Στέκεις στὸ περιθώριο τοῦ Χρόνου κι ἀγναντεύεις πάλι, γεγονότα καὶ πρόσωπα ἀγναντεύεις, πασπαλισμένα μὲ τὸ χνῶτο τοῦ σύθαμπου, χωνεμένα στὰ ἐρμάρια τὰ πολύτιμα τῆς Μνήμης καὶ τῆς καρδιᾶς. Ἀγναντεύεις κι ἀναπολεῖς κάποιο ξεχασμένο χωριό, μὲ ἀπλᾶ
καὶ λιτὰ σπιτάκια σπαρμένα ἀνάμεσα ἀπὸ ἐλιές, ἀμυγδαλιές καὶ πεῦκα. Κι εἶναι οἱ
στερνὲς οἱ μέρες τοῦ Δωδεκαήμερου.
Ἀκόμα ἀναδίνεται ἠ εὐωδιὰ τῆς Ἁγιοβασιλιάτικης κουλούρας, τοῦ μαγειρεμένου φαγητοῦ, τοῦ καθαρισμένου πορτοκαλιοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν φρεσκοψημμένων ἀμυγδαλωτῶν καὶ χαμαλιῶν. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὲς τὶς εὐωδιὲς ξεχύνεται καὶ χάνεται στὰ
πέτρινα δρομάκια τοῦ χωριοῦ ἡ εὐωδιὰ τοῦ καμμένου πεύκου ἤ τοῦ σχοίνου ἤ τῆς
κουμαριᾶς, ποὺ ἑνώνουν τὶς ἀναπνοές τους μὲ κεῖνον τὸν εὐωδιαστὸ τῆς ἐλιᾶς. Εἶναι
τὰ νέα ξύλα ποὺ τοποθετήθηκαν στὴν παραστιὰ γιὰ τὸ καλὸ τοῦ χρόνου καὶ ἀκόμα
κρατοῦν.
Χαμηλωμένο τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ πέφτει πάνω στοὺς λευκογκρίζους τοίχους καὶ τοὺς ζωγραφίζει μὲ μελαγχολικὲς πινελιές, ὅταν δὲν ἔχει συννεφιὰ καὶ βροχερὸ καιρό. Τὸ ἴδιο φῶς, ὅπως τότε, σὲ χρόνια περασμένα, χρόνια ἐφηβικά.
Γιατὶ κάτι τέτοιες μέρες μαζὶ μὲ τὸ φῶς χαμήλωνε κι ἡ διάθεσή μας καθὼς περνοῦσε
ὁ καιρὸς κι ἔφευγε τὸ Δωδεκαήμερο. Μὲ κορυφαία ἡμέρα ἐκείνη τῶν Θεοφανείων, ποὺ
ἑτοιμαζόμασταν γιὰ τὴν ἀναχώρησή μας γιὰ τὸ Βόλο. Γιατὶ δὲ βόλευε τόσο τοῦ Ἁη-Γιαννιοῦ,
τὴν ἑπομένη δηλαδὴ τῶν Φώτων ἡμέρα ποὺ δὲν εἴχαμε Σχολεῖο. Ἔτσι ἀναγκαζόμασταν
νὰ φύγουμε τῶν Φώτων τὸ ἀπόγευμα... Κι ἦταν τὸσο καταθλιπτικὰ ὅλα γύρω μας, ποὺ
μὲ τό ζόρι κατεβαίναμε στὸ Λουτράκι. Γιατὶ οἱ μέρες στὸ χωριό, ποὺ μήτε τὶς
στολισμένες βιτρίνες τῆς πολιτείας εἶχε, μήτε τὰ πολύχρωμα φῶτα, ποὺ
μπερδεύονταν μὲ κεῖνα τὼν χριστουγεννιάτικων δέντρων, μᾶς τάϊζαν τρυφερότητα,
καλωσύνη, οἰκειότητα καὶ μᾶς δίδασκαν πῶς νὰ μάθουμε νὰ γιορτάζουμε ὅσο γίνεται
πιὸ ἁπλᾶ, ἀνθρώπινα δίξως ξιπασμοὺς καὶ ἐπιδειξιομανία.
Ἔφτανε λοιπόν, ἡ Γιορτὴ τῶν Θεοφανείων. Τὴν παραμονὴ ἀκούγαμε
τὶς παλιὲς τὶς γιαγιὲς νὰ λένε ὅτι φεύγουν τὰ καλικατζούρια μόλις μπεῖ ὁ Σταυρὸς
στὸ νερό, δηλ. μόλις τελεστεῖ ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, κάποι᾿ ἀπὸ τὰ παιδιὰ βγαίνανε
νὰ τὰ ποῦν, νὰ ψάλλουν δηλ. τὰ κάλαντα τῶν Φώτων,
«Σήμερα
τὰ Φῶτα κι ὁ φωτισμὸς
καὶ χαρὰ μεγάλη κι ἁγιασμός...»
στὸ σπίτι εἴχαμε νηστεία, ἀλλὰ κι ἀναμονὴ τῆς γιορτῆς. Γιορτή ποὺ τὴν ἐπεσκίαζε ἡ ἀναχώρηση. Γιατὶ κάθε ἀναχώρηση εἶναι ἐπώδυνη... Πόσο μᾶλλον ἀπὸ τὴ στοργικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς πατρικῆς ἑστίας καὶ μὰλιστα σὲ χρόνια τρυφερά.
Μέχρι ποὺ πέρασαν τὰ χρόνια. Τέλειωσε τὸ Γυμνάσιο, ἦλθαν
οἱ Ἀνώτερες σπουδές, τέλειωσαν κι αὐτές. Ἔφυγαν οὶ δικοί μας ἄνθρωποι γι᾿ ἀλλοῦ,
γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀληθινό, ὅλα ἄλλαξαν γύρω μας, μέσα μας, παντοῦ. Μονάχα κάτι
τέτοιες μέρες, ὅπως εἶναι τὰ Φῶτα, τοῦ Θωμᾶ κ.λ.π. κάτι δαγκώνει τὴν ψυχὴ κι ἀνεβάζει
στὰ μάτια ἐλαφρὸ ψιχάλισμα. Τόσο πολύτιμο, πράγματι.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment