γινόταν ἕνα μέ τόν κορμό ὅπου ἀκουμποῦσε τή ράχη του, ὁλότελα ἀθόρυβος σέ ἀντίθεση μέ τούς τζίτζικες. Ἀπό τήν πλευρά τῆς θάλασσας κι ἀπό τήν εἴσοδο τῆς παραλίας ἐντελῶς ἀθέατος.
Τόν ὀνόμασα «ὁ κυριούλης τῶν μεσημεριῶν» γιατί ἦταν μικρόσωμος καί ἀπροσδιόριστης ἡλικίας ἀλλά στά μάτια μου ἀποκτοῦσε ἄλλο ὄγκο: κρατώντας ἕνα ἀρχαῖο σύμβολο σοφίας κατεῖχε ἔγκυρους τίτλους κυριότητας σέ μιά δημόσια ἀκτή.
Ἀνησυχοῦσα ὅταν κάποια μέρα δέν τόν ἔβλεπα ἀμέσως καί χαιρόμουν ὅταν ξαφνικά τόν διέκρινα μέσα στή μεσημεριάτικη ἀντηλιά χωμένο στό βιβλίο του. Μιά φορά κολυμπώντας πρός τό μέρος του καί πλησιάζοντας ἀρκετά τή φωλιά του μπόρεσα νά δῶ πώς τό θήραμά του ἦταν μεγάλου σχήματος.
Θά ἤθελα πολύ νά μάθω τί εἴδους βιβλία διάβαζε ἀλλά ποτέ δέν τόλμησα νά διακόψω τήν ὡραία του ἡσυχία. Ἀπ’ τήν ἄλλη σκεπτόμουνα πώς τό νά ἀφήνω τήν περιέργειά μου ἀνικανοποίητη μέ προφύλασσε ἀπό ἀπογοητεύσεις.
Συνήθως δέν ἔπαιρνα εἴδηση πότε σηκωνόταν νά φύγει ἀλλά κάποτε τύχαινε νά ξεχωρίσω τή φιγούρα του καθώς ἀνηφόριζε τό μονοπάτι ἐπιστρέφοντας ἀπό τό μεσημεριανό του κολύμπι στά νερά καί στήν ἀνάγνωση. Μεταμόρφωνε τό τοπίο σέ κάποιο παρόμοιο τῆς μεσημβρινῆς Γαλλίας, ἐκεῖ ὅπου ἕνας ἰμπρεσιονιστής θά τόν ἀπεικόνιζε μέ μερικές πεταχτές πινελιές ἤ κουκκίδες , ἐνσωματωμένο πλήρως στή φύση.
Γιά ἄλλους ὁ κυριούλης τῶν μεσημεριῶν μπορεῖ νά εἶναι μιά εἰκόνα μοναξιᾶς. Γιά μένα ἦταν πολύ συντροφική παρουσία. Διασκέδαζα ἐπίσης στήν σκέψη τοῦ ξαφνιάσματός του ἄν γινόταν νά μάθει πώς ὄχι μόνο τόν παρακολουθῶ μέ φιλική διάθεση ἀλλά καί συνομιλῶ μαζί του: «Γειά σου κυριούλη! Τί καλά διαβάζεις σήμερα; Γιατί μοῦ μπῆκε ἡ ἰδέα πώς διαβάζεις Ἱστορία;» ἤ «Γειά σου κυριούλη! Προχώρησες στή μελέτη σου; Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον κείμενο;». Κι ἄλλα παρόμοια.
Αἰνιγματικός ὅπως κάθε ἄνθρωπος μόνος μέ τήν ὕπαρξή του. Ὅπως κάθε ἄνθρωπος. Κυκλωμένος ἀπό τήν ἐποχή τῆς καλοκαιρινῆς θέρμης, στηριγμένος στόν μεγάλο κορμό, εἶχε ἐρωτήσεις γιά τίς ὁποῖες ἔψαχνε ἀπαντήσεις στά βιβλία του; Τί νά ἔβρισκε στίς σελίδες; Φιλικές χειραψίες, ἐνθαρρυντικές σημασίες, ξανοίγματα σέ χώρους πού δέν εἶχε ὑποψιαστεῖ προηγουμένως; Ἤ ἔμενε διψασμένος, ἐνδεής καί στήν καρδιά του ἀπαρηγόρητος: καθόλου καί σέ τίποτα κύριος, ἕνας κοινότατος θνητός…;
Ἄν δέν τόν ἐξύψωναν καθόλου, ἄν μιλοῦσαν στίς κατώτερες πλευρές τῶν συναισθημάτων του, ἄν τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα τόν μείωναν, θά ἦταν κάτι πολύ λυπηρό.
Οἱ συγγραφεῖς τους στήν τελευταία περίπτωση δέν θά εἶχαν ποτέ ὁραματιστεῖ τόν ἀναγνώστη τοῦ μεσημεριοῦ καθώς μοῦ δώριζε ἄθελά του τήν ἁπλή ἱερότητα τῶν στιγμῶν μιᾶς δικῆς του ἡσυχίας. Ἄν ἀκούγεται ὑπερβολικό, εἶναι φοβᾶμαι γιατί ἔχουμε ὅλοι ἐθιστεῖ στήν ἰδέα ἑνός κόσμου διχασμοῦ καί ἀπουσίας. Λίγες σύγχρονες φωνές ὑψώθηκαν τόσο καθαρά, ὅπως αὐτή τοῦ Φίλιππου Σέραρντ [1] ὅταν ἔγραφε στίς «Προϋποθέσεις τοῦ Ἱεροῦ»:
«Ὁ Θεός δημιουργώντας τά κτιστά ὄντα, δημιουργεῖ τόν ἑαυτό του κατά μιά ἄλλη μορφή. Στή δημιουργία, ὁ ἴδιος γίνεται τό σύμβολο τοῦ Ἑαυτοῦ Του: ἡ εἰκόνα εἶναι καί θεοφάνεια. (…) Ἕνα δέντρο, ἐπί παραδείγματι, εἶναι μιά πνευματική πραγματικότητα πού αὐτοεκφράζεται ὑπό τή μορφή δέντρου. Ἡ Δημιουργία δέν ἀποκαλύπτει ἁπλῶς μιάν ἀλήθεια γιά τό Θεό. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ κτιστός κόσμος εἶναι ἡ θυσία τοῦ Θεοῦ, ἡ μετάλλαξή Του μέσα στά πλάσματά Του.»
Μίλησα γιά μιάν εἰκόνα πού προσφερόταν ὡς δῶρο ἡσυχίας, ἀλλά ἴσως ἦταν κάτι περισσότερο. Ἕνα ἐλαφρότατο χάδι ἐκείνης τῆς ἐσώτατης εἰρήνης πού ἀντιλαμβάνονται πιό γρήγορα τά ζῶα. Ἀπό ποῦ ἐρχόταν;
Ἕνα ζευγάρι μικρόσωμα λυγερά ἀλογάκια διέκοπταν τό ζωηρό τους τρέξιμο στό διπλανό χωράφι, πήγαιναν καί, ἀκουμπώντας ἤρεμα τό λαιμό τους στήν ξερολιθιά πού συνόρευε μέ τό πεῦκο, ἔσκυβαν τά κεφάλια τους πρός τόν ἄνθρωπο πού διάβαζε. Στά σκοῦρα μάτια τους τό τοπίο καί ἡ ὥρα καθρεφτίζονταν σάν ἀκινητοποιημένα.
Ἀκόμα κι ἄν στό μεταξύ ἡ ἀκτή εἶχε γεμίσει ἀπό μικρούς καί μεγάλους εἰσβολεῖς, κι ἄν κανείς δέν εἶχε μάτια γιά νά δεῖ, μιά εὐλογητική χειρονομία χαμήλωνε ἀργά ἀργά. Συγκατανεύοντας στήν ἕλξη της ἀχνά καί στέρεα πράγματα μαζί ἀνυψώνονταν ἀπό τήν ἄμμο ἐλάχιστα ἀλλά θαυμαστά.
Τώρα στήν παγωνιά τό δῶρο ἐπιστρέφει. Οὔτε οἱ δοκιμασίες οὔτε ἡ πλήρης ἀναξιότητα ἐμποδίζουν τήν ἔλευσή του. Δέν γυρίζει ὡς ἀνάμνηση μιᾶς παράστασης ἤ ὑπενθύμιση μιᾶς στιγμῆς. Ἐπιστρέφει ζητώντας ἐμπιστοσύνη καί συμμετοχή στήν διάφανη διαρκή πραγματικότητα τῆς αὐτοπροσφορᾶς του.
[1] Φίλιππος Σέραρντ, Tό Ἱερό στή Ζωή καί στήν Τέχνη, ἐκ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 1994.
Τόν ὀνόμασα «ὁ κυριούλης τῶν μεσημεριῶν» γιατί ἦταν μικρόσωμος καί ἀπροσδιόριστης ἡλικίας ἀλλά στά μάτια μου ἀποκτοῦσε ἄλλο ὄγκο: κρατώντας ἕνα ἀρχαῖο σύμβολο σοφίας κατεῖχε ἔγκυρους τίτλους κυριότητας σέ μιά δημόσια ἀκτή.
Ἀνησυχοῦσα ὅταν κάποια μέρα δέν τόν ἔβλεπα ἀμέσως καί χαιρόμουν ὅταν ξαφνικά τόν διέκρινα μέσα στή μεσημεριάτικη ἀντηλιά χωμένο στό βιβλίο του. Μιά φορά κολυμπώντας πρός τό μέρος του καί πλησιάζοντας ἀρκετά τή φωλιά του μπόρεσα νά δῶ πώς τό θήραμά του ἦταν μεγάλου σχήματος.
Θά ἤθελα πολύ νά μάθω τί εἴδους βιβλία διάβαζε ἀλλά ποτέ δέν τόλμησα νά διακόψω τήν ὡραία του ἡσυχία. Ἀπ’ τήν ἄλλη σκεπτόμουνα πώς τό νά ἀφήνω τήν περιέργειά μου ἀνικανοποίητη μέ προφύλασσε ἀπό ἀπογοητεύσεις.
Συνήθως δέν ἔπαιρνα εἴδηση πότε σηκωνόταν νά φύγει ἀλλά κάποτε τύχαινε νά ξεχωρίσω τή φιγούρα του καθώς ἀνηφόριζε τό μονοπάτι ἐπιστρέφοντας ἀπό τό μεσημεριανό του κολύμπι στά νερά καί στήν ἀνάγνωση. Μεταμόρφωνε τό τοπίο σέ κάποιο παρόμοιο τῆς μεσημβρινῆς Γαλλίας, ἐκεῖ ὅπου ἕνας ἰμπρεσιονιστής θά τόν ἀπεικόνιζε μέ μερικές πεταχτές πινελιές ἤ κουκκίδες , ἐνσωματωμένο πλήρως στή φύση.
Γιά ἄλλους ὁ κυριούλης τῶν μεσημεριῶν μπορεῖ νά εἶναι μιά εἰκόνα μοναξιᾶς. Γιά μένα ἦταν πολύ συντροφική παρουσία. Διασκέδαζα ἐπίσης στήν σκέψη τοῦ ξαφνιάσματός του ἄν γινόταν νά μάθει πώς ὄχι μόνο τόν παρακολουθῶ μέ φιλική διάθεση ἀλλά καί συνομιλῶ μαζί του: «Γειά σου κυριούλη! Τί καλά διαβάζεις σήμερα; Γιατί μοῦ μπῆκε ἡ ἰδέα πώς διαβάζεις Ἱστορία;» ἤ «Γειά σου κυριούλη! Προχώρησες στή μελέτη σου; Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον κείμενο;». Κι ἄλλα παρόμοια.
Αἰνιγματικός ὅπως κάθε ἄνθρωπος μόνος μέ τήν ὕπαρξή του. Ὅπως κάθε ἄνθρωπος. Κυκλωμένος ἀπό τήν ἐποχή τῆς καλοκαιρινῆς θέρμης, στηριγμένος στόν μεγάλο κορμό, εἶχε ἐρωτήσεις γιά τίς ὁποῖες ἔψαχνε ἀπαντήσεις στά βιβλία του; Τί νά ἔβρισκε στίς σελίδες; Φιλικές χειραψίες, ἐνθαρρυντικές σημασίες, ξανοίγματα σέ χώρους πού δέν εἶχε ὑποψιαστεῖ προηγουμένως; Ἤ ἔμενε διψασμένος, ἐνδεής καί στήν καρδιά του ἀπαρηγόρητος: καθόλου καί σέ τίποτα κύριος, ἕνας κοινότατος θνητός…;
Ἄν δέν τόν ἐξύψωναν καθόλου, ἄν μιλοῦσαν στίς κατώτερες πλευρές τῶν συναισθημάτων του, ἄν τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα τόν μείωναν, θά ἦταν κάτι πολύ λυπηρό.
Οἱ συγγραφεῖς τους στήν τελευταία περίπτωση δέν θά εἶχαν ποτέ ὁραματιστεῖ τόν ἀναγνώστη τοῦ μεσημεριοῦ καθώς μοῦ δώριζε ἄθελά του τήν ἁπλή ἱερότητα τῶν στιγμῶν μιᾶς δικῆς του ἡσυχίας. Ἄν ἀκούγεται ὑπερβολικό, εἶναι φοβᾶμαι γιατί ἔχουμε ὅλοι ἐθιστεῖ στήν ἰδέα ἑνός κόσμου διχασμοῦ καί ἀπουσίας. Λίγες σύγχρονες φωνές ὑψώθηκαν τόσο καθαρά, ὅπως αὐτή τοῦ Φίλιππου Σέραρντ [1] ὅταν ἔγραφε στίς «Προϋποθέσεις τοῦ Ἱεροῦ»:
«Ὁ Θεός δημιουργώντας τά κτιστά ὄντα, δημιουργεῖ τόν ἑαυτό του κατά μιά ἄλλη μορφή. Στή δημιουργία, ὁ ἴδιος γίνεται τό σύμβολο τοῦ Ἑαυτοῦ Του: ἡ εἰκόνα εἶναι καί θεοφάνεια. (…) Ἕνα δέντρο, ἐπί παραδείγματι, εἶναι μιά πνευματική πραγματικότητα πού αὐτοεκφράζεται ὑπό τή μορφή δέντρου. Ἡ Δημιουργία δέν ἀποκαλύπτει ἁπλῶς μιάν ἀλήθεια γιά τό Θεό. Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ κτιστός κόσμος εἶναι ἡ θυσία τοῦ Θεοῦ, ἡ μετάλλαξή Του μέσα στά πλάσματά Του.»
Μίλησα γιά μιάν εἰκόνα πού προσφερόταν ὡς δῶρο ἡσυχίας, ἀλλά ἴσως ἦταν κάτι περισσότερο. Ἕνα ἐλαφρότατο χάδι ἐκείνης τῆς ἐσώτατης εἰρήνης πού ἀντιλαμβάνονται πιό γρήγορα τά ζῶα. Ἀπό ποῦ ἐρχόταν;
Ἕνα ζευγάρι μικρόσωμα λυγερά ἀλογάκια διέκοπταν τό ζωηρό τους τρέξιμο στό διπλανό χωράφι, πήγαιναν καί, ἀκουμπώντας ἤρεμα τό λαιμό τους στήν ξερολιθιά πού συνόρευε μέ τό πεῦκο, ἔσκυβαν τά κεφάλια τους πρός τόν ἄνθρωπο πού διάβαζε. Στά σκοῦρα μάτια τους τό τοπίο καί ἡ ὥρα καθρεφτίζονταν σάν ἀκινητοποιημένα.
Ἀκόμα κι ἄν στό μεταξύ ἡ ἀκτή εἶχε γεμίσει ἀπό μικρούς καί μεγάλους εἰσβολεῖς, κι ἄν κανείς δέν εἶχε μάτια γιά νά δεῖ, μιά εὐλογητική χειρονομία χαμήλωνε ἀργά ἀργά. Συγκατανεύοντας στήν ἕλξη της ἀχνά καί στέρεα πράγματα μαζί ἀνυψώνονταν ἀπό τήν ἄμμο ἐλάχιστα ἀλλά θαυμαστά.
Τώρα στήν παγωνιά τό δῶρο ἐπιστρέφει. Οὔτε οἱ δοκιμασίες οὔτε ἡ πλήρης ἀναξιότητα ἐμποδίζουν τήν ἔλευσή του. Δέν γυρίζει ὡς ἀνάμνηση μιᾶς παράστασης ἤ ὑπενθύμιση μιᾶς στιγμῆς. Ἐπιστρέφει ζητώντας ἐμπιστοσύνη καί συμμετοχή στήν διάφανη διαρκή πραγματικότητα τῆς αὐτοπροσφορᾶς του.
[1] Φίλιππος Σέραρντ, Tό Ἱερό στή Ζωή καί στήν Τέχνη, ἐκ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 1994.
Νατάσα Κεσμέτη
1 comment:
Πάντα με την έκπληξη η αγαπητή Νατάσσα. Μακαρι στη ζωη μας να έχουμε κάπιοον κυριολύλη όπως αυτόν που μάς παρουσιάζει, παρα τό "δαιμινιον τό μεσημβρινόν"που αναφέρουν οι πατέρες π.κ.
Post a Comment