skip to main |
skip to sidebar
Το μικρό σπιτάκι στο λιμάνι...
Μεσημεράκι, Αύγουστος
μήνας, ζέστη ασυνήθιστη για την Αγγλία, χτύπησε το τηλέφωνο. Με τον φραπέ που
μόλις ετοίμασα στο ένα χέρι, έπιασα το ακουστικό με το άλλο. <θυμάσαι το
σπιτάκι στο λιμάνι;> ρώτησε η φίλη μου στην άλλη άκρη της γραμμής.
<Αρέσω> -όπως λέμε
στην Πόλη- να μιλώ μαζί της.
Πολίτισσα - Βοσποριανή της
Ευρωπαϊκής πλευράς και αυτή που μεγάλωσε κοιτάζοντας όπως και εγώ τα απέναντι
καταπράσινα παράλια της Ανατολής, ετοιμαζόταν για μπάνιο στην θάλασσα, θυμήθηκε
τα αγαπημένα μας χώματα, μαζί και εμένα.
Τα λέμε συχνά, και πάμε
πίσω στα ίδια μελτέμια που μας ζάλιζαν και στο ίδιο αεράκι, στην ίδια αύρα μαζί
με την μυρωδιά της θάλασσας που μας νανούριζαν τα βράδια και μας ξυπνούσαν τα
πρωινά. Βλέπαμε τα ίδια χρώματα και τα ίδια κύματα να καταφθάνουν από τις
Συμπληγάδες Πέτρες, εγώ τα έβλεπα πριν
αφού το δικό μου προάστιο, τα Θεραπειά, ήταν πιό κοντά στην Μαύρη
θάλασσα από το δικό της. Τα κύματα με τους αφρούς τους αφού προσπερνούσαν το
λιμανάκι μας, στο οποίο λέγεται ότι με καπετάνιο τον Ιάσονα που είχε την
βασιλοπούλα - πριγκιποπούλα Μήδεια αγκαλιά, άραξε η Αργώ για λίγο, έφταναν στο
Καλεντέρι στις αρχέςτου Νιχωριού, μετά πλησίαζαν την Στένη, και το Μπαλτά
Λιμάνι, γραμμή για το Εμιργκιάνι (εκεί που πηγαίναμε για τσαγάκι σε γυάλινα
ποτηράκια με το κουταλάκι μέσα που μας το έφερναν τα γκαρσόνια με το παπιγιόν
στο αυτοκίνητο) και συνέχιζαν το ταξίδι τους χαϊδεύοντας το Ρούμελι Χισάρι και
το Μπεμπέκι.
Εκεί κοντά μεγάλωνε η φίλη
με την οποία μοιραζόμαστε τώρα τηλεφωνικά τις ίδιες αναμνήσεις. Και οι δυό μας,
από χρόνια στη γηραιά Αλβιώνα - κοινώς Αγγλία. Δεν γνωριζόμασταν τότε,
νομίζουμε και οι δύο όμως πως ο παππούς της και ο μπαμπάς μου θα είχαν
γνωριστεί όταν ο μεν πρώτος μάλλον αποχωρούσε τακαβίτης (δηλαδή συνταξιούχος),
από την εταιρία στην απέναντι όχθη που εργαζόταν και ο δε δεύτερος άρχιζε την
σταδιοδρομία του εκεί. Ίσως να ήταν έτσι.
Μας αρέσει να
αναρωτιόμαστε αν είχαν γνωριστεί οι γονείς μας, θυμόμαστε ονόματα και ανθρώπους
που και οι δυό μας ξέραμε στα παιδικά
μας χρόνια.
Παιδάκι και κοπελίτσα,
ερχόταν, λέει η φίλη (με την οποία
συναντηθήκαμε χάρη του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών Η.Β. -
παρακλάδι της ΟΙΟΜΚΩ), στο χωριό μου με
την οικογένεια της σε αυτούς τους κοινούς γνωστούς και φίλους, έκαναν μπάνια
στην θάλασσα και βαρκάδες.
Ποτέ δεν μάθαμε σε ποιόν
ανήκε αυτό το σπιτάκι. Αγκυροβολημένο πάντα στο λιμάνι χειμώνα καλοκαίρι, το
θυμούμαι να λικνίζεται, άσπρο με κανελί ξύλινο μπαλκονάκι, με πόρτα κλειστή και
με τα, στο ίδιο χρώμα παντζούρια, πάντα θεόκλειστα. Το πλησιάζαμε με την βάρκα,
άλλοι κολυμπώντας, αψηφώντας και σπρώχνοντας τα καρπουζο/καβουνότσεφλα που τα
γκαρσόνια των εστιατορίων -και μερικοί απερίσκεπτοι πελάτες- τα έριχναν στο
λιμάνι για ευκολία...
Με τις αταξίες που κάνουν
τα νιάτα, ανεβαίναμε στο σπιτάκι και βάζαμε τα
δυνατά μας να διακρίνουμε τι υπήρχε πίσω από τις κλειστές γρίλιες που
μύριζαν τζιλά (βερνίκι). Δεν τα καταφέρναμε. Με τους γλάρους και τα άλλα
θαλασσοπούλια για μάρτυρες, ξαναμπαίναμε στη βάρκα άπρακτοι και αφήναμε τα τσόφλια από τα καβούνια (πεπόνια)
και τα καρπούζια, το λικνιζόμενο, κούνια-μπέλα, σπιτάκι, για την καθαρή και
δροσερή θάλασσα έξω από το λιμανάκι και για να συνεχίσουμε την κολύμβηση.
Το κολύμπι στην θάλασσα
ήταν η καθημερινή απασχόληση του καλοκαιριού από τους καλοκαιρινούς και μη μέσα
στην εβδομάδα. Οι Κυριακές είχαν άλλο πρόγραμμα. Οι παραλία μας γέμιζε από
κόσμο που δεν ήταν και πολύ του γούστου μας. Τα καπτι-κατστί έφερναν φουρνιές
με άγνωστες ανδρικές φάτσες και απαράδεχτα κατά την γνώμη μας μπανικά, τις
άδειαζαν στα λημέρια μας, πατείς με - πατώ σε.
Τότε τραβούσαμε για άλλες
παραλίες, λίγο πιό μακριά, το ALTIN KUM, (χρυσή άμμος), ύστερα από το Γενί Μαχαλέ ή η Κίλα (KILYOS) ήταν ο
προορισμός, αν φυσικά, πηγαίναμε.
Αν πηγαίναμε βέβαια αφού η
προτεραιότητα της Κυριακής, ήταν η Εκκλησία και ανάλογα την ώρα που θα τέλειωνε
η Λειτουργία. αν είχε κήρυγμα <από Άμβωνος>, μνημόσυνο... Αν δεν είχαμε
επισκέψεις από το Πέρα, αν δεν είχε παραπάνω ζέστη, αν δεν ήταν το ένα κι αν
δεν ήταν το άλλο, μαζευόταν σωρός από <αν> και περισσότερες φορές
εγκαταλείπαμε την ιδέα, άλλωστε καμιά θάλασσα δεν μας ευχαριστούσε σαν την
δικιά μας.
Υπήρχε βέβαια και η Χηλή
με τις όμορφες αμμουδιές της και το Βυζαντινό κάστρο της, στην Ασιατική πλευρά,
αλλά ήταν μακριά και αν το αποφασίζαμε, θα θυσιάζαμε την Εκκλησία.
Συμφωνήσαμε πως όπως
πάντα, έτσι και τώρα (την ώρα που μιλούσαμε), η Θεία δύναμη εξακολουθεί να
οδηγεί την φύση και τα φαινόμενά της να κάνουν την δουλειά τους και ο φιδίσιος
Βόσπορος με τα υπάρχοντά του θα ταξιδεύει από την Μαύρη Θάλασσα προς τον Κεράτειο
Κόλπο και την Θάλασσα του Μαρμαρά.
Ο φραπές τέλειωσε μαζί και
η κουβέντα μας, με την απορία αν υπάρχει ακόμα το μικρό σπιτάκι στο λιμάνι.
Ξέρει κανείς;
Νίκη Beales
Δεκαπενταύγουστο 2024
Χρόνια Πολλά
Buckingham, Αγγλία
No comments:
Post a Comment