Από μικρό παιδί νόμιζε πως είχε
ταλέντο. Και αγωνιούσε να το καταλάβουνε κι οι άλλοι. Απ το σχολείο, έγινε αυτή
η αγωνία σαν μια εμμονή, που πολύ αργότερα κατάλαβε το δυσθεράπευτο μέγεθός
της. Και έτσι ξεκίνησε να τραγουδά και να πατάει τα άσπρα τα μαύρα και …τα
πράσινα του κλειδοκύμβαλου και να ρουφάει αξεδίψαστα τα χειροκροτήματα, που ο
αχός τους έγινε σκιά του και ρούχο του. Πίσω από μικρόφωνα, ένιωθε πως η φωνή
του έπαιρνε μια αλλιώτικη ένταση και τρυπούσε τοίχους, σκοτάδια, σώματα, ψυχές
και ουρανό.
Στιχάκια και μουσικές πάνω σε τυλιγμένες ταινίες των εξήντα λεπτών, μέσα σε κουτιά που απ’ έξω τους έγραφε με πολύχρωμα μελάνια για το ταλέντο του, που έπρεπε να αναγνωριστεί επιτέλους... Είχε φτάσει ήδη τα είκοσι και κάτι. Το χειροκρότημα έγινε αυτοσκοπός, τα όνειρα μονοδιάστατα, μα πάντα περιέργως τότε ασπρόμαυρα. Φίλοι του σχεδόν μόνο όσοι μπορούσαν να καταλάβουν το μέγεθος του ταλάντου του. Αδιάφοροι σχεδόν του ήταν όσοι αδυνατούσαν να το συλλάβουν. Ιδίως, όσοι δεν του αποκρίνονταν, έστω και αποφατικά για δαύτο. Μικρόφωνα, ραδιοσταθμοί, συνεντεύξεις με μεγάλα ονόματα, γεμάτες θέσεις, λόγια μεγάλα, λόγια ψεύτικα… Κι έφτασαν σχεδόν τα τριάντα… Και εκείνο το τάλαντο, ακόμα στην τσέπη του θαμμένο, στο μανδήλιον του Εγώ του… Εκεί μέσα, ανεξίτηλα γυαλιστερό μα απολλαπλασίαστο…
Δεν κατάλαβε ποτέ του στ’ αλήθεια, πως το μικρόφωνο γίνηκε δεξί αναλόγι, οι μεγάκυκλοι ευλογημένο καταφύγι και ουράνιο ραδιοκύμα και τα στιχάκια μνήμες ενός ξεχασμένου αμνησίκακου και συγγνωμικού Πατέρα. Έφτασε σαράντα τριώ χρονώ για να νιώσει βαθιά του, πως σκοπός τούτου του πρόσκαιρου κόσμου, είναι να βγάλεις από την τσέπη το δοσμένο τάλαντό σου και αγιασμένο κάποτε να το επιστρέψεις κερδισμένο σε Εκείνον που στο χάρισε!
Δέκα και βάλε χρόνια τώρα, σε μετερίζια πνευματικά νυχοπατώντας, δεν μπήκε ποτές του μέσα σε αδιέξοδες «αυλές» σε σχήμα κυκλικό. Ήθελε μια θάλασσα απέραντη δίπλα, να μπορείς να φεύγεις και να σώζεσαι, απ’ τις παγίδες και τις επίνοιες του εχθρού και μια λεμονίτσα να χαιδεύεις πότε-πότε τα φύλλα της για να μυρώνεσαι.
Τόσα πάλι χρόνια, άκουγε φίλους κι αδελφούς να τον ρωτούν, γιατί δεν βγαίνουν σε βιβλία αυτά που η αθλία ψυχή του γράφει, να τα διαβάσουν και άνθρωποι «αρχαίοι», που θα ’λεγε κι ο Κυρ Φώτης, αμύητοι στης τεχνολογίας την πολύβουη την μοναξιά.
Γιατί πάσχιζε να βρει στο διάβα του, αλισάχνη και αγλαόκαρπες λεμονιές, και συναλλήλους αδελφούς που το Ωσαννά πέμπουν συνεχώς όχι σε έναν Ερχόμενο Χριστό Εργοδότη… Τον λεμονανθό και την θάλασσα μπορεί να τα οσφραίνεται αυτός ο ταλαίπωρος με έναν Χριστό που φτάνει στην Ιερουσαλήμ - ψυχή του, μονάχα ως Ζωοδότης…
Να ’ταν προσευχή όλο αυτό, που ακούστηκε εκεί πάνω και έστειλε ο Κύριος των ταλάντων συνοδίτες τους Βαστάζους της Κυρίας Θεοτόκου και τον Πρόμαχό τους, να ξεκινήσουν τα βιβλία;
Όλα τα έσοδα, εκεί που ευωδιάζει ο Χριστός μας. Στον πόνο, στην ανάγκη και στην δίψα για το Φως Του!
Παράκληση προς συναμαρτωλούς αδελφούς για προσευχή, να ευαρεστηθεί Εκείνος και μόνο!
Χριστός Ανέστη! Καλό Παράδεισο!
Νώντας Σκοπετέας
Υγ: Φυσικά και είναι ευλογημένο, κάποιοι να βιοπορίζονται, μιλώντας και γράφοντας για Εκείνον. Η αναφορά στο κείμενο έχει να κάνει με όσους, φευ! αυτό το θεωρούν πρωτεύον, παραγκωνίζοντας την Ουσία και το Φως…
No comments:
Post a Comment