ἤ, Καθὼς
ξημέρωνε ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ - Μαθητικὲς ἀναμνήσεις
Ναί, δὲ συγκρίνονταν μὲ τίποτε οἱ μέρες ἐκεῖνες. Τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου δηλαδή,
καὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ. Καὶ μέχρι σήμερα, ποὺ πέρασαν τόσο
χρόνια -μισὸς αἰῶνας κοντά- ἀκόμα αὐτὲς οἱ ἡμέρες διακρατοῦν ἕνα δικό τους εἰδικὸ βάρος, ποὺ παραμένει ἀσύγκριτο. Γιατὶ τάχα; Κι αὐτὴν τὴν ἐξομολόγηση ἐπιχειρεῖ αὐτὸ τὸ γραπτό, ποὺ μέσα ἀπὸ παλιὲς μαθητικὲς ἀναμνήσεις ἀνοίγει δρόμους ἐπιστροφῆς καὶ ἐπίσκεψης σὲ χρόνια
χαριτωμένα, ἀνέμελα καὶ φορτισμένα μὲ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τόν τόπο, τὸ χωριό μας. Κι ἄδικο, θαρρῶ, δὲν εἴχαμε. Καὶ νὰ γιατί. Μόλις,
λοιπόν, τελειώσαμε τὸ Δημοτικὸ καὶ ἀναχωρήσουμε γιὰ τὸ Βόλο, ὅπου θὰ φοιτούσαμε στὸ ἐκεῖ Γυμνάσιο,
νοιώσαμε καὶ τὸ πρῶτο φαρμάκι ποὺ ὁ ξενιτεμὸς χαρίζει -ἔστω κι ἄν αὐτὸς ὁ ἀποχωρισμὸς μας ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς δικούς μας ἦταν γιὰ νὰ σπουδάσουμε. Ὡστόσο δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ἔχει τὸ χαρακτήρα τοῦ ξενιτεμοῦ. Γιατὶ τότε τὸ χωριό μας τὸ ξαναβλέπαμε τὶς παραμονὲς τοῦ Χριστοῦ μέχρι τ᾿ Ἁη Γιαννιοῦ· τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ἤ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων μέχρι τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ· καί, τέλος, τὸ καλοκαίρι, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ Ἰουνίου μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ Σεπτεμβρίου.
Ὅταν λοιπόν, ἔφτανε ἠ ἀλησμόνητη ἡμέρα τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, τὸ μεσημέρι -γιατὶ τότε εἴχαμε καὶ τὸ Σάββατο Σχολεῖο καὶ δὴ ὑποχρεωτικὸ ἐκκλησιασμὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα- ἄν εἶχε πλοῖο ἀναχωρούσαμε γιὰ τὸ νησί. Ἀλλιῶς περιμέναμε τὴν ἄλλη ἡμέρα, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Τί χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ἐπικρατοῦσε μέσα στὸ πλοῖο, ὅπου ἐκτὸς ἀπὸ μᾶς, τοὺς Κληματιανοὺς καὶ τοὺς Γλωσσιῶτες, ταξίδευαν γιὰ τὸν τόπο τους κι ἄλλα παιδιά - μαθητές,
ἀπὸ τὴ Σκιάθο, τὴ Σκόπελο (Χώρα) κι
ἀπὸ τὰ Λιαδρόμια. Ναί, ἕνα ἰδιότυπο πανηγύρι ἦταν αὐτὸ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς. Γιατὶ πηγαίναμε νὰ ἐορτάσουμε σιμὰ στὴν οἰκογένειά μας, νὰ ἐκκλησιαστοῦμε στὴν ἐνορία ποὺ μᾶς ἀνάθρεψε, νὰ ξαναπαίξουμε στὰ σοκάκια ποὺ μᾶς γνώριζαν. Καὶ πράγματι, ἔτσι ἦταν. Κι ἡ ἐπιστροφὴ αὐτὴ μέσα στὴ μυρωμένη, ἀνοιξιάτικη ὁμορφιά, ἦταν μιὰ παραδείσια ἐμπειρία, ἀλησμόνητη καὶ μοναδική.
Ὅμως ὅση χαρὰ κι αἰσιοδοξία, χαμόγελα
καὶ εὐχαρίστηση εἶχε ἡ ἐπιστροφὴ στὸ χωριό, ἄλλη τόση κατήφια
καὶ ὀδύνη εἶχε κι ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ ἐκεῖ, ὅταν τέλειωναν οἱ ἡμέρες τῶν διακοπῶν κι ἔφτανε πιὰ ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Βάραινε πολὺ μέσα μας αὐτὴ ἡ ἡμέρα, ἰδίως τὰ πρῶτα χρόνια τῶν σπουδῶν. Κι ἀναρωτιώμασταν,
πότε πέρασαν οἱ μέρες... Βλέπεις,
τότε δὲν εἴχαμε συνειδητοποιήσει
πὼς ὁ καιρὸς περνάει γρήγορα,
ὅπως πέρασαν τόσος
καιρὸς ἀπὸ τότε, καὶ λές, ὅτι λίγο πρὶν γίνανε ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ διάβηκαν τὸ κατώφλι τοῦ χρόνου.
Ἔτσι κάθε χρόνο ποὺ θὰ φτάσει ἡ ἡμέρα αὐτὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ ἕνα σφίξιμο ἀπομένει στὴν ψυχή, καθὼς ἀναθυμᾶται ἐκείνη τὴν πραγματικὰ ὀδυνηρὴ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ χωριὸ ποὺ εὐωδίαζε ἀκόμα Πασχαλιά, ἀπὸ τὴ θαλπωρὴ τοῦ σπιτιοῦ, ἀπὸ ὅλα ὄσα μᾶς γέμιζαν καὶ ἀνάπαυαν. Βλέπεις, δὲν εἶχε ὠριμάσει ἀκόμα μέσα μας ἡ ἰδέα, πὼς γιὰ ν᾿ ἀποκτήσεις κάτι, χρειάζονται
θυσίες, ἴσως καὶ φοβερὰ ἐπώδυνες. Μόνο ποὺ σιμὰ σὲ ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπομένει κι ἡ νοσταλγία νὰ θυμίζει τὴν τρυφερότητα τῆς παιδικῆς κι ἐφηβικῆς ἡλικίας, ποὺ τὴ χρειαζόμασταν
τόσο τότε, γιὰ νὰ εἶναι σήμερα ἀνάμνηση ἱερὴ ποὺ μᾶς ἀποτοξινώνει ἀπὸ κάθε βάρβαρη ἐπίθεση. Κυρίως
(συν) ἀνθρώπων μας. Ἔτσι δὲν εἶναι;
π. Κ.Ν. Καλλιανός
Μέρες τῆς Πασχαλιᾶς τοῦ 2018
No comments:
Post a Comment