Το «περιστατικό» κήρυγμα είναι αυτό που προσφέρει η
Εκκλησία μας σε ειδικές ομάδες εκκλησιαζομένων, που έχουν προσέλθει στο Ναό, ή
σε κάποιον άλλο χώρο, για έναν συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος δεν είναι πάντα η
ανάγκη της προσευχής, η ψυχική επικοινωνία με το Θείο και η νοερή ψηλάφηση του
Θεού ή των Αγίων.
Για να προσεγγίσουμε όμως και να μελετήσουμε το ζήτημα
αυτό με τα διάφορα υπο-θέματά του, έτσι ώστε να δικαιώσουμε από τη δική μας
σκοπιά την ευλογημένη αυτή πράξη της εκκλησιαστικής μας Παράδοσης, αξίζει να
δούμε κάπως πιο αναλυτικά (όσο μας επιτρέπει βέβαια ο περιορισμένος χρόνος),
μια συγκεκριμένη θεματική τριάδα που βρίσκεται στο κέντρο της παρούσας
συζήτησης. Η εν λόγω τριάδα έχει ως εξής:
- Ομιλητής - Ιεροκήρυκας
- Ακροατής - εκκλησιαζόμενος
- Περιεχόμενο (δηλ. θέμα και μηνύματα) του
κηρύγματος
Ο ΟΜΙΛΗΤΗΣ είναι βασικός παράγοντας του κηρύγματος, είναι
ο κύριος συντελεστής. Η προσωπικότητα, οι γνώσεις και οι πνευματικές του
εμπειρίες είναι καταλυτικά στοιχεία της επιτυχίας του, ειδικά όσον αφορά το
ρόλο αυτόν καθ’ αυτόν του ομιλητή.
Όπως για να τελεσθεί ένα ιερό μυστήριο της Εκκλησίας
απαιτείται ο ιερουργός να είναι κανονικός Ιερέας, έτσι και για να ερμηνευθεί
σωστά, κατανοητά και αποτελεσματικά η κάθε ιερή πράξη έχουμε ανάγκη την
παρουσία και προσφορά του «κανονικού» και έμπειρου Ιεροκήρυκα.
Ο αείμνηστος Καθ. Παναγιώτης Τρεμπέλας, ομιλώντας κάποτε
για τα προβλήματα των κατηχητικών σχολείων, ανέφερε την παρακάτω σκέψη: «Το
κατηχητικό σχολείο το κάνει ο καλός κατηχητής και αν δεν έχετε έναν καλό
κατηχητή… μην επιχειρείτε την ίδρυση κατηχητικού σχολείου». Κατ’ αναλογία, θα
μπορούσαμε ίσως να ισχυρισθούμε πως και το καλό κήρυγμα το κάνει ο καλός
Ιεροκήρυκας, ο οποίος βέβαια -ούτως ή άλλως- είναι «συνεργός» του Θεού στη
διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος, και έχει πάντα κατά νου ότι, ενώ εκείνος
φυτεύει και ποτίζει, είναι ο ίδιος ο Θεός ο οποίος αυξάνει. Κι είναι ο Θεός,
επίσης, που ανοίγει τις καρδιές των ανθρώπων, όπως και της Λυδίας στους
Φιλίππους (Πρξ. 16, 14), για να προσέχουν και να κατανοούν τον προσφερόμενο
λόγο.
Ο Ιεροκήρυκας όμως έχει υποχρέωση να εντρυφεί στο λόγο
του Θεού, μελετώντας, αλλά και προσευχόμενος, με σκοπό να λαμβάνει δύναμη,
ευλογία, σοφία και έμπνευση. Την ίδια ώρα ακούει προσεκτικά τον Παύλειο λόγο:
«Ούτω λαλούμεν, ουχ ως ανθρώποις αρέσκοντες, αλλά τω Θεώ τω δοκιμάζοντι τας
καρδίας ημών. Ούτε γάρ ποτέ εν λόγω κολακείας εγεννήθημεν καθώς οίδατε, ούτε εν
προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς, ούτε ζητούντες εξ ανθρώπων δόξαν» (Α΄ Θεσ.
2,4-6).
Στις διάφορες οικογενειακές Ακολουθίες και τελετές, ο Ιεροκήρυκας,
που συνήθως ταυτίζεται με τον ιερουργό και τον ποιμένα της τοπικής Ενορίας,
χρειάζεται να μιλήσει απλά αλλά και αναλυτικά, με γλυκύτητα αλλά και με
ευφράδεια, χρειάζεται να ερμηνεύσει αλλά και να παρηγορήσει, να χαμογελάσει ή
να έχει ύφος σοβαρό, ανάλογα με την Ακολουθία και την ανάγκη των πιστών. Στην
Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία θα μπορούσε να ομιλήσει ακραιφνώς θεολογικά, ή και
πατριωτικά, ανάλογα με την χαρακτήρα της ημέρας. Στην περιστατική όμως
Ακολουθία, ο λόγος έχει υποχρέωση να σταλάξει βάλσαμο στις ψυχές των ανθρώπων
και να δημιουργήσει κατάνυξη και ιερότητα.
Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ, που είναι το δεύτερο στοιχείο στη παρούσα
αναφορά, είναι ο εκκλησιαζόμενος κατά τις διάφορες οικογενειακές Ακολουθίες και
τελετές που προαναφέραμε, οι οποίες -όπως επισημαίνει ο αείμνηστος Καθ. Ιωάννης
Φουντούλης- «τις περισσότερες φορές αποτελούν σταθμούς στην ατομική, κοινωνική
ή επαγγελματική ζωή των πιστών».
Επομένως, εκείνος που γίνεται αποδέκτης του κηρύγματος
και του μηνύματος της Εκκλησίας, είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται -την παρούσα
στιγμή που ακροάται- σε μια οριακή στιγμή της ζωής του, όπου τον συνοδεύει μια
έσχατη χαρά ή λύπη, και ως εκ τούτου η ψυχή και τα συναισθήματά του είναι
γεμάτα από εικόνες, από όνειρα, από αναμνήσεις κι από υπέρμετρη ευαισθησία.
Ο αριθμός των ακροατών στις έκτακτες αυτές περιστάσεις
μπορεί να είναι μικρότερος από το Κυριακάτικο εκκλησίασμα. Αυτό δίνει τη
δυνατότητα της πιο άμεσης και προσωπικής προσέγγισής τους από τον Ιεροκήρυκα. Η
επικοινωνία, με τα μάτια ή με τον λόγο, οι μικρές κινήσεις εντός του Ναού, η
προσωπική αναφορά κάποιων ακροωμένων από τον Ιεροκήρυκα, δίνει μια χάρη και μια
καλύτερη δυναμική προσέγγισης μεταξύ ομιλητή - ακροατή. Για παράδειγμα, είναι
αρχαία πράξη της Εκκλησίας η χρήση του κηρύγματος και της ερμηνείας των
δρώμενων από τον ιερουργό, σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια του μυστηρίου της
Βαπτίσεως.
Όσον αφορά το ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ του «περιστατικού» κηρύγματος,
ο Καθ. Φουντούλης υπογραμμίζει με έμφαση πως «...πρέπει να είναι απόλυτα
προσαρμοσμένο προς το αντικείμενο κάθε επί μέρους περιπτώσεως και να συμφωνεί
προς την όλη της ατμόσφαιρα». Και συνεχίζει ο σοφός Καθηγητής: «Κατά τη χαρά
του γάμου δεν μπορεί κανείς να μιλά για αμαρτίες και μετάνοια και κατά την
είσοδο σε νέο σπίτι ή κατάστημα για τη μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση». Πολύ
σωστά δε, τονίζει και ότι «πρέπει να γίνει σαφές πως οι περιστατικές ομιλίες
δεν είναι ευκαιρίες για την ανάπτυξη ατελείωτης καθηκοντολογίας, ούτε και
αφορμές εγκωμίων και επαίνων των προσώπων που μετέχουν σ’ αυτές».
Η αλήθεια βέβαια είναι πως το περιστατικό κήρυγμα
προσφέρεται σε περιπτώσεις περιστατικών Ακολουθιών, τις οποίες παρακολουθούν
μεταξύ άλλων και άτομα τα οποία δεν εκκλησιάζονται τακτικά, ή και καθόλου. Αυτό
δίνει την ευκαιρία στον κήρυκα του θείου λόγου να προσεγγίσει ψυχές που δεν
έχουν την Εκκλησία, και το μήνυμα που αυτή κομίζει στον κόσμο, στις βασικές
προτεραιότητές τους. Έτσι ο τρόπος της ομιλίας, το περιεχόμενό της, τα μηνύματά
της μπορεί να αποδειχθούν -με τη βοήθεια και τη συνδρομή του Αγίου Πνεύματος-
εποικοδομητικά και ψυχοσωτήρια για πολλούς, ειδικά εκείνους που είναι δεκτικοί
στη χάρη και το λόγο του Θεού.
Άφησα τελευταίο ένα μικρό ίσως θέμα, που μπορεί να είναι
τεχνικό ζήτημα, όμως εμένα προσωπικά με δονεί και με συγκινεί ιδιαίτερα. Κι
αυτό είναι το θέμα της γλώσσας αυτής καθ’ αυτής. Ειλικρινά θεωρώ πως ο
Ιεροκήρυκας έχει υποχρέωση να είναι και λογοτέχνης. Να ασχολείται λεπτομερειακά
με την ονομαζόμενη ως «πρώτη ύλη» του λόγου του. Κι αυτή η «πρώτη ύλη» είναι οι
λέξεις, είναι και οι φράσεις. Ο λόγος μας έχουμε υποχρέωση να είναι ωραίος, εύηχος
και εύχυμος. Να «στάζει μέλι», να είναι μελίρρυτος, όπως συμβούλευαν και οι
αρχαίοι πρόγονοί μας.
Στον λόγο, την ποίηση, αλλά και το κήρυγμα που κυρίως μας
αφορά, σημασία έχει όχι η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Έτσι ο λόγος, για να
διεισδύσει στις ψυχές και για να είναι αποτελεσματικός, εκτός των άλλων
στοιχείων που θα πρέπει να τον χαρακτηρίζουν, είναι ανάγκη να είναι ώριμος,
καλλιεργημένος με προσοχή και επιμέλεια στο χωράφι της γλώσσας, έτσι ώστε να
συγκινεί και να προσελκύει.
Ο λόγος (με «λ» μικρό) δεν υπάρχει στη μη έκφρασή του.
Αρχίζει να υφίσταται όταν κάποιος ανοίξει το στόμα του και μιλήσει. Το προνόμιο
να μιλήσει κανείς -γενικά- είναι σπουδαίο, όμως η ευθύνη ειδικά να κηρύξει
κάποιος, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη. Για τούτο αξίζει να προετοιμασθεί
κατάλληλα, πρώτα απ’ όλα βέβαια πνευματικά και ηθικά, αλλά οπωσδήποτε και
διανοητικά και γλωσσικά.
Κι ας προσευχηθούμε, την αγαθή διάθεση του Ιεροκήρυκα να
την ευλογήσει ο Δωρεοδότης Κύριος, να τον φωτίσει και να τον εμπνεύσει, έτσι
ώστε ο λόγος του να είναι χαριτωμένος, γλυκύς και τελικά καρποφόρος, προς δόξαν
Θεού και προς όφελος των ακροατών.
Πρωτοπρ.
Αναστασίου Δ. Σαλαπάτα
No comments:
Post a Comment