Ὅσα καταθέτω ἐδῶ εἶναι βιώματα μιᾶς εἰκοσιπεντάχρονης διακονίας σέ κάποιον ἱστορικό ναό, ἐνός ἀπό τούς παλιούς "μαχαλάδες" -ἔτσι ἀναφέρει τίς ἐνορίες στό Κατάστιχό του ὁ τότε Ἐπίσκοπος- τοῦ νησιοῦ. Τά ὅσα δέ γράφονται ἐδῶ εἶναι αὐτούσιες ἐμπειρίες, στίς ὀποῖες ἐμπεριέχεται τό στοιχεῖο τῆς ἑόρτιας ἀτμόσφαιρας, ἀλλά καί τῆς Χαρμολύπης. Τίποτε παραπάνω. Γιατί ἡ διάρκεια τῆς ποιμαντικῆς μας διακονίας, ὅπως καί τά πάντα, μᾶς τά ὀρίζει Ἐκεῖνος, στοῦ ὀποίου τό θέλημα ἔχουμε, ἤ προσπαθοῦμε νά ὑποταχθοῦμε.
Ἀπό νωρίς, ἴσως καί ἀπό τά μέσα τοῦ Ἰουλίου, ἄρχισαν οἱ προετοιμασίες γιά τήν Πανήγυρι τοῦ Ἀγίου. Προφθαίναμε δά μέχρι στίς 27 Ἰουλίου πού Γιόρταζε! Ὅμως ὅλα ἔπρεπε νά συγυριστοῦν, νά ταχτοποιηθοῦν, νά φρεσκαρισθοῦν: ἀπό τά τζάμια μέχρι τά μανουάλια· ἀπό τά καντήλια μέχρι καί τίς λουσέρνες τοῦ ἱεροῦ.
.
Ξεστρώθηκαν τά καθημερινά ἐνδύματα τῆς Ἀγίας Τραπέζης, τῆς Πρόθεσης καί τά ὑπόλοιπα τοῦ ναοῦ. Βγῆκαν ἀπό τά συρτάρια τά καλά, τά ἐπίσημα, σιδερώθηκαν στήν "κόλα" καί ἔτσι μορφοντύθηκε
ἡ ἐκκλησιά.
Λίγες μέρες πρίν ἀπό τή Γιορτή μαζεύτηκαν κάποιες γυναῖκες ἀπό τή γειτονιά καί γυάλισαν τά μεγάλα, τά μπρούτζινα μανουάλια, τά μικρότερα, ἀλλά καί τά "Εἰσοδικά", καθώς καί τά "σαμντάνια" ἀπό τό ἱερό. Ἔτσι, ὅλα πῆραν τήν πρώτη τους μορφή, τή γυαλάδα καί τή λάμψη, ὡσάν νά βγῆκαν ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τό καμίνι τοῦ χαλκέα, χλωρά ἀκόμα, θαυμάσια στή τέχνη καί τό κάλλος τους, μέ ἐλπίδες γιά γιορτές φορτωμένα καί χαρές... Πού νἄξεραν ὅμως πόσες λαμπάδες κεκοιμημένων ἐνοριτῶν θά φιλοξενοῦσαν καί μάλιστα ἐκείνων πού, εἴτε τά θαύμασαν καί κολακεύτηκαν πού ἀπόχτησε ή ἐκκλησιά τους
καλό μανουάλι, εἴτε ἐκείνων πού ἔδωσαν ἀπό τό ὑστἐρημα τόν ὀβολό τους,
γιά νά τ᾿ ἀγοράσουν οἱ ἐπίτροποι!
Τό δάπεδο, τά στασίδια, οἰ πόρτες κι ὅλα σφουγγαρίστηκαν μέ προσοχή καί ἐπιμέλεια. Μέρες τώρα, γιατί τά χέρια χρόνο τό χρόνο ὅλο καί λιγοστεύουν, καθώς ἐγκαταλείπουν οἱ ἐνορίτες τίς παλιές τους
κατοικίες καί κτίζουν σπίτια σύγχρονα, εὐρύχωρα, ἄνετα, ὅπου ὅμως οἱ μνῆμες εἶναι μηδενικές καί ἡ συναισθηματική φόρτιση ἀπό τήν παρουσία τῶν ἱερῶν σκιῶν τῶν προγόνων ἀνύπαρκτη. Νά γιατί χάνουμε τήν ἐπαφή μέ τήν παράδοση. Ἐπειδή τεμαχίζουμε τό χρόνο καί κρατᾶμε ὅ,τι μᾶς βολεύει. Λιγοστεύει, λοιπόν, ὁ κόσμος, ὅπως λιγοστεύει ὁ ὑπόλοιπος χρόνος "τῆς ζωῆς ἡμῶν".
Τήν παραμονή τῆς Γιορτῆς ἀπό νωρίς, ἀφοῦ ὄλα ἐτοιμάστηκαν, "κατέβηκε"ἀπό τό προσκυνητάρι ἡ βαρειά Εἰκόνα τοῦ Ἀγίου καί στολίστηκε μέ τ᾿ ἀργυρά καί τά χρυσά ἀφιερώματα. Ἀρχαῖα ἀφιερώματα, πού δέ γνωρίζει κανείς τό βάθος τοῦ χρόνου τους,
οὔτε τίς πονεμένες ψυχές πού τά πρόσφεραν στή Χάρη Του.
Τσαπράκια, σταυροί, κονῶνες κ. ἄ.... Μιά σειρά ἀπό χρυσοποίκιλτα ἤ ἀργυρά κοσμήματα, πού στά σπλάχνα τους
κρύβουν ἕνα ὄνομα, ἄγνωστο μέν σέ μᾶς, γνωστό ὅμως στό Θεό καί τόν Ἅγιο, πού μαζί του
ἔχει εἰσπράξει τήν ἄδολη προσευχή καί τήν καρδιακή κατάθεση αὐτοῦ τοῦ Εὐαγγελικοῦ δίλεπτου (πρβλ.
Λκ. 21, 3).
Λίγα ἀπό αὐτά ἔχουν "ταυτότητα", δηλαδή γνωρίζουμε τόν ἀφιερωτή. Καί δέν τό ξεχνοῦμε, γιατί ὁ καθένας εἶναι καί μιά ἰδιαίτερη περίπτωση ἀνθρώπου, πού φορτωμένος ἀρρώστεια, πόνο καί ἀπελπισία προσφεύγει στό "ἄμισθον ἰατρόν", τόν Ἅγιο.
Στά χρόνια τῆς εἰκοσιπενταετοῦς μου ἰερατικῆς διακονίας κανένας δέ ζήτησε νά μάθει τίνος εἶναι αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό ἀφιέρωμα. Μόνο μιά γιαγιά, κουρασμένη ἀπό τό φαρμάκι καί τά χρόνια ἦρθε μετά τή γιορτή καί μοῦ εἶπε μέ τρεμάμενη φωνή, σά νά ἦταν ἕτοιμη νά κλάψει: "Γιατί παπᾶ μ᾿ δέν ἔβαλες στά χαρίσματα καί τό ρολόϊ τ' παιδιοῦ μ᾿;" Ρώτησα καί μέ πληροφόρησαν πώς ὁ γιός τῆς γιαγιᾶς, ὅταν ἦταν ἄρρωστος πρίν ἀπό χρόνια εἶχε χαρίσει στόν Ἅγιο τό παλιό ρολόϊ τσέπης. Τό ἀναζήτησα καί τό ἔδειξα στή γιαγιά ἐξηγώντας της
πώς δέν εἶναι εὔκολο νά προστεθεῖ στά ἄλλα κοσμήματα, γιατί ἦταν ἀρκετά βαρύ. Τό εἶδε καί χάρηκε. Δέ θυμᾶμαι τί εἶπε. Πέρασαν ἀπό τότε γύρω στά εἰκοσιτρία ἤ εἰκοσιτέσσερα χρόνια. Τό ρολόϊ ἐκεῖνο πάντως μοῦ θυμίζει κάποιον. Κι αὐτός εἶναι ἡ καϋμένη ἡ γιαγιά πού γρήγορα ἔφυγε, γιά νά βρεῖ τό χαμένο της γιό. Καί
τό ρολόϊ ἀπομένει μάρτυρας ἰκανός καί σιωπηλός μιᾶς προσφορᾶς, μιᾶς παράκλησης καί μιᾶς καρποφόρας ἀναζήτησης πού δίδαξε πολλά.
Ὄμως ὑπάρχουν καί μιά σειρά ἀπό "χαρίσματα", τά ὀποῖα δέν θά τά γυρέψει κανένας. Ὅμως κάθε χρόνο, κατά τήν παραμονή καί τήν ἡμέρα τῆς Πανηγύρεως, οἱ σκιές τῶν κεκοιμημένων καί ἰδιαίτερα αὐτῶν πού τά πρόσφεραν, εἶμαι βέβαιος ὅτι θά σκύβουν ἀπό τό ὕψος πού βρίσκονται καί θ᾿ ἀγάλλονται, καθώς θά βλέπουν τήν Εἰκόνα πλουμισμένη καί μέ τή δικιά τους ψηφίδα-προσφορά.
Μόλις χτυπήσουν οἱ καμπάνες τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ μαζί μέ τά πρόσφορα κομίζονται καί οἱ φροντισμένες γλάστρες μέ τά βασιλικά, γιά νά ὀμορφοστολίσουν τό ναό, δοξολογία κι αὐτά στόν Ἅγιο, αἰῶνες τώρα.
Τά πρόσφορα, πού δέν εἶναι τά παλιά, τά ζυμωτά στό σπίτι, ἀλλά τ᾿ ἀγορασμένα ἀπό τούς φούρνους, τά πηγαίνουν σέ λευκές καθαρές πετσέτες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι κεντημένες. Μόνο πού τά τελευταῖα χρόνια ὅπου κυριαρχεῖ τό νάυλον κάποιοι τά φέρνουν μέσα σέ τέτοιου εἴδους τσάντες γιά εὐκολία. Ὅπως ἐπισης καί τό λάδι· δέν τό φέρνουν στά παλιά χρωματιστά μπουκαλάκια, τά ὁποῖα τά παίρνανε πίσω, ὅταν ὀ ἐπίτροπος ἄδειαζε τό περιεχόμενο στό μεγάλο δοχεῖο, ποτέ ὅμως ἔντελῶς ἄδεια, γιά νά μήν ἀδειάσει τό σπίτι, ἀλλά σέ πλαστικά πού τ᾿ ἀφήνουν στό ναό.
Ὄσον ἀφορᾶ δέ τά λουλούδια μέ τά ὁποῖα στολίζουν τήν Εἰκόνα, λίγα εἶναι ἀπό τίς γλάστρες τῶν σπιτιῶν. Τά περισσότερα ἔχουν ἀγοραστεῖ ἀπό τό ἀνθοπωλεῖο. Εἶναι καί αὐτό σημεῖο τῶν καιρῶν, πού ἀπαιτοῦν πιά τήν εὐκολία καί τίποτε παραπάνω.
Ἀφοῦ χτυπήσουν τρεῖς φορές οἱ καμπάνες, ἀρχίζει ὁ Μέγας Ἐσπερινός, μέ τή λιτάνευση τῆς Εἰκόνας ἀπό τά ἴδια σοκκάκια, πού ἔχουν κιὄλας ἀσβεστωθεῖ, ψάλλεται ἡ Λιτή, τά Ἀπόστιχα, τά Ἀπολυτίκια καί τέλος ἡ Ἀρτοκλασία.
Γιὰ νὰ τελεστεῖ τὴν ἄλλη μερα τὸ Πανηγύρι κι ὕστερα ὄλοι μας νὰ περιμένουμε, αὐτὸ ποὺ κάθε τέτοια μέρα ἀπό καρδιᾶς ἀναφέρουμε, ὅπως τὴ λειτουργιά, τὴν δέηση τὴν ἰκεσία μας... Καὶ τοῦ χρόνου.
π. K.N. Kαλλιανός