(ἤ, Μαθητεύοντας στὰ Σκιαθίτικα διηγήματά του)
Ἄν ἡ ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ἐμβιωμένη τέχνη τοῦ ποιμένα, «ὅπως διακυβερνήσῃ καλῶς τὴν ἐμπεπιστευμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ποίμνην» (Ἁγ. Νεκτάριος), τότε ἡ ἐπικοινωνία, ὡς ἐργαλεῖο τῆς διακονίας, εἶναι καὶ ἀποτελεῖ τὴ δυνατότητα προσέγγισης αὐτῆς τῆς ποίμνης: μὲ γνώμονα πάντα τὴν ἱεροπρέπεια, τὴ διάκριση καὶ τὸ ἦθος, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κατέχει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ διδάσκει, ὁ κάθε συνειδητὸς ποιμένας. Γιατὶ ἡ ἐπικοινωνία εἶναι μὲν ἡ δυνατότητα τῆς καλλιέργειας τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ὡστόσο, ἄν αὐτὴ δὲν στηρίζεται καὶ ὑποστηρίζεται ἀπό μεθόδους
σεβασμοῦ, φιλίας καὶ ἐμπιστοσύνης, τότε
καθίσταται προβληματική, καθὼς εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τοῦ τρόπου ἐπιβολῆς, τῆς μιᾶς ἤ ἄλλης ἄποψης, μεταξύ ἀνθρώπων ἤ ὁμάδων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ποιμαντικὴ ἔχει ὡς ἀρχή της τὴν μέριμνα γιὰ τὸν πιστό, ἀλλὰ γενικότερα τὸν συνάνθρωπο ποὺ ἐπιμένει τόσο στὴν ἀκρόαση καὶ, παραπέρα, στὸν προσεγμένο
διάλογο, ὅπου διαφαίνεται ἡ προσπάθεια τοῦ ποιμένα -πάντα μὲ τοῦ ἰδίου τὴ συμβολή- γιὰ μιὰν οὐσιαστικὴ ἐπικοινωνία. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο: τὸ νὰ «στεγάζει» ὁ κάθε ποιμένας μὲ πατρικὴ φιλοτιμία καὶ εὐσυμπάθεια τὸν καθένα πιστὸ καὶ ὄχι μόνο.
Ἀνατρέχοντας τώρα
στὸ διηγηματογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, καὶ μάλιστα ἐκεῖνο ποὺ ἀφορᾶ τὴν πατρίδα του, τὴ Σκιάθο, παρατηροῦμε, ὅτι μέλλημά του εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς κοινότητας μέσα
στὴν ὁποία ἔζησε καὶ ταμίευσε τὰ κορυφαῖα καὶ θεμελιώδη βιώματά
του: αὐτὰ, δηλαδή, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο πάνω στὸν ὁποῖο θὰ σταθεῖ ὁλάκερο τὸ οἰκοδόμημα τῶν ἀρυτίδωτων
διηγημάτων του. Μὲ κύριο καὶ ἀταλάντευτο κορμό τους τὰ Σκιαθίτικα. Γιατὶ, ὁταν ἔλεγε,«ἀλλὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπ᾿ ἐμοῦ γραφέντων ἑορτασίμων
διηγημάτων, ....εἶναι μᾶλλον θρησκευτικά»,
αὐτὸ ἐννοοῦσε. Ποὺ σημαίνει ὅτι ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔγραφε, ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον τὰ βίωνε, ὅπως ἐπίσης πρέπει νὰ ὑπογραμμιστεῖ, ὅτι τόσο οἱ μορφὲς τῶν ἁπλοϊκῶν ἱερέων, ὅσο καὶ ἐπίσης ἀδυνάμων πιστῶν συνυπάρχουν. Μὲ τὰ ὅσα τους τρωτὰ -γιατὶ ἄνθρωποι ἀτελεῖς εἶναι καὶ οἱ μὲν, οἱ παπάδες δηλαδή, ἀλλά καὶ οἱ δέ, παναπεῖ οἱ ἐνορίτες- ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ὅποιες τους ἀρετές. Κι εὐτυχῶς ποὺ μᾶς ἄφησε αὐτὰ τὰ παραδείγματα, ποὺ δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἐγκεφαλικὰ κατασκευάσματα, ἀλλὰ βιωματικὲς καταθέσεις καὶ ἀδιάψευστη τιμὴ στὸν Κλῆρο καὶ στὸ ἁπλό, πονεμένο καὶ παιδεμένο
ποίμνιο: ποίμνιο ποὺ ἐνδέχεται νὰ προέρχεται κι ἀπό ὁμάδες γυναικῶν μὲ ἐλαττώματα, ὅπως παραδειγματικὰ τὶς ἰχνογραφεῖ ὁ ἴδιος ὁ Παπαδιαμάντης, γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσος
πνευματικὸς ἀγώνας ἀπαιτεῖται, ἀλλὰ καὶ πόσο εὐάλωτοι εἶναι οἱ πιστοί. π.χ. «Εἰς τοὺς μαχαλάδες,
καταλάβατε, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους, ἡ μία γειτόνισσα εἶναι κατάσκοπος τῆς ἄλλης γειτόνισσας».
Μόνο ποὺ κάποτε τὰ ἐλατώμματα αὐτὰ, οἱ παραπάνω ἤ σχεδὸν οἱ περισσότεροι ἀπό τοὺς
προαναφέρομένους, τὰ συνειδητοποιοῦσαν καὶ ζητοῦσαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ σὲ προχωρημένη ἡλικία.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς ποιμένες τους εἶναι ποὺ ἀναπτύσσει τὴν ἐπικοινωνία.
Πνευματικὴ φυσικὰ ἐπικοινωνία,
παράλληλα δὲ φιλικὴ κι ἀνθρώπινη. Ἐπικοινωνία, ποὺ τὴν πριμοδοτεῖ καὶ ἐνισχύει ἡ ἀνύστακτη μέριμνα
τοῦ ἁπλοῦ παπᾶ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Μὲ τρανὸ καὶ κορυφαῖο παράδειγμα τὸν παπα-Γαρόφαλλο,
στὸ διήγημα «Ὁ ἀλιβάνιστος», ποὺ τὴ σημαδιακὴ ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου,
«συνανασταίνει» μιὰ ψυχὴ ξεχασμένη καὶ μᾶλλον
περιφρονεμένη. Ὁ παπᾶς αὐτὸς, ὁ ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς, δίχως πανεπιστημιακοὺς ἤ ἄλλους τίτλους
σπουδῶν, προσφέρει σὲ ὅλους ἐμᾶς ἔνα μάθημα γνήσιας
ποιμαντικῆς συμπεριφορᾶς. Γιατὶ, ἄν κοιτάξουμε τὸ διήγημα μὲ προσοχὴ, θὰ διαπιστώσουμε πὼς ὁ παπᾶς αὐτὸς, ποὺ ξεκίνησε ἀπό τὴν πολίχνη νὰ κάμει Ἀνάσταση στοὺς βοσκοὺς, ὑπολογίζοντας πὼς κάπου παραπέρα ἕνας συνάνθρωπός
τους, μέλλος τῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ καὶ γνωστὸς τους, δὲν θὰ μετεῖχε τῆς Ἀναστάσιμης χαρᾶς καὶ εὐλογίας, ἀποφασίζει νὰ τὸν ἀνασύρει ἀπό τὴν ἀφάνεια καὶ τὴ μοναξιά του, ἐπαναφέροντάς τον
στὴν μικρὴ κοινότητα ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ είσοδεύσει στὴν πανήγυρι τῶν πανηγύρεων, τὸ Πάσχα.
Μὲ ποιμαντικὴ διάκριση λοιπὸν ὁ παπᾶς, καὶ προφασιζόμενος
διάφορα , γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀργοπορία του στὸν Ἁη-Γιάννη -ὅπου θὰ τελοῦσε τὴν Ἀνάσταση καὶ θὰ λειτουργοῦσε- κατορθώνει νὰ έντάξει μέσα στὸν κύκλο τῶν συνεορταστῶν ἕναν «ἀληθινὸν λυκάνθρωπον» -τόσο
εἶχε ἀγριέψει ἡ μοναξιὰ τὸν μπαρμπα-Κόλλια.
Μάλιστα, ἄν προσέξουμε τὰ λόγια τοῦ παπα-Γαρύφαλλου,
τὰ ὀποῖα ἀπευθύνει στὸν «ἀλιβάνιστο», τότε θὰ διακρίνουμε μιὰν ἄλλη ποιμαντικὴ, ποὺ δὲ διδάσκεται, μόνο ἐμβιώνεται ἤ, καλύτερα, εἶναι ἀπότοκη τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ ἱερέα. «Νἄχεις τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ παιδί μου! Ἔλα! Νὰ πάρῃς εὐλογία! ...Νὰ μοσχοβολήσ᾿ ἡ ψυχή σου! Ἔλα ν᾿ ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας! Μὴν ἀδικεῖς τὸν ἑαυτόν σου! Μὴν κάνεις τοῦ ἐχθροῦ τὸ θέλημα! ...Πάτα τὸν πειρασμό!» Καὶ τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τἄλεγε ὁ παπᾶς γιὰ ἐπικοινωνιακοὺς λόγους, ὅπως τυχὸν συμβαίνει
σήμερα, ἀλλὰ τὰ ἐννοοῦσε. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
Ὅμως ἡ περίπτωση τοῦ παπα-Γαρύφαλλου δὲν εἶναι ἡ μοναδική. Ἔχουμε κι ἄλλες μορφὲς ἱερέων ποὺ μᾶς ἐκπλήσσουν μὲ τὸν ἐπικοινωνιακό τους
χαρακτῆρα καὶ τὴν ποιμαντική, τὴν ὁποία ἀσκοῦν στὴ μικρή τους
κοινότητα. Παράδειγμα ὁ παπα-Διανέλλος,
τοῦ διηγήματος
«Λαμπριάτικος ψάλτης», ὁ ὁποῖος, ἄν καὶ ἀντιμετωπίζει σοβαρὰ οἰκογενειακὰ προβλήματα -
θάνατος τῆς παπαδιᾶς, τὰ κορίτσια νὰ μεγαλώνουν, ὅπως καὶ οἱ εὐθύνες, ὁ γιὸς νὰ σπουδάζει καὶ τόσα ἄλλα, ἐν τούτοις δὲν ἀποποιεῖται τῆς μέριμνας γιὰ νουθεσία τοῦ μικροῦ ὁμίλου τῶν συνεορταστῶν καὶ συνακολούθων του
στὸν Ἁη-Γιάννη, γιὰ νὰ τελέσει τὴν Ἀνάσταση. Νουθεσία
ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, καθὼς ἐρωτᾶται γιὰ τὴν «δύναμιν τῶν μνημοσύνων» καὶ μάλιστα ἀπό πρόσωπα ποὺ εἶχαν χάσει τοὺς δικούς τους, ὅπως ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, ποὺ εἶχε χάσει τὸν ἄντρα της καὶ τὰ τέσσερα παιδιά τους.
Κι ὅλ᾿ αὐτὰ νὰ γίνονται μὲ τέτοιο φυσικὸ τρόπο, ἀγνωστο, δυστυχῶς, σήμερα, ποὺ παντοῦ καὶ πάντα ἐπιζητούμε τὴ φωτογραφικὴ ἐπιβεβαίωση, γιὰ νὰ δείξουμε πῶς κάτι ἔγινε... Κι ἄς εἶναι αὐτὸ, ὅπως ὅλη μας ἡ διακονία, ἕνα ψιχίο ποὺ κατατίθεται στὸ Δισκάρι τοῦ Ἐλεήμονος Θεοῦ από τὸν ὁποῖο καὶ ἐξαρτόμαστε.
Τὰ παπαδόσπιτα εἶναι ὁ ἄλλος χῶρος ὅπου ἡ ποιμαντικὴ ἐπικοινωνία καλλιεργεῖται καὶ ἐξ αὐτῆς διαφαίνεται καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα, σύμφωνα μὲ τὰ παπαδιαμαντικὰ δεδομένα. «Ὁ γείτονας τοῦ παπα-Φραγκούλη, ὁ Πανάγος ὁ Μαραγκούδης, πεντηκοντούτης,
οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπη μίαν καλησπέρα καὶ νὰ πίῃ μιὰν ρακιὰν, κατὰ τὸ σύνηθες εἰς τὸ παπαδόσπιτο», γίνεται
ἡ ἀφορμὴ νὰ ξεκινήσει ἡ ὅλη προσπάθεια, ἡ ὁποία ἔχει διπλὸ σκοπό: Νὰ λειτουργηθεῖ ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἐγκλωβισμένοι ἀπό τὰ χιόνια στὸ Κάστρο συμπολίτες
τους. Προσέχοντας, λοιπόν, τὴ ὅλη πλοκὴ τοῦ διηγήματος, ποὺ ἀρχίζει ἀπό τὴν πληροφορία τοῦ παπα-Φραγκούλη γιὰ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν δύο Σκιαθιτῶν -μελῶν ἐξάπαντος τῆς μικρῆς κοινότητας, ἴσως καὶ τῆς ἐνορίας- παρατηροῦμε τὰ πάντα νὰ γίνονται μὲ πνεύμα θυσίας, πίστεως
καὶ φιλανθρωπίας. Ἄν καὶ παλιὸς ναυτικὸς ὁ παπα-Φραγκούλης ἐμφανίζεται παράλληλα
καὶ ὡς καλὸς ποιμένας, ποὺ νουθετεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ ἐμψυχώνει ὅλο τὸν ὅμιλο τῶν φιλεόρτων καὶ φιλοτίμων πιστῶν, ποὺ τὸν συνοδεύουν, μέσα
σὲ ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες στὸ Κάστρο. Καὶ τὸ κυριώτερο, αὐτὴ ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ σεμνοῦ ἱερέα, γίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ σωθεῖ καὶ ἕνα πλοῖο, ποὺ ἐκείνη τὴ ζοφερὴ, πλὴν ἁγία νύχτα τῶν Χριστουγένων, κινδύνευε νὰ καταποντιστεῖ. Δὲ γνωρίζω ἄν ὁ παπα-Φραγκούλης, ἤ ὁ κάθε ἁπλοϊκὸς καὶ συνετὸς παπᾶς ἔκανε κηρύγματα τὴν ἐνορία του. Ξέρω ὅμως καὶ συμπεραίνω ἕνα πρᾶγμα: ὅτι κήρυγμα ἦταν ἡ ζωὴ καὶ ἡ διακονία τους. Κι
αὐτὸ θεωρῶ πὼς τὰ λέει ὅλα.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα παρόμοια παραδείγματα
στὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο, μὲ ἀπλοὺς, φιλότιμους καὶ φιλόχριστους παπάδες,
ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ ποίμνιο, τὸ ὁποῖο τοὺς ἐμπιστεύτηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ φόβο Θεοῦ. Δὲν ἔχουν διδαχτεῖ ποιμαντικὴ σὰν τὸν ἱεροσπουδαστὴ τοῦ διηγήματος «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», ποὺ χλευάζει καὶ ἐμπαίζει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐκεῖνοι γνωρίζανε νὰ λειτουργοῦν, νὰ ὑπομένουν τοὺς σταυροὺς καὶ νὰ μὴν ὑπεραίρονται (πρβλ.
Β. Κορ. 12, 8), γιατὶ ξέρανε πολὺ καλὰ ὅτι διάκονοι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων εἶναι, δηλαδὴ ὑπηρέτες, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ Ἐκεῖνος τοὺς δίδαξε (πρβλ.
Μαρκ. 10, 44-45). Κι αὐτὸ τοὺς ἔφτανε καὶ τοὺς περίσσευε.
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
No comments:
Post a Comment