(ἤ, Μνῆμες παλιὲς ἀπὸ τὸ Κλήμα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950)
Εἶναι ἀλήθεια πὼς κάθε φορὰ ποὺ ὁ καιρός, τώρα τὸ χειμώνα, γυρίσει
στὸ χιονιά, στὸ νοῦ ἀνεβαίνουν παλιὲς εἰκόνες ἀπὸ τὸ παλιό μας τὸ χωριό, τὸ Κλήμα. Εἰκόνες, ποὺ συλλαβίζουν στὴν ψυχή, ρήματα
κατανύξεως καὶ ἄφατης συγκινήσεως,
ἀφοῦ σὲ φέρνουν σιμὰ σὲ ἄχραντες ὧρες. Ὧρες, ποὺ ἔχουν κρυσταλλώσει
μέσα μας βιώματα ἱερά, ἀφοῦ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ λησμονήσει κανεὶς ἐκεῖνα τὰ λευκά, τὰ χιονισμένα
πρωϊνά, ποὺ ὅλος ὁ τόπος ἡσύχαζε, λὲς καὶ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ κατοικεῖ αὐτὰ τὰ σπίτια. Μέχρι νὰ θραυστεῖ αὐτὴ ἡ σιωπὴ ἀπὸ τὸ βαρὺ περπάτημα κάποιου
μέσα στὰ χιονισμένα
καντερίμια ἤ καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ καμμιὰ φωνή. Φωνή, ποὺ ἔλεγες ὅτι ἔβγαινε ἀπὸ βαθὺ φαράγγι, μ᾿ ἕνα ἦχο ξηρό, λὲς καὶ τὸν ἔκοβαν στημένα
φράγματα στὴ μέση.
Ὅμως τὸ πιὸ χαρακτηρηστικὸ αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἦταν ἐκεῖνες οἱ μυρωδιὲς ποὺ διαχέονταν στὸ χωριό, με πρώτη ἐκείνη τῆς κάπνας, ποὺ ἔβγαζαν οἱ μικροὶ καπνοδόχοι τῶν σπιτιῶν. Τῶν σπιτιῶν, ποὺ οἱ παραστιὲς αὐτὲς τὶς μέρες δὲ σταματοῦσαν νὰ καὶνε. Νὰ καῖνε ξύλα ἄγρια, τοῦ δάσους ξερὰ καὶ κομμένα στὸν καιρό τους ξύλα,
ποὺ εὐωδίαζαν σχοίνο,
κουμαριά, ρείκι, ἀλλὰ και ρετσίνα ἀπὸ τὰ πευκόξυλα ἤ τ᾿ «ἀριτσνουπίασματα»,
τὰ πελεκούδια
δηλαδή, ποὺ ἦταν έξαίρετη πρώτη
ὕλη γιὰ νὰ «πιάσει»ἡ φωτιά.
Κι ὕστερα ἀκολουθοῦσε ἐκείνη ἡ εὐωδιὰ τοῦ τηγανισμένου
λαδιοῦ γιὰ νὰ ψηθοῦν οἱ τηγανίτες καὶ σιμὰ σ᾿ αὐτὴ ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ ψημμένου κρεμυδιοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ φασκόμηλου, τὸ μπρίκι τοῦ ὁποίου περίμενε σιμὰ στὴ φωτιά, πάντα ἕτοιμο, ἀλλὰ τοῦ καφέ τὸ ἀπομεσήμερο. Ἄν πήγαινες δε πρωϊνὴ ὥρα σὲ σπίτι Κληματιανὸ θὰ εὐφραινόταν ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὴ «μπαζίνα» καὶ τὶς «ρατστὲς» ποὺ ἑτοίμαζαν οἱ νοικοκυρές, γιὰ νὰ τὶς φᾶνε ζεστὲς μὲ μπόλικο ντόπιο
πετιμέζι.
‘Αλησμόνητες κι οἱ «φουσκάλις», δηλ.
τὰ σημερινὰ «ξενικῶς» ὀνομαζόμενα «πὸπ-κόρν», ποὺ τὰ φτιάχνανε μέσα στὰ παλιὰ τὰ «καρβουτστίρια», ὅπου καβούρτιζαν τὸν καφέ. Τὸ καλαμπόκι ἦταν δικό τους, ἀπὸ τὰ κηπάκια τους τὰ καλοκαιρινά. Τρελαίνονταν
τότε τὰ παιδιά, ποὺ γεύονταν αὐτὸν τὸ φρέσκο
λευκοκίτρινο καρπό, ζεστὸ ἀκόμα...
Πάλι, κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἄντρες τῆς γειτονιᾶς, ὅταν τελείωναν μὲ τὸ πάχνιασμα τῶν «πραμάτων» τους,
γυρνώτας στὸ σπίτι κατὰ τὸ σούρουπο, φώναζαν
καὶ κανένα γείτονα γιὰ νὰ τᾶ ποῦνε, πίνοντας
παράλληλα καὶ λίγο κρασί. Βάζανε,
λοιπόν, γιὰ μεζὰ δυὸ-τρία κομμάτια ἀπὸ καλαμάρι λιαστὸ πάνω στὴ θράκα καὶ μοσχοβολοῦσε τότε ὅλο τὸ σπίτι κι ὅλο τὸ χωριὀ.
Ἔξω μπορεῖ νὰ χιόνιζε, ὅμως μέσα στὸ σπίτι ἑνωμένη ἡ οἰκογένεια σιμὰ στὴν παραστιὰ περίμενε... Νὰ φέξει ὁ Θεός, νὰ ὑπομείνουν καὶ τοῦτο τὸν ἔγκλειστο βίο καὶ νὰ περιμένουν ν᾿ ἀνθίσει ἡ ἀμυγδαλιά, ὥστε νὰ ξέρουν ὅτι ἔρχεται ἡ ἄνοιξη...
Χειμῶνες Κληματιανιοί,
τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς ὁμορφιᾶς ἄχραντα
κατοικητήρια, μὲ τὶς εὐωδιές τους τὶς μοναδικές, ὅπου ἀναπαύεται ἡ ψυχή, ὅταν τὶς θυμηθεῖ...
π. K.N. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment