«Ἡ δύναμη τῆς μνήμης καὶ ἡ ἀνάκληση τοῦ παρελθόντος, συνιστοῦν τὴν ἐγκόσμια ὑποτείνουσα τοῦ ἀνθρώπου. Θυμᾶται καὶ συνομιλεῖ μὲ πρόσωπα φευγάτα, μὲ καταστάσεις ξεπερασμένες».
Κ. Ε. Τσιρόπουλος, Ἡ μόνωση ὡς συνομιλία,
Ἀθήνα 2003, σελ. 44.
Κάποτε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, ὅταν τὸ τηλέφωνο ἦταν σπάνιο ἀγαθό, ὅταν δὲν ὑπῆρχαν τὰ σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας, ὅπως τὸ φορητὸ τηλέφωνο, τὸ ηλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο κ.λ.π., οἱ ἄνθρωποι ἐπικοινωννοῦσν μεταξύ τους μὲ ἐπιστολές. Μὲ αὐτὰ τὰ ἀθάνατα
μνημεῖα τοῦ λόγου, στὰ ὁποῖα κατέθεταν ὅλη τους τὴν εὐαισθησία, τὴ
συγκίνηση καὶ τὸν κάθε τους καημό.
Δὲν ἔχει σημασία ποιὸς ἔγραφε τὶς ἐπιστολές,
γραμματισμένος ἤ ἡμιμαθής. Σημασία ἔχει ὅτι μέσα στὸ ἁπλὸ χαρτὶ ταμιεύονταν
τόσα καὶ τόσα... Ἀπὸ χαρμόσυνα γεγονότα, ὅπως παντριές, γεννήσεις, βαφτίσια,
καρποφορίες καὶ σοδιές, ἀλλὰ καὶ φαρμακωμένες στιγμὲς καὶ μέρες. Ποὺ τὶς στιγμάτιζαν
θάνατοι, ἀνέχεια, καταστορφές, ἀποτυχίες -λ.χ. στὸ δέσιμο μιᾶς παντρειᾶς... κ.ἄ.
Κι ὅλ᾿ αὐτὰ ἔπρεπε νὰ γραφοῦν μὲ προσοχή, ἐπιμέλεια καὶ διάκριση. Γιατὶ οἱ
πληροφορίες δὲν ἔπρεπε νὰ σαστίσουν καὶ νὰ παιδέψουν τὸν παραλήπτη, ποὺ δὲν ἦταν
δυνατὸ νὰ ἐπικοινωνήσει αὐθημερόν, ἀλλὰ νὰ τὸν προετοιμάσουν. Καὶ πρέπει νὰ καταλάβουμε, πὼς αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα
εἶχε τὸ μαρτύριό του: ἄγνωστο ἐντελῶς κι ἀκατανόητο στὶς μέρες μας. Μαρτύριο,
γιατὶ ἔπρεπε νὰ διατυπωθοῦν τὰ θέματα σὲ μιὰ γλώσσα ποὺ νὰ πείθει τὸν παραλήπτη,
ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν πληροφορεῖ. Ποτὲ ὅμως νὰ
μὴν τὸν ἀπογοητεύει καὶ τὸν θλίβει ὑπερβολικά.
Ἔτσι, ἐκεῖνο τὸ παλιὸ Ταχυδρομεῖο, στὶς μέρες τοῦ 20ου
αἰ. κυρίως, ὑπῆρξε τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς Γλωσσιῶτες, τοὺς Κληματιανούς, τοὺς
Λουτρακιῶτες. Γιατὶ ἀπὸ κεῖ περίμεναν οἱ γονεῖς τὸ γράμμα τοῦ ξενιτεμένου τους
παιδιοῦ, ἀλλὰ καὶ τὶς οἰκονομίες του, ὥστε νὰ τελειώσει τὸ προικιὸ τὸ σπίτι ποὺ
προορίζονταν γιὰ τὴν ἀρραβωνιασμένη ἀδελφή, νὰ ξεχρεωθεῖ ὁ δανειστής, νὰ
μαζευτεῖ τὸ μέτρημα, νὰ γίνει τὸ ἔνα, νὰ σταθεῖ τὸ ἄλλο... Καὶ περίμεναν τὴν «Εὐκαιρία»
-ἔτσι ἔλεγε ἡ γιαγιά μου τὸ καΐκι τῆς γραμμῆς ἀπὸ τὸ Βόλο πρὸς τὰ νησιά-, γιατὶ
πράγματι, ἦταν ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐναγώνια περίμεναν... Εὐκαιρία νὰ χαροῦν, νὰ λάβουν τὸ γράμμα, τὴν
κάρτα, τὴ φωτογραφία, ἀλλὰ καὶ τὸ δέμα. Ἀλήθεια, τώρα ποὺ τὸ λέω, ποιὸς δὲ θυμᾶται
ἐκεῖνα τὰ χαρτοδέματα μὲ τὸ πλῆθος τῶν σφραγίδων ποὺ ἔφεραν, τὰ σταλμένα ἀπό τὴ
μακρυνὴ Ἀμερική, ἀπὸ τὸν ἐπίσης ἀπομακρυσμένο
Καναδά, ἀπὸ τὴν μοναχικὴ Αὐστραλία...
Περίμεναν, λοιπόν... Περίμεναν τὸ γράμμα ἀπὸ τὸ γιὸ ποὺ δούλευε στὰ «παπόρια» καὶ ταξίδευε σὲ μανιασμένες κι ἄγριες θάλασσες. Περίμεναν, μαζὶ μὲ τὸ γράμμα τὴ φωτογραφία του, ἀλλὰ καὶ τὸν κόπο του, καὶ μόλις τὰ λάβαιναν, οἱ εὐχὲς ἀνακατεύονταν μὲ τὰ δάκρυα, τὴ χαρμολύπη καὶ τὴν ἐλπίδα νὰ περάσει ὁ καιρὸς καὶ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι του. Τοποθετοῦσαν τὸτε τὴ φωτογραφία ψηλά, στὴ «βγοῦ» ἐπάνω, ἤ πάνω στὸ τραπέζι μέσα σὲ κορνίζα καὶ συνομιλοῦσαν πολλὲς φορὲς μ᾿ αὐτήν. Κι ἦταν ἡ ἀναμονὴ αὐτὴ μιὰν ἰδιότυπη Σαρακοστή, ποὺ τὴ διαδέχεται ἡ Γιορτὴ κι ἡ Πανήγυρις μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ξενιτεμένου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ταχυδρομεῖο ἦταν τότε ὁ χῶρος ὅπου κατοικοῦσε
ἡ Ἐλπίδα. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀληθινὸ ταμιευτήριο τῶν στεναγμῶν, τῶν ὀνείρων, τῶν
προσδοκιῶν... Ποὺ πάντα δὲν ἦταν ὅπως τὶς ἤθελαν οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ κάποιες φορὲς
ὁ ταχυδρομικὸς σάκκος περιεῖχε καὶ μηνύματα ποὺ φαρμάκωναν τὴν ψυχή, γιατὶ ἦταν
ἀγγελτήρια θανάτων, ἀσθενειῶν, οἰκονομικῶν
καταστροφῶν, ναυαγίων καὶ τόσων ἄλλων... Ἦταν κι αὐτὰ ἄλλωστε, ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ
νομίσματος καὶ τῆς ζωῆς.
Τὰ χρόνια πέρασαν... Ἡ τεχνολογία προχώρησε καὶ μὲ
γοργὰ βήματα παραμέρισε τὴν ἐπιστολογραφία. Τώρα πιὰ δὲν σώζονται ἐκεῖνα τὰ ἀνορθόγραφα
καὶ γραμμένα σὲ χαρακωμένα χαρτιὰ γράμματα, ποὺ ἐκτὸς τῶν ἄλλων συνοδεύονταν ἀπὸ
κάποια στιχάκια γραμμένα συνήθως πίσω ἀπὸ
τὶς φωτογραφίες, ἔτσι γιὰ νὰ γίνεται ἡ ἐπιστολὴ πιὸ οἰκεῖα, κι ἡ
φωτογραφία πιὸ πιστευτή.
«Εἶναι χαρτὶ καὶ δὲ μιλεῖ / ἔχει κλειστὸ τὸ στόμα...» ἔγραφαν. Κι ἀπόμειναν
τὰ στιχάκια στὴ μνήμη μας, ὡς τεκμήρια προσφορᾶς κάποιων εὐαίσθητων συγχωριανῶν
μας, κι ὡς ἔνα ἄλλο δίδαγμα ἐπικοινωνίας καὶ μέσω τῆς ποίησης ἀκόμα. Τῆς
ποίησης ποὺ ὁδηγεῖ τὸ λόγο κατευθεῖαν στὴν καρδιά. Ὅπως ἀπόμεινε ἀθάνατο στὴ
μνήμη καὶ τὸ παλιὸ Ταχυδρομεῖο, τὸ μισοφωτισμένο σὲ ὥρα ἀπόβραδη καὶ
χειμωνιάτικη, μὲ τὸ χλωμὸ καὶ σκονισμένο ἠλεκτρικὸ καὶ τοὺς πάντα εὐγενικοὺς καὶ
φιλότιμους ὑπαλλήλους του, ποὺ ἤξεραν νὰ μοιράζονται τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη στοὺς
συγχωριανούς τους μὲ τὸν καλὸ τὸ λόγο πάντοτε: «Καλωσταδέχτ᾿ κις». Πόσο μᾶς
λέπει σήμερα...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment