Ἀρχὴ τεσσαρακονταετίας πιά
Κάθε ἐπέτειος εἶναι κι ἕνα νέο σύνορο, ποὺ καλεῖσαι νὰ βάλεις στὴ ζωή σου καὶ μετὰ νὰ πεῖς: «Ἄν θέλει ὁ Θεὸς θὰ τὸ διαβῶ κι αὐτό. Ὅπως σαράντα χρόνια τὸ ἴδιο
κάνω...».
Κι ἀλήθεια, πόσο εὐλογημένη εἶναι αὐτὴ ἡ μέρα, τῶν εἰσοδίων ἡ ἡμέρα στὸ Χορὸ καὶ χώρο τῆς Ἱερωσύνης! Εἶναι μιὰ μέρα ξεχωριστή,
γιορταστική, ἀναμφίβολα
κορυφαία, ἀλλὰ καὶ συνάμα πολὺ τραγική. Γιατὶ ἐνέχει στὸ βάθος της τὸ συνειδητὸ ἐμβίωμα τῆς ἀναξιότητος, ποὺ τὸ πιστοποιεῖ ἐμφατικὰ ἡ παρακάτω ψαλμικὴ πρόταση: «ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. Βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς». (Ψαλμ.
69, 6)
Καὶ μήπως ἔτσι δὲν εἶναι;
Σαράντα χρόνια, λοιπόν, αὐτὴ ἡ φράση γίνεται τὸ σχεδὸν καθημερινὸ κριτήριο καὶ ἡ συνειδητὴ βάση πάνω στὴν ὁποία στερεώνεται ἡ ἱερατική διακονία.
Μὲ κάποιες, ὅπως εἶναι φυσικό, ἐκτροπές, γιατὶ κι αὐτὲς ἔχουν τὴ θέση τους σὲ μιὰ πολυχρόνιο
διαδρομή, ἀφοῦ «ἐκ νέοτητός μας ὁ ἐχθρὸς μᾶς πειράζει» καί, μάλιστα, πολὺ ἔντονα, ὥστε κάποιες φορὲς νὰ φτάνουμε στὴ θέση τῶν μαθητῶν καὶ νὰ φωνάζουμε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη: «Ἐπιστάτα, ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα» (Λκ. 8, 24). Μὴ προσέχοντας -κι ἄς τὴν ἔχουμε διαβάσει
τόσες φορὲς- τὴν εἰρηνικὴ φράση τοῦ Κυρίου: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας» (Μτθ. 14.,31).
Κοιτώντας τώρα τὴν πορεία αὐτῶν τῶν σαράντα χρόνων πού
πέρασαν, παρατηρᾶς μὲ σφιγμένη τὴ ψυχὴ αὐτὸν τὸ χῶρο, τὸ χῶρο τῆς μικρῆς ἐνορίας ποὺ ἔλαβες ἐντολὴ νὰ διακονήσεις. Νὰ σταθεῖς, μὲ λίγα λόγια, ὡς ἕνας ἄλλος σκοπός,
φύλακας καὶ σταθερὸς φρουρός, στὰ σύνορά της μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου περίεργα
καὶ χαμερπῆ. Μὲ τὸ ὅποιο τίμημα, γιατὶ πάντα μιὰ βίγλα, γιὰ νὰ τὴ φυλάξεις σωστά, ὑπεύθυνα καὶ φιλότιμα εἶναι πάντα καὶ μιὰ διακινδύνευση, ἀπὸ τὶς πιὸ κορυφαῖες μάλιστα. Γιατὶ ὁ ποιμένας δὲν ἄρχει μονάχα τῶν ψυχῶν, ἀλλὰ περισσότερο
νοιάζεται γι᾿ αὐτές, ἀγωνιᾶ, ὑποφέρει, ἀγρυπνᾶ καὶ κυρίως
προσεύχεται ψυθιρίζοντας: «Δικοί Σου ἄνθρωποι
εἶναι, Κύριε, ἐλεήσέ τους». Κι αὐτὸ, ποὺ δυστυχῶς, δὲν τὸ γνωρίζει ὁ πολὺς ὁ κόσμος, γίνεται
πράξη στὴν Ἱ. Προσκομιδή, ὅταν εὔχεται γιὰ ἕνα μεγαλο μέρος
συνανθρώπων του, ποὺ μήτε κι οἱ ἴδιοι τὸ ὑποψιάζονται. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἔχει τὴν ἔγνοια τους, μυστικὰ καὶ μὲ πόνο ψυχῆς εὔχεται: «Μνήσθητι, Κύριε...». Ναί, μνήσθητι, ὅταν ὑπάρξουν τραγικὰ γεγονότα σὲ οἰκογένειες ἤ καὶ πρόσωπα, ὅπως ἀσθένειες σοβαρές,
παρεκτροπὲς στὸ συζυγικὸ βίο, δυσχέρειες οἰκονομικές κ.ἄ.
Πολλοὶ στὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα τῶν τεσσάρων δεκαετιῶν εἶχαν τὸ θράσος; Τὴν παρρησία;, τὴν περιέργεια; νὰ ρωτήσουν. Ἀλήθεια, ἐσὺ παπᾶ -τί ἐπιτέλους- τί κάνεις;
Ἄντε τώρα νὰ τοὺς ἐξηγήσεις ὅτι σαράντα χρόνια
τοὺς σκέφτεσαι,
προσεύχεσαι γι᾿ αὐτούς, προσπαθεῖς ἐναγώνια νὰ κρατήσεις δεμένη
τὴν πνευματική τους
οἰκογένεια, τὴν ἐνορία, κάνοντας, ὅσο μπορεῖς κι ἀντέχεις, πράξη αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ποιητής:
«Πολλὰ δὲν θέλει ὁ ἄνθρωπος
νἀ ν᾿ ἥμερος νὰ᾿ναι ἄκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασὶ
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση»
(Ὀδ. Ἐλύτης)
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment