Μέ τό πού ἔμπαινε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή κι ἄρχιζε ή νηστεία,
στό παλιό μας τό χωριό κοίταζαν νά «κρατήσουν» τά ὅσα παρέλαβαν ἀπό τούς
προγόνους τους.
Ἔτσι τά φαγητά γίνονταν πιό λιτά, ἄν καί δέν ἔλειπαν τά
εὔγευστα ἐδέσματα, ὅπως χταπόδι μέ τό
ρύζι, χταπόδι μέ τά ἄγρια τά λάχανα ἤ τά μάραθα, σουπιές μέ τό ρύζι καί τό
σπανάκι ἤ σουπιές γιαχνί, καθώς καί τά γνωστά φασόλια, φακές ἤ ρεβύθια ξερά σοῦπα
καί πατάτες γιαχνί. Μάλιστα ἐδῶ πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι τήν ἐποχή αὐτή, τῆς
Μεγάλης Σαρακοστῆς πού σκάβανε τ᾿ ἀμπέλια, ἔπρεπε ἀπαραίτητα νά πᾶνε στούς ἐργάτες
φαγητό γιά τό μεσημέρι. Τό φαγητό, λοιπόν, πού κυριαρχοῦσε τίς μέρες αύτές
ἦταν ἡ φασολάδα ἤ οἱ μαγειρεμένες οἱ πατάτες, οἱ πατάτες γιαχνί δηλαδή, καί
φυσικά ἐλιές ξυδάτες ἤ στό γάρο, καμμιά φορά ταραμοκιεφτέδες, καί φυσικά τό ἀνάλογο
κρασί καί ψωμί.
Παλιότερα, ὄταν οἱ ἴδιοι οί νοικοκυραῖοι κλαδεύανε ἤ
σκάβανε τ᾿ ἀμπέλια αὐτή τήν ἐποχή, ἔτρωγαν τό ψωμί, συνοδευμένο μέ ἐλιές μέ
λίγη φρέσκια ρίγανη, πού μόλις ἄρχιζε νά φυτρώνει. Ἀπαραίτητο ἦταν τό κρασί τό μαῦρο, δικό τους πάντοτε, πού
συμπλήρωνε τό πρόχειρο γεῦμα.
Αὐτό ὅμως πού ἔδινε ἰδιαίτερο τόνο στή Σαρακοστή ἦταν ἐκεῖνες
οἱ εὐωδιαστές λαχανόπιτες, «τά στριφτάρια», ἀλλά καί οἱ ταραμοκεφτέδες ἤ καί οἱ
γαλιποκεφτέδες.
Οἱ πίττες αὐτές παρασκευάζονταν μόνο μέ ἄγρια χόρτα, ὅπως
παπαροῦνες, μάραθα, καυκαλῆθρες, στά ὁποῖα προσθέτανε σπανάκι, ἄνιθο, φρέσκο
κρεμύδι καί ρύζι. Τά «πέτουρα», τά φύλλα δηλαδή, τά ἀνοίγανε ὅπως καί στίς
κολοκυθόπιτες ἤ τά στρίβανε νά γίνουν ρολό κι ὕστερα τά τοποθετούσανε στούς
ταβάδες ἤ τά σινιά, κυκλικά. Ἦταν δηλαδή τά λεγόμενα στριφτάρια. Εὐωδίαζε τό
χωριό τότε ἀπ᾿ τή μοσχοβολιά τῆς καυκαλήθρας καί τοῦ μάραθου, ἀφοῦ σχεδόν κάθε
σπίτι ἔκανε, μέρες πού ἦταν, τίς λαχανόπιττές του. Ὅπως φτιάχνανε καί τούς εὔγευστους
ταραμοκεφτέδες, ἀλλά καί γαλιποκεφτέδες, μέ βάση τόν ταραμᾶ στούς πρώτους καί τίς
γαλίπες, τό θαλάσσιο μαλάκιο πού φυτρώνει στά παράλια βραχάκια, στούς
δεύτερους. Φυσικά ὅλ᾿ αὐτά ἀναμιγνύονταν μέ κομμένα χόρτα, ὅπως ἦταν τά μάραθα,
τά σέσκλα, οἱ παπαροῦνες καί ἐξάπαντος οἱ καυκαλῆθρες, φρέσκο κρεμύδι, ἄνιθος
καί ἀλεύρι. Μετά αὐτό τό μίγμα τό τηγάνιζαν καί γινόταν ἔνα φαγητό θαυμάσιο.
Ἄλλα φαγητά μέ
βάση τά θαλασσινά ἦταν οἱ μαγειρεμένοι ἀχινοί, μέ γέμιση περίπου μέ αὐτή πού
βάζανε στίς λαχανόπιτες, οἱ πεταλίδες ἤ
τά κοχύλια μέ τό ρύζι καί, φυσικά, γιά τούς μεζεκλῆδες οἱ πίνες, κυρίως
ψημμένες μέ λάδι καί λεμόνι, οἱ καβοῦρες, οἱ ἀστακοί, βρασμένα κι ὕστερα
σερβιρισμένα μέ μπόλικο λάδι καί λεμόνι καί οἱ «φοῦσκες».
Οἱ εὐωδίες ὅμως ἐκεῖνες τῆς Σαρακοστῆς σχεδόν χάθηκαν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους πού
ξέρανε πρωτίστως νά τιμοῦν τίς μέρες μέ τό κορυφαῖο τους περιεχόμενο. Νά
φανταστεί κανείς ὅτι σέβονταν τόσο πολύ τή νηστεία, ὥστε τό κουτάλι μέ τό ὁποῖο
ἀνακάτευαν τό γάλα γιά νά «πήξουν» τυρί, τό εἶχαν ξεχωριστά καί δέν τό ἀνακάτευαν
μέ ἐκεῖνα πού εἶχαν γιά καθημερινή χρήση. Κι αὐτό τό ἔκαναν, ἐπειδή ἤξεραν νά
σέβονται τίς μέρες τίς ἁγασμένες... Κι ἄς ἦταν ἀγράμματοι.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment