Μια
ψυχή επέστρεψε να το φωνάξει…
Αρχές δεκαετίας του 1980. Πρωί
Κυριακής στην Καλαμάτα. Η Άνοιξη πλέον παντού φανερώνεται! Αρκεί τα μάτια των
αισθήσεων σου να είναι ορθάνοιχτα για να ρουφούν τα αρώματα και τις ανασαιμιές
της, τις ζωγραφιές και τα ηχολογήματα που απόδημα επιστρέφουν και αυτά, σαν
δεντροχελίδονα σε καλοσυνάδες και τόπους θαλπερούς. Οι καμπάνες της Υπαπαντής
διαλαλούν πανηγυρικά ως τα βάθη του Μεσσηνιακού κόλπου το είη το όνομα Κυρίου
ευλογημένο! Με την γεύση του Χριστού στο στόμα και στην ψυχή του ο Γιώργος
περπατά στους πάντα αλλιώτικους Κυριακάτικους δρόμους μιας όμορφης πόλης. Λίγο
πριν εκκλησιάστηκε για πρώτη φορά στην Μητρόπολη και σιγόψαλε και εκείνος απ το
στασίδι του το Χαίρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε εκ σου γαρ ανέτειλεν ο Ήλιος
της δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ημών…
Μεγάλη μέρα η σημερινή! Η Πρώτη
του Κυριακή στην Καλαμάτα! Πριν κληθεί μόνιμος Ανθυποσμηναγός, ο τότε τριτοετής Ίκαρος Γιώργος συνέχιζε σε αυτήν την πόλη την
εκπαίδευσή του, λίγο πριν ξεκινήσει μια μεγάλη διαδρομή σαν επιφανής αξιωματικός
της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Πάντοτε πορευόμενος με εκείνα τα
αξέχαστα λόγια από τον κώδικα τιμής των
Ικάρων, μεριμνώντας συνεχώς για τον ηθικό, θεωρητικό και αισθητικό του βίο με
επίγνωση, ειλικρίνεια και συνέπεια.
Πόσο είχαν χαραχτεί βαθιά του
εκείνα τα λόγια και πόσο μοχθούσε πάντοτε να τα βιώνει μην υπολογίζοντας το
όποιο κόστος: Σαν άνθρωπος υπεύθυνος, υπερήφανος κι ελεύθερος, δε θα κάνω ποτέ
πράξη ποταπή, γεννημένη από μικρότητα ή φόβο… Όλα τούτα προσπαθούσε να τα μπολιάζει
με την αγάπη του για τον Χριστό και την γνήσια πνευματική ζωή, όπως του
την δίδαξε ο ευλογημένος πνευματικός του. Ο τόσο σεβαστός και αγαπημένος γέροντάς του! Μαζί με τα λόγια του κώδικα τιμής
είχε και μια ακόμα φράση εκείνου, να συνοδεύει αχώριστα όλη του την ζήση:
-Φοβερόν είναι να σβησθεί τ’ όνομα του Χριστιανού από το βιβλίον της ζωής! Εδώ
που σεργιανά ο Γιώργος σήμερα, περπατούσε
κρατώντας το χέρι της θείας του Αλεξάνδρας και ο μικρός Ετεοκλής, ο μετέπειτα
μέγιστος εργάτης του Σωτήρος Χριστού πατήρ Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος.
Μα και πόσοι ακόμα… σκεφτόταν
καθώς βημάτιζε ο Γιώργος… Ο πατήρ Ιωήλ, ο πατέρας Χρυσόστομος! Ξεκίνησε απ τις
όχθες του Νέδοντα στην σκιά του πολυθρύλητου κάστρου αυτήν την λιόλουστη βόλτα
του. Είχε αρκετό χρόνο ως το μεσημέρι και την συνάντησή του… Έφτασε και στο
προαύλιο των Αγίων Αποστόλων ! Ζωντάνεψαν μέσα του εικόνες και ιαχές των
γενναίων! Και έπειτα στην μεγάλη πλατεία
του Βασιλιά Γεωργίου, με όλα τις τα καφενεία να γεμίζουν απολείτουργα απ’ τους
χαρούμενους Κυριακάτικους θαμώνες τους. Αριστομένους, Ναυαρίνου, Πανελλήνιο στο λιμάνι… Έφτασε ως
τον μεγάλο ναό της Αναστάσεως της παραλίας σε εκείνη την μεγάλη του βόλτα. Μεριμνούσε είπαμε για τον ηθικό, θεωρητικό και αισθητικό του
βίο με επίγνωση… Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη ο Γιώργος. Από όλα ήθελε να βγαίνει
ομορφιά αληθινή και ωφέλεια για την ψυχή του! Σπάνια ωριμότητα για έναν άνθρωπο
στην πειραστική νεότητα. Γι’ αυτό τον λόγο μια μέρα πριν έρθει στην
Καλαμάτα, επισκέφτηκε τον πατέρα
Επιφάνειο στην Αγία Ειρήνη την Χρυσοσπιλιώτισσα.
–Πάτερ Επιφάνιε τώρα που θα πάω
στην Καλαμάτα για την εκπαίδευση δεν γνωρίζω κανέναν. Δεν θέλω τον ελεύθερο
χρόνο μου να τον ξοδεύω ανούσια με παρέες και ανθρώπους που δεν θα μπορούμε να
ανταλλάξουμε έναν ωφέλιμο λόγο, μια
καλήν ανησυχία! Χάρηκε ο Γέροντας με τον
ζήλο του και αμέσως έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί και σημείωσε πάνω ένα όνομα και
ένα τηλέφωνο! -Μόλις φτάσεις και βρεις λίγο χρόνο κάλεσε αυτό το τηλέφωνο παιδί
μου! Θα μιλήσεις με ένα πνευματικοπαίδι μου που ζει στην Καλαμάτα!
Ο Γεώργιος ο Π. . Δεν είναι στην
ηλικία σου! Έχει σχεδόν τα διπλά σου χρόνια! Μα θα ωφεληθείς πολύ συναντώντας
τον και αυτόν και την Αθανασία την γυναίκα του! Είναι ευλογημένοι άνθρωποι με
μια όμορφη οικογένεια, με αγάπη και Χριστό μέσα τους παιδί μου! Μην διστάσεις
σε παρακαλώ! Θα δεις πόσο θα σε αναπαύσουν! Θα τον πάρω και εγώ τηλέφωνο να του
πω για σένα Γεώργιε! Θα είστε ο Γεώργιος ο μεγάλος και ο Γεώργιος ο μικρός!
Έτσι και έγινε λοιπόν! Δεν ήταν
μόνο η υπακοή στον Γέροντά του, μα και ο
δικός του ασίγαστος πόθος, σύντομα να αποκτήσει και εκείνος μια ευλογημένη
οικογένεια με πολλά παιδιά. Και αυτή του η λαχτάρα δυνάμωσε ακόμα περισσότερο
μόλις βρέθηκε ανάμεσά τους εκείνο το αξέχαστο μεσημέρι Κυριακής! Με πόση
ζεστασιά και χαρά τον υποδέχθηκαν στο ευωδιαστό και αγιασμένο σπιτικό
τους! Τέσσερα παιδιά με τις φωνές τα
γέλια και τα παιχνίδια τους!
Ένα τραπέζι που έστρωσε η αγάπη
και η αρετή της φιλοξενίας! Είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεόν σου! Βίωναν
τούτο το ρήμα των Πατέρων σε αυτήν την χαριτωμένη φαμίλια. Και ο Γιώργος το
απήλαυσε όλα του τα επόμενα χρόνια στην Καλαμάτα! Σαν παιδί τους τον είχαν! Με
πατρική στοργή πάντα τον νουθετούσαν! Του έλεγαν πάντα με μια φωνή: Να κάνεις
πάντα το καθήκον σου Γεώργιε! Προς τον Θεό και τους αδελφούς σου! Μην το ξεχνάς
αυτό ποτέ! Καμιά στιγμή δεν είναι ασήμαντη! Κάθε μια μπορεί να φέρει τον
Παράδεισο, στο βιβλίο της ζωή σου! Και
εκείνος τους είχε γονιούς και αντιπροσώπους του Γέροντά του στην καθοδήγηση και
στην ορμήνεια… Εκείνη την πρώτη ανοιξιάτικη
Κυριακή την ακολούθησαν αμέτρητες ακόμα! Όλες αναστάσιμες και
πανχαρμόσυνες!
Και όταν έφυγε ο Γιώργος ο μικρός
για άλλους τόπους του καθήκοντος και της ανδρείας, ποτέ δεν αμελούσε να
τηλεφωνήσει στον Γεώργιο τον μεγάλο και στην Αθανασία του, να στείλει την αγάπη
του και την άμετρη ευγνωμοσύνη του. Μαζί με την Ελπινίκη του πλέον την σύζυγό
του και τα πέντε τους παιδιά! Για όλα είχαν πάντα να λένε, μα καμάρωναν τόσο
στα πρόσφατα χρόνια για την Μοναχή Σιλουανή και τον πατέρα Αντώνιο. Ένα παιδί
απ’ την κάθε οικογένεια, που αφιερώθηκε
και ρασοφορέθηκε με την ευχή των… γεωργών Γεωργίων και των μανάδων τους.
Μα ήρθε κι ο καιρός των προσωρινών
αποχαιρετισμών! Και πρώτη έφυγε η κυρία Αθανασία! Αυτή η γλυκύτατη γυναίκα, που
η μνήμη της γεννούσε πάντοτε εκείνη την πρώτη ανοιξιάτικη ημέρα του Κυρίου στην
Καλαμάτα. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την κοίμησή της! Ο μεγάλος Γιώργος
στα ογδόντα του και κάτι πλέον, του
ακουγόταν κάπως βαρύς και εξαιρετικά λιγομίλητος στο τηλέφωνο! Δεν μπορούσε να
το πιστέψει πως ο ολόχαρος αυτός άνθρωπος ο λαλίστατος και τόσο ζωντανός είχε βυθιστεί στην θλίψη για τον αποχωρισμό.
Προσπαθούσε να του θυμίσει δικά του λόγια, μηνύματα αιωνίου ζωής από τον
Γέροντά τους. –Ναι του απαντούσε εκείνος... Έχεις δίκιο Γεώργιε, αλλά δεν μπορώ
να το ελέγξω… Να κάνεις προσευχή σε παρακαλώ να φύγει αυτός ο βράχος από πάνω
μου… Είναι βλέπεις και 60 χρόνια που κύλησαν μαζί! Η Αθανασία μου! Η ψυχή μου!
Έκαναν όλοι τους προσευχή και για
τους δυο τους! Για την ψυχή της Αθανασίας και την θλίψη του Γεωργίου του
μεγάλου… Κάθε φορά που ο μικρός τον καλούσε,
καρτέραγε να ακούσει εκείνη την
γνώριμη την αναστάσιμη χροιά της φωνής του! Μα δεν την άκουγε! Μια σβησμένη
φωνή ίσα που ακουγόταν στην άλλη μεριά του τηλεφώνου!
Κυριακή ήταν όταν χτύπησε το
τηλέφωνό τους στην νέα πατρίδα τους την Αργολίδα. Εδώ και αρκετά χρόνια ο
Γιώργος σαν περάτωσε την μεγάλη του διαδρομή σαν στρατιώτης, ηγέτης, ατρόμητος
και ελεύθερος, έφτιαξε μια νέα στέγη για το όνειρο του Παραδείσου προσπαθώντας
ακοίμητα να μένουν αξεθώριαστα τα ονόματα της μεγάλης του οικογένειας, με τα
πολλά παιδιά και τα ακόμα περισσότερα εγγόνια,
στης Ζωής το βιβλίο. Μια γνώριμη αναστάσιμη φωνή τον έκανε να χαρεί σαν
παιδί! Ήταν ο Γιώργος από την Καλαμάτα! –Παιδί μου Γεώργιε, Χριστός Ανέστη !
Συγχώρα με παιδί μου αν σε σκανδάλισα τόσον καιρό με την μαυρισμένη μου ψυχή
και την απιστία μου! Σήμερα, τέτοια μέρα πανηγυρική, σε κάλεσα για να σου
αναγγείλω και εγώ ο ταλαίπωρος σαν τον αναστάσιμο Άγγελο στο μνήμα του Κυρίου
μας! Γεώργιε, θρήνου ο καιρός πέπαυται! Έχω χαρά παιδί μου πια! Μόνο χαρά και
προσμονή! Ήρθε παιδί μου… Ήρθε και με συνάντησε! –Ποιος κύριε Γιώργο; -Η
Αθανασία μου παιδί μου, αδελφέ μου! Μην βιαστείς να σκεφτείς πως τα έχασα ο
ταλαίπωρος! Δεν είναι φαντασία, ούτε πλάνη… Θα σου πω κάτι προς δόξαν Θεού
παιδί μου! Να το ακούσουν πολλοί θα ήθελα, να αποκτήσουν βεβαία ελπίδα! Και να
μην απελπίζονται! Βυθίστηκα πολύ καιρό παιδί μου στην λύπη! Δεν μπορούσα ούτε
ελάχιστα να σηκώσω της καρδιάς μου τα μάτια στον ουρανό! Ανίκανος να βιώσω έστω
κάτι ελάχιστο από όλα αυτά που τόσα
χρόνια πρέσβευα ο άθλιος! Πριν λίγες μέρες λοιπόν καθόμουν στην πολυθρόνα που
έχουμε όπως μπαίνεις στο σπίτι προς την κουζίνα! Ήμουν μόνος, απόγευμα ήταν και
με είχε πιάσει πάλι το παράπονο και έκλαιγα! Ήρθε η Αθανασία Γιώργο… Και
στάθηκε μπροστά μου! Στ αλήθεια! Όχι σε όραμα!
-Μην κλαίς… Μην κλαίς μου είπε… ακούς;…
βαραίνεις την ψυχή μου! Κοίτα με! Είμαι καλά και αναπαυμένη στο Φως! Μόλις θα
έρθεις και εσύ εδώ που είμαι, θα καταλάβεις ότι όλο αυτό που ζούμε σε αυτήν την
πρόσκαιρη ζωή είναι ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών! Τόσο ακριβώς θα σου φανεί!
Μην ξανακλάψεις! Να έχεις χαρά! Και μην ξεχνάς να αγιάζεις την κάθε σου μέρα!
Και να κάνεις πάντοτε το καθήκον της στιγμής! Αυτά παιδί μου, μου είπε και
έπειτα την έχασα στο πρώτο ανοιγοκλείσιμο των ματιών μου! Να το πεις αυτό παιδί
μου σε όλους! Να μην ξεχνιούνται… να μην λυπούνται! Σε χαιρετώ ευλογημένε μου
φίλε και αδελφέ! Την ευχή του παπά Αντώνη!
Λίγες μέρες μετά ο Γιώργος ο
μικρός, συνάντησε εκείνον που γράφει τούτες τις λέξεις. Του εξιστόρησε αυτήν
την αληθινή Ιστορία για την αθάνατη ψυχή! Ήταν απόγευμα χειμωνιάτικο στα
κανόνια του Ναυπλίου. Άνοιξη μες στον Χειμώνα! Και μια στιγμή, να μιλήσει
αλησμόνητα για το αιώνιο…
Νώντας Σκοπετέας
Αληθινή Ιστορία διασκευασμένη σε
διηγηματική μορφή.
Ευχαριστούμε από καρδιάς τον κ.
Γεώργιο Φ. και τον κ. Γεώργιο Π.
που μας την εμπιστεύθηκαν προς
δόξαν Θεού και ελπίδα ψυχών.