Ἡ ζωή της μοιάζει μὲ παλιὸ συναξάρι, ποὺ σήμερα τὸ ἀκοῦς
καὶ συγκινεῖσαι, ἀλλὰ καὶ στοχάζεσαι, γιατὶ στὰ χρόνια μας δὲν πολυακούγονται
τέτοιες ἱστορίες. Ὅπως ἡ ἱστορία τῆς ἀπὸ χθὲς κοιμηθείσης Μοναχῆς Σωφρονίας
(κατὰ κόσμον Κυρατσούλας Εὐστ. Σύρου), Ἡγουμένης τῆς ἱστορικὴς καὶ πλούσιας εὐλογημένης
Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὴ Σκόπελο.
Στὰ τραγικὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς οἱ γονεῖς τῆς
Κυρατσούλας, Εὐστάθιος καὶ Εὐλαλία Σύρου, παραδίδουν τὴν μόλις τριάμισυ ἐτῶν
κόρη τους στὰ χέρια μιᾶς ἐναρέτου καὶ ἁγίας Μορφῆς, τῆς Μοναχῆς Ξένης
Γαλατσάνου, Ἡγουμένης τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ πολιοῦ
καὶ κορυφαίου γιὰ τὴν ἐποχή του πνευματικοῦ, τοῦ Γέροντος Σωφρονίου
Κεχαγιόγλου, φίλου τοῦ Ἀγίου Νεκταρίου, τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ, τῶν δύο Ἀλέξανδρων
τῆς Σκιάθου καί ἄλλων πολλῶν.
Ἄν ἔπραξαν ἔτσι οἱ πτωχοὶ καὶ τραγικοὶ γονεῖς τὸ ἔκαμαν
γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιζήσει τὸ μικρό τους τὸ παιδί στὰ πικρὰ ἐκεῖνα χρόνια τῆς
Κατοχῆς.
Ἡ μικρὴ Κυρατσούλα μεγάλωσε στὸ μοναστήρι, ἔμαθε
γράμματα ἀπὸ τὴν Γερόντισσα, ἔμαθε νὰ ὑφαίνει, ἀλλὰ καὶ νὰ ψάλλει, νὰ
προσεύχεται καὶ νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία.
Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ ἡ Κυρατσούλα ἐνηλικιώθηκε. Τότε ἡ
σοφὴ Γερόντισσα μὲ περισσὴ διάκριση πρόετρεψε τὴ πνευματική της κόρη νὰ ἐπιλέξει:
θὰ πήγαινε στὸ κόσμο καὶ ἐκεῖ θὰ δημιουργοῦσε οἰκογένεια ἤ θὰ ἐντάσσονταν στὴν ἀδελφότητα
τοῦ Τιμίου Προδρόμου αὐξάνοντας ἔτσι τὴν πνευματικὴ οἰκογένεια τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ
μοναστηριοῦ;
Ἡ Κυρατσούλα ἀποφάσισε νὰ μείνει στόν Τίμιο Πρόδρομο,
ποὺ τὸν εἶχε ἀγαπήσει περισσότερο ἀπὸ τὸ σπίτι της, γιατὶ ἐκεῖ εἶχε βιώσει τὴν ἀγάπη,
τὴ στοργή καὶ τὴν φιλαδελφία. Τὸν κόσμο δὲν τὸν γνώριζε. Πῶς νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ
τώρα πλέον;
Ἔτσι, στὶς 29 Δεκεμβρίου τοῦ 1965, ὁ πολιὸς Γέρων
Προκόπιος, ὁ πνευματικὸς τῶν δύο μονῶν τῆς Σκοπέλου ποὺ ἦσαν τότε σὲ ἀκμή,
κείρει Μεγαλόσχημο τὴν Κυρατσούλα μὲ ἀνάδοχον τὴν Γερόντισσα Ἰωάννα, μία ἀπὸ τὶς
πλέον δυναμικὲς μοναχὲς τοῦ Προδρόμου. Τῆς δίδεται δὲ τὸ ὄνομα Σωφρονία, πρὸς
τιμὴν τοῦ πάππου τῆς ἀδελφότητος, Γέροντος Σωφρονίου.
Ἡ νέα μοναχὴ ἔδειξε μεγάλο ζῆλο καὶ ἐργάστηκε μὲ
φιλοτιμία καὶ αὐταπάρνηση. Φρόντιζε δὲ τὴν πνευματική της Μητέρα, τὴν
Γερόντισσα Ξένη, ἡ ὁποία πλέον εἶχε ἀποσυρθεῖ ἀπό τὸ πηδάλιο τῆς διοικήσεως τοῦ
μοναστηριοῦ. Τὴν ἀποκαλοῦσε δὲ «Μανούλα», γιατὶ οὐσιαστικὰ αὐτὴν εἶχε γνωρίσει ὡς
μητέρα της.
Τὸ 1978 ἡ Γ. Σωφρονία δέχεται σὲ ἠλικία τριαντεννιὰ ἐτῶν
τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἀσθενείας, ἡ ὁποία μέχρι τὴν κοίμησή της θὰ τὴν ταλαιπωρήσει
πάλιν καὶ πολλάκις. Ὑπέμεινε μὲ καρτερία τὴ δοκιμασία, λέγοντας, ὅταν τὴ ρωτοῦσαν
πῶς εἶναι τό, «Δόξα τῶ Ἁγίω Θεῷ».
Ὅμως τὴ στενοχωροῦσε καὶ κάτι ἀκόμη: ἡ φθίνουσα κατάσταση
στὸ μοναστήρι της, καθὼς οἱ ἀδελφὲς μία μετὰ τὴν ἄλλη ἀναχωροῦσαν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια
γιὰ τὰ ἐπουράνια. Μέχρι ποὺ ἀπέμειναν δύο: ἡ ἴδια καὶ ἡ Γερόντισσα Ματρώνα, ἡ ὁποία
καὶ νοσηλεύεται σήμερα, ἀφοῦ καὶ αὐτῆς ἡ ὑγεία εἶναι ἐπισφαλής.
Στὶς πρῶτες πρωϊνὲς ὦρες τῆς 27ης Μαρτίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ,
ἡ Γερόντισσα Σωφρονία ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου γιὰ τὸν
Κόσμο τὸν ἀληθινό, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Ἀγγέλων σὲ ἠλικία ἑβδομηνταπέντε ἐτῶν.
Κηδεύθηκε στὸ Κοιμητήριο τοῦ ἀγαπημένου της μοναστηριοῦ,
ἐκεῖ ποὺ ἀναπαύθηκαν τόσες καὶ τόσες ἀδελφές της, ἀλλὰ καὶ πρὸ αὐτῶν τόσοι καὶ
τόσοι πατέρες, ἀφοῦ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, πρὸ τῆς διαλύσεως τῶν μοναστηριῶν το
1833 ἦταν ἀνδρικὸ Κοινόβιο.
Οἱ εὐχὲς καὶ οἱ πρὸς Κύριον ἰκεσίες της νὰ μᾶς
συνοδεύουν.
π. K.N. Kαλιανός, 28-3-2014