ἤ, Τότε ποὺ τὸ χωριό μας εὐωδίαζε ἀπὸ τὰ ἀρώματα τὰ πασχαλινά...
Στὸν Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη καὶ στὸν Στάθη
Κ. Καραγιῶργο, πασχάλιος χαιρετισμός
Ὅσοι θυμοῦνται τὶς μεγάλες καὶ σημαδιακὲς μέρες τοῦ Μ. Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα θὰ αἰσθάνονται ἀκόμα ἐκεῖνες τὶς ζωντανὲς τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ πασχαλινὴ φρεσκοψημμένη
κουλούρα καὶ ἄρωμα Ἐπιταφίου ἀπὸ τὴ χθεσινοβραδυνή
Του λιτανεία, ποὺ πλημμύριζε τὸ χωριὸ τὰ πρωϊνὰ τοῦ Μ. Σαββάτου.
Λιτανεία ἀθάνατη, γιατὶ μὲ τὶς δεήσεις σὲ σημεῖα καίρια τοῦ χωριοῦ, γιὰ εὐλογία περισσὴ καὶ παντοτεινή, ὥστε νὰ παραμείνει σκέπη
θεϊκὴ στὴ μικρὴ κοινωνία τῶν Κληματιανῶν.
Κι ὕστερα ἦταν ἡ φωτεινὴ βραδυὰ, λίγο πρὶν τὴν Ἀνάσταση, μὲ κείνη τὴ σιωπή, τὴν ἐγκαρτέρηση, τὰ μισοφωτισμένα
σπίτια καὶ τὶς εὐωδιὲς ποὺ ξεχύνονταν ἀπὸ βραστὸ ἤ μαγειρεμένο ἀρνὶ ἤ κατσίκι, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδιὰ τῶν μαγιάτικων
τριανταφύλλων, ποὺ ἔστελναν τὸ ἄρωμά τους παντοῦ, καθὼς ξημέρωνε
χρονιάρα μέρα.
Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει στὴν ψυχὴ ἀνόθευτο καὶ πάντα θαλερὸ ἦταν οἱ εὐωδιὲς ποὺ γεύονταν ὁ κάθε Κληματιανὸς μετὰ τὴν Πασχάλια χαρὰ τῆς θείας
Λειτουργίας, ὅταν κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, ἀπολείτουργα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὸ Ρέμα ζοῦσαν στιγμὲς ἀνεπανάληπτες, καθὼς ἄκουγε τὸ νερὸ νὰ κελαρύζει, τὶς ἀνθισμένες πορτοκαλιὲς καὶ λεμονιές -δὲν ἦταν καὶ λίγες ἐκεῖ- νὰ στέλνουν τὴν πασχάλια εὐχή τους μὲ ραντισμοὺς ἀρωμάτων,
συνταιριασμένους ἀπόλυτα μὲ τὴν εὐωδιὰ τοὺ Ἀναστασίμου
θυμιάματος, ποὺ ἦταν ἀκόμα φρέσκο, ὅπως τὸ φρέσκο ἀεράκι...
Κι ὕστερα ἦταν ἡ μέρα τοῦ Πάσχα μὲ τὰ φρεσκοψημμένα στὰ ξύλα ἐδέσματα καὶ τὸ ἄφθονο ντόπιο καλὸ κρασί, κρασὶ ποὺ φύλαγαν γιὰ τέτοιες ὧρες, ἐπειδὴ ἤξεραν πὼς «Ἀναστάσεως ἡμέρα» ἦταν ἐκείνη κι ἔπρεπε νὰ πανηγυρίσουν,
λαμπροφορεμένοι καὶ πάντα εὐφραινόμενοι.
Χριστὸς Ἀνέστη στοὺς Κληματιανούς, ὅπου γῆς. Μὲ τὴ μνήμη τῆς πατρίδας καὶ τοῦ χωριοῦ τους ἀνόθευτη καὶ πάντα ζωντανή.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment