Friday, 3 March 2023

Λιμάν Λοκαντασί

 
Ο καιρός ανοίγει, μεγαλώνουν οι μέρες, η Άνοιξη πλησιάζει. Μαζί της θα έρθει η Πασχαλιά με τα τσουρέκια, τα κόκκινα αυγά και τις ανθισμένες Πασχαλιές της στους μπαξέδες και στα περιβόλια, τις μαργαρίτες και τα τριφύλια στους αγρούς, ακόμα και στους ρωγμούς στα πεζοδρόμια. Έτσι γίνεται πάντα, αυτά πάνε μαζί χέρι με χέρι όπως και να το κάνουμε.
 

Με τον Μάρτη που ποτέ δεν λείπει από την Σαρακοστή, θα περάσουν του Ευαγγελισμού,  οι Χαιρετισμοί στην Παναγία και ο Παναγιώτατος, όπως κάθε χρόνο, θα πάει στους τρίτους, δηλαδή στην Γ’ Στάση, στην Παναγία Των Βλαχερνών, το έχει έθιμο. Αχ! Η Αγία Βλαχέρνα με το Αγίασμα Της και τα λακκάκια Του, στον τόπο που πρωτακούστηκε, όπως λέγεται, το Τη Υπερμάχω, το 626. Ας ήμουν και εγώ εκεί και ας στεκόμουν, όρθια στον Ακάθιστο! 
 
Με αυτές τις σκέψεις μπήκε στο μυαλό μου η ιδέα  πως καιρός είναι να βάλω μπρος τα καθαρίσματα και αποφάσισα να αρχίσω από τα ντουλάπια. Όχι της κουζίνας, με αυτά καταπιάνομαι συχνά, τα άλλα που δεν τα πολυανοίγω. Καλή αρχή λοιπόν και βρέθηκα μπροστά στην δισκοθήκη με ένα σωρό δίσκους από εποχή πριν την εμφάνιση των CD.  Πληθώρα από σαραπέντε στροφών, ο Καζαντζίδης με την Μαρινέλλα, ο Κόκοτας με το Ένα μεσημέρι του, η Μαίρη Λίντα με τα Ηλιοβασιλέματα της, συνοδεία Μανώλη Χιώτη και το Όνειρο το αληθινό του Μπιθικώτση. Τα παλάτια στην άμμο και το άλλο όνειρο, το απατηλό μ έκαναν να αναπολώ εκδρομές με πούλμαν, ολοήμερες έξω από την Αθήνα, όπου αρχίζαμε το ταξίδι μας πρωΐ-πρωΐ, σταματούσαμε κάπου για καφέ και ότι άλλο είχαμε ανάγκη, μετά σε μια αμμουδιά για μπάνιο, μεσημεριανό σε κάποιο καζινάκι με χάρτινα τραπεζομάντηλα που τα πιάναμε με μανταλάκια για να μην τα πέρνει ο αέρας,  φρέσκο ψάρι, άντε και κανένα ουζάκι (ντουζικάκι θα το λέγαμε στην γενέτειρα). Και στον δρόμο της επιστροφής, το ρολόι με το κομπολόϊ, και η ζούγκλα με τον Ταρζάν... και βάλε. Όλα αυτά μπήκαν στη σκέψη μου με τους σαρανταπεντάρηδες. 
 
Δίπλα τους, αντάμωσα αυτούς των τριάντα τριών στροφών. Μπροστά μου εμφανίστηκαν το Δελφίνι του Πουλόπουλου, Το χαμόγελο της Τζοκόντα του Χατζιδάκι, ο Ζορμπάς του Θοδωράκη, ο Λοΐζος και οι δίσκοι του μπαμπά μου. Αυτοί με την Σοφία Βέμπο στα τραγούδια του Σαράντα και οι αγαπημένοι του, με τις καντάδες. "Αν παρήλθον" γράφει στο sleeve του ενός, στην μπροστινή πλευρά της θήκης και "Παλιές Αθηναϊκές Καντάδες" στου άλλου, με την χορωδία και μαντολινάτα του Νίκου Τσιλίφη. Ρίχνοντας μια ματιά στο πίσω μέρος, είδα τους τίτλους των τραγουδιών, ανάμεσα τους, η "Ξανθούλα", ένα από τα ποιήματα του Σολωμού.
 
Δεν χρειάστηκε να κλείσω τα μάτια για να γυρίσω την Πόλη, για να έρθει μπροστά μου το YOLCU SALONU και το  LIMAN LOKANTASI στο Καράκιοϊ. Εκεί που τον χαιρετισμό της (μικρής μου εξαδέλφης) εστάθηκα να ιδώ, ώσπου η πολλή μακρότης μου τόκρυψε και αυτό... 
  
Το Γιολντζού Σαλονού, δηλαδή η αίθουσα επιβατών, και η Λοκάντα (εστιατόριο) του κυρίως Λιμανιού της Πόλης, έβλεπαν τα δάκρυα με τα αγκαλιάσματα, αφουγκραζόταν τους λυγμούς παρέα τους αυτόπτες μάρτυρες τα ρολόγια, που άκουγαν τα λόγια του αποχαιρετισμού. Όταν οι δείχτες,  με το ασταμάτητο, επαναληπτικό και μονότονο τικιτακ τους, μαζί  με το απελπιστικό σφύριγμα του βαποριού ανάγκαζαν τους επιβάτες να μπαρκάρουν ανεβαίνοντας την στενή του σκάλα ενώ αυτό σήκωνε την άγκυρα, έτοιμο για να σαλπάρει.
 
Δεν νομίζω να θυμούμαι αν ήταν το GIRESUN, το KARADENIZ ή το AKDENIZ.  Δεν θα με ένοιαζε άλλωστε. Όποιο και νάταν, σε λίγο θα έπαιρνε την δικιά "μου" μικρή και όχι του ποιητή με τους γονείς της, για μέρη μακρινά και άγνωστα. Ο καπνός έβγαινε από το φουγάρο θρασύς και αδίστακτος, μαύρος, κατάμαυρος, πεισματάρης στην αρχή και παρ’ όλη την περηφάνια του σε λίγο θα γινόταν γκρίζος και ώσπου να φτάσει στο KIZ KULESI (Πύργος του Λεάνδρου) το αεράκι που θα τον ανέβαζε ψηλά, θα γινόταν αέρας και με το έτσι θέλω του, με μιά μονοκοντυλιά θα τον καταδίκαζε σε διάλυση. Το πεπρωμένον. 
 
Μπάρκαρε η οικογένεια, "Καλόταξιδο" μουρμούρισε ο μπαμπάς μου.
 
"Και αφού πανί, μαντήλι εχάθη στο νερό, εδάκρυσαν οι φίλοι", έτσουξαν τα μάτια μου, "εδάκρυσα και εγώ",  άκριβώς  όπως και στην Ξανθούλα του Διονύσιου Σολωμού.
 
Η ποιητική μου διάθεση με παραμύθιαζε στην ελπίδα πως ο καπετάνιος θα ήξερε καλά το μάθημά του και όταν θα αντάμωνε την Γοργόνα πλέοντας για την Προποντίδα μόλις έβγαινε από τον Κεράτιο, που θα τον ρωτούσε αν ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος, θα της  απαντούσε  καταφατικά, πως ζει, βέβαια, και Βασιλεύει. Ετσι, λογιζόμουν, πως το καράβι που θα έσχιζε τις θάλασσες περνώντας από κάβους και φουρτούνες, η ευχή της Παναγιάς που το βλέμμα της φτάνει από τη γη στον ουρανό και ακόμα παραπέρα, θα το προστάτευε και ναι, με τους φάρους των ματιών Της για φύλακα, θα ήταν καλοτάξιδο.
 
Βγήκαμε από το Γιολνζτού Σαλονού αμίλητοι -τι να λέγαμε;- μπήκαμε στο πράσινο Taunus με κατεύθυνση στην γιαγιά Παππούλα που ήταν απαρηγόρητη. Δεν ήταν δική μου γιαγιά, της μικρής μου εξαδέλφης ήταν. Η μικρή, που κατ' ακρίβεια ήταν ανιψιά μου (αυτό είναι άλλη ιστορία), έτσι αποκαλούσε την γιαγιά της. Παρασκευή ήταν το όνομα της και θεία για όλους εμάς τους υπόλοιπους, το Παππούλα όμως της ταίριαζε.
 
Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ήταν ακόμα ριγμένες οι ξυλομπογιές μου που δεν πρόλαβα βγαίνοντας από αυτό να τις μαζέψω. Είχα την μανία από μικρή να ζωγραφίζω, να σχεδιάζω άσκοπα, σαν doodling, που λέγεται στα Αγγλικά, πάνω σε ότι έβρισκα,  κουτιά, χαρτοσακούλες και κουτάκια, στις άκρες και γωνίες βιβλίων, τετραδίων σχολικών και μη, εφημερίδων, σε χαρτιά και χαρτάκια. Έτσι όταν με χάρισαν μια κασετίνα με χρωματιστά μολύβια Bayer, αυτή έγινε συνοδός μου στα πάνε και έλα με το αυτοκίνητο.
 
Για αναμνηστικό δώρο και με το χαρτζιλίκι μου αγόρασα ένα τετράδιο με κλειδαρίτσα, το λέγαμε Λεύκωμα τότε, που περνούσε από χέρι σε χέρι ανάμεσα σε φίλους και φιληνάδες για να γράφουν ποιηματάκια και κοτσάκια, να κολλούν και μια φωτογραφία τους, να απαντούν σε ερωτήσεις σαν, ας πούμε: Τι γνωρίζετε περί της κτήτορος, ή τι μου χαρίζετε; Σ' αυτό και στα βιαστικά μέσα στο πράσινο Ταουνους καθ' οδόν προς το Λιμάν Λοκαντασί και αφού είχα τα χρωματιστά μολύβια μαζί μου, στην πρώτη σελίδα για να φαίνεται με το που θα άνοιγε το Λεύκωμα, έτσι από μνήμης ζωγράφισα ένα ηλιοβασίλεμα με το λιμάνι της Πόλης, με την Αγια Σοφιά, μια σειρά από κουμπέδες και μιναρέδες, πότε τέσσερις και πότε έξι, και ότι θυμόμουν φυσικά. Από βραδύς κάθισα και σκάρωσα  λίγους αποχαιρετιστήριους στίχους, με θέμα -τι άλλο;- την Πόλη. Τους έγραψα προσεκτικά με πλαγιαστά γράμματα, λεπτή πένα και μελάνι μπλέ, στην δεύτερη σελίδα, μισοθυμούμαι τα λόγια, "Τώρα που φεύγεις μακριά, απ’ την ωραία Πόλη, το βλέμμα σου στο λεύκωμα μην δείξει καταφρόνια, και μέσα στην καρδούλα σου να έχεις κρύψει σ' όλη, την Πόλη όπου έζησες  τα παιδικά σου χρόνια"...
 
Αφιέρωμα σε όλους που έζησαν την ατμόσφαιρα στο Λιμάνι της Πόλης.
 
Καλή Σαρακοστή
 
Νίκη Beales
Μάρτιος 2023
Buckingham, Αγγλία

No comments: