Wednesday, 16 September 2015

Aγιογραφίες

Μυσταγωγία του πιστού στη σφαίρα του υπεραισθητού

Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από αναγωγικά μέσα για να νιώσει το βάθος της θρησκείας. Σ' αυτό συντελούν ο λειτουργικός λόγος, η υμνωδία, η διάταξη των τελετουργιών, η όψη των αμφίων, αλλά και η αρχιτεκτονική του ναού με την αγιογράφησή του[1]. Με τη συμμετοχή και συνεργασία των αισθήσεων της όρασης και της ακοής ο πιστός συμπάσχει, σπουδάζει, κοινωνεί τη διδασκαλία και τα βιώματα του Χριστού[2].


Η εικόνα των αγίων δεν είναι ένα φολκλορικό έργο τέχνης, όπως θέλει να τη βλέπει η σύγχρονη παγκόσμια κουλτούρα, αλλά μια τέχνη πρόκληση κοινωνίας με το αρχέτυπό της. Η δύναμή της προέρχεται από το περιεχόμενό της. Μυσταγωγεί τους πιστούς στο υπεραισθητό. Είναι έκφραση ευλάβειας και προσωπικής ευγνωμοσύνης[3].

Οι περισσότεροι σήμερα μιλούν για τις εικόνες των αγίων από αισθητική άποψη. Άλλοι πάλι κάνουν λόγο για την αρχαιολογική και την υλική τους αξία. Μια τέτοια θεώρηση όμως είναι ανεπαρκής, καθώς μαρτυρεί απόλυτη άγνοια της ουσίας της εικόνας[4]. Η εικόνα δεν είναι όπως η φωτογραφία ή η προσωπογραφία. Είναι ένα σύμβολο ιερό και ως τέτοιο διακρίνεται για το μυσταγωγικό και τον αναγωγικό της χαρακτήρα. Αποπνέει κατάνυξη και ευσέβεια[5]. Εκτός από αντικείμενο ευλάβειας, είναι και κειμήλιο χαριτόβρυτο, απαράμιλλης τέχνης, αλλά και πολιτιστικό τεκμήριο, το οποίο προκαλεί το θαυμασμό όλων των ανθρώπων[6].

Ο ορθόδοξος δεν μπορεί να διανοηθεί τη ζωή του χωρίς ιερές εικόνες. Η ευλάβεια και η τιμή των ορθοδόξων απέναντί τους δεν είναι εύκολο να αναλυθούν. Είναι πράξη και βίωμα αιώνων[7]. Ο καθηγητής π. Γ. Μεταλληνός σημειώνει: “Ο Ορθόδοξος πιστός μαθαίνει να πλησιάζει την εικόνα με τη μετάνοια και την ταπεινή προσκύνησή του, όπως και το “υπέρλογο” μυστήριο της σωτηρίας, “προσκυνών εν πίστει το μυστήριον” της εικόνας. Ανάβει δε μπροστά στην εικόνα το καντήλι ή ένα κερί, χαιρετίζοντας έτσι τον εικονιζόμενο Άγιο μέσα στο κτιστό φως, υπομνηστικό του ακτίστου φωτός, μέσα στο οποίο ζει “δοξασμένος” ο Άγιος και στο οποίο ο κάθε πιστός βαδίζει με όλη τη μετοχή του στη ζωή της εκκλησίας”[8]. Ένας κατάμεστος με αγιογραφίες ναός, σε συνδυασμό με τις ευωδίες, τους ψαλμούς και το ημίφως, προσφέρουν το κατάλληλο κλίμα της κοινής προσευχής, των συναισθημάτων ιερής κατάνυξης καθώς και του παραδειγματισμού[9]. Τη μορφωτική σημασία των ορθόδοξων εικόνων εκφράζει και ο Μ. Βασίλειος σε επιστολή του “... ώσπερ οι ζωγράφοι, όταν από εικόνων εικόνας γράφωσι, πυκνά προς το παράδειγμα αποβλέποντες, τον εκείθεν χαρακτήρα προς το εαυτών σπουδάζουσι μεταθείναι φιλοτέχνημα. Ούτω δει καί τόν εσπουδακότα εαυτόν πάσι τοις μέρεσι της αρετής απεργάσασθαι, τέλειον, οιονεί πρός αγάλματά τινα κινούμενα καί έμπρακτα, τους βίους των αγίων αποβλέπειν, και το εκείνων αγαθόν οικείον ποιείσθαι διά μιμήσεως”[10]. Ο αγιογράφος δηλαδή, ο οποίος απεικονίζει τις εικόνες, επαναληπτικά βλέπει το πρωτότυπο προσπαθώντας να μεταφέρει το χαρακτήρα του εικονιζόμενου προσώπου στο έργο του. Η απεικόνιση και προβολή των βασικών αρετών του εικονιζόμενου προσώπου έχει διπλό σκοπό. Αφενός μεν προσφέρει ένα έργο τέχνης, αφετέρου δε ένα έργο χαρακτήρα, έργο προσωπικότητας το οποίο επηρεάζει το θεατή με την ανάδειξη των αρετών. Καταδεικνύεται λοιπόν ότι όποιος επιθυμεί να καταστήσει τον εαυτό του τέλειο στην αρετή οφείλει να βλέπει τους βίους των αγίων και να προσπαθεί να μεταβάλλει διά της μιμήσεως τις προσωπικές γραμμές αυτών σε προσωπική ζωή και προσωπικό βίωμα[11].


Οι Πατέρες της Εκκλησίας[12] γενικά εκφράζουν τις έντονες επιδράσεις των ιερών εικόνων στην ψυχή τους. Ιδιαίτερα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ομιλών για την επίδραση που ασκούν οι εικόνες στην ψυχή του ανθρώπου τονίζει τη συμβολή των αισθήσεων απ' όπου προκύπτει η φαντασία και ακολουθούν η κρίση και η μνήμη όταν λέγει: “Διά γάρ της αισθήσεως φαντασία τις συνίσταται εν τη έμπροσθεν κοιλία του εγκεφάλου, και ούτω τω κριτικώ παραπέμπεται, και τη μνήμη ενθησαυρίζεται”[13].

Οι εικόνες οδηγούν τους πιστούς σε νέες εμπειρίες και τους φέρνουν σε άμεση σχέση με την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου[14]. Η τιμή και η προσκύνησή τους συνιστά ιδιότυπο πνευματικό διάλογο του πιστού με τον εικονιζόμενο άγιο[15]. Οι εικονιζόμενοι άγιοι δεν αναπαρίστανται αλλά παρίστανται, ίστανται δηλαδή εκεί, είναι παρόντες, με τον τρόπο μιας μυστικής παρουσίας[16]. Γιατί όπως λέγει και ο Μ. Βασίλειος η προσκύνηση των εικόνων “επί το πρωτότυπον διαβαίνει”[17]. Ορθόδοξη λατρεία χωρίς τις βυζαντινές εικόνες δεν νοείται. Τη Μεγάλη Πέμπτη το “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου” ψάλλεται με την ταυτόχρονη περιφορά του Εσταυρωμένου μπροστά στα μάτια των πιστών προκαλώντας ρίγη συγκίνησης[18]. Οι εικόνες δηλαδή είναι μέσο αναφοράς στα εικονιζόμενα πρόσωπα, είναι οι μεσάζοντες ανάμεσα στους πιστούς και στις τιμώμενες μορφές. Δεν έχουν αυτοτέλεια, αλλά απλώς λειτουργούν για την πραγματοποίηση της αναφοράς των πιστών προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα, καθώς και για την ανταπόκριση αυτών στις ικεσίες τους[19]. Τούτο συνάγεται και από την κοσμοσυρροή που παρατηρείται στους ναούς μεγάλων πόλεων με την ευκαιρία της μεταφοράς εικόνων είτε από την Αθωνική Πολιτεία είτε από τους Αγίους Τόπους. Επίσης αποδεικνύεται έμπρακτα με το σεβασμό και την αγάπη των πιστών προς τις ιερές μορφές[20]. “Τα προσκυνήματα αυτά χάρη στην πνευματική τους διάσταση γίνονται κέντρα ψυχικής τροφοδοσίας”[21].

Οι μορφές των αγίων, με τη σοβαρότητά τους και με τη στάση τους δεν αποσκοπούν να εντυπωσιάσουν αλλά να μεταθέσουν τις ψυχές και το νου του πιστού στη σφαίρα του υπεραισθητού[22]. Η κατά μέτωπο απεικόνιση των εικονιζόμενων προσώπων φανερώνει την αμοιβαία κοινωνία μεταξύ εικονιζόμενης μορφής αγίου και πιστού[23] που δηλώνει ότι οι εικονιζόμενες μορφές εισακούουν τις παρακλήσεις των πιστών και μεσιτεύουν προς τον Θεό για τη σωτηρία[24].


Ο πιστός έχοντας απέναντί του τα εικονιζόμενα πρόσωπα ενώνεται μαζί τους, τα συναντά, τα ασπάζεται με τα χείλη, με τα μάτια, με την καρδιά, όπως λέγει και ο Δαμασκηνός: “Τάς εικόνας... χρή... προσκυνείν και καταφιλείν καί οφθαλμοίς, και χείλεσιν, καί καρδία”[25]. Όταν ο πιστός βρίσκεται στο ναό δεν αισθάνεται μόνος, αισθάνεται ότι κάποιος του κάνει συντροφιά διότι είναι αέναη η παρουσία των ιερών προσώπων[26]. Τα μάτια του προσκυνητή ανοίγουν σε μια νέα πραγματικότητα, αυτή της θείας παρουσίας, στερείται το εγώ του και η ύπαρξή του μεταμορφώνεται καθολικά[27]. Μέσα από την επικοινωνία αυτή εγκαθίσταται στον ψυχικό κόσμο του πιστού η ειδική χάρη[28] και γίνονται οι εικόνες το μέσον επικοινωνίας που ενώνει τους εδώ με αυτούς που έφυγαν[29]. Τρανή απόδειξη της άμεσης αυτής επικοινωνίας και της στενής επαφής του πιστού με το εικονιζόμενο πρόσωπο αποτελεί και ο ασπασμός. Αν και φαίνεται μονόδρομος (από το μέρος δηλαδή του πιστού), ουσιαστικά είναι αμφίδρομος, διότι νοερά συνυπάρχει και η περίπτυξη και το φίλημα των ασπαζομένων[30]. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση για την αμοιβαία αυτή σχέση είναι η προσευχή, και μάλιστα αυτή που πηγάζει αβίαστα, χωρίς κόπο. Η προσευχή είναι μια συνδιάλεξη με τον Θεό, γι' αυτό χρειάζεται η απάθεια και η αποφυγή των πειρασμών του κόσμου[31] διαφορετικά, η εικόνα δεν επιδρά, παραμένει ανενέργητη και δεν εκπληρώνει το λειτουργικό της χαρακτήρα[32].

Στην Α΄ Επιστολή Γρηγορίου Γ΄, πάπα Ρώμης[33] (731-741), υπερτονίζεται μια σειρά ψυχικών διεργασιών που συντελείται στον ψυχισμό των ευλαβών προσκυνητών με τη θέα της ιστορίας του Χριστού και της Παναγίας, διεργασίες που πολλές φορές προηγούνται της τιμής και προσκύνησής τους και οδηγούν μέχρι δακρύων[34]. Η ψυχή κατανύγεται και αγάλλεται τόσο βλέποντας μια εικόνα ώστε ο Γρηγόριος Γ΄, τονίζει λέγων: “Ημείς αυτοί εισερχόμενοι εις τήν Εκκλησίαν καί θεωρούντες τάς ιστορίας τών θαυματουργιών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί τής Αγίας αυτού Μητρός, εχούσης εις τάς αγκάλας τόν Κύριον καί Θεόν ημών γαλουχούντα καί τούς αγγέλους κύκλω ισταμένους καί βοώντας τόν τρισάγιον ύμνο ου χωρίς κατανύξεως εξερχόμεθα. Καί τις γάρ ου κατανύσσεται καί κλαίει ομοίως...”. Σε άλλο σημείο χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Γ΄, Πάπας Ρώμης (731-741) γράφει: “Οίδεν η αγάπη του Χριστού, ότε εισέλθωμεν εις τόν ναόν του αγίου κορυφαίου Πέτρου και θεωρήσωμεν τήν ζωγραφίαν του αγίου εις κατάνυξιν ερχόμεθα, και ώσπερ υετός εκ του αέρος βροχής, ούτω τα δάκρυα ημών καταχέονται”[35]. Η εικόνα δηλαδή όπως τονίζει και ο Γρηγόριος Γ΄, πάπας Ρώμης δημιουργεί στην ψυχή των πιστών έντονα συναισθήματα και δυνατές εμπειρίες που μερικές φορές φθάνουν μέχρι δακρύων. Η στιγμή αυτή δηλαδή είναι ιδιαίτερη ψυχολογικά, διότι μέσω του διαλόγου αυτού ο πιστός μεταβιβάζει όλα του τα προβλήματα και τις βιοτικές του ανάγκες στον προσκυνούμενο[36].

Βασιλικής Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγου


[1]              Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, PG 150, 372B: “Και εστί η πάσα μυσταγωγία καθάπερ τίς εικών μία, ενός σώματος της του Σωτήρος πολιτείας, πάντα αυτής τα μέρη, απ' αρχής άχρι τέλους, κατά τήν προς άλληλα τάξιν καί αρμονίαν υπ' όψιν άγουσα”. Βλ. και Αρχιμ. Βασιλείου, Θεολογικό σχόλιο στις τοιχογραφίες του Θεοφάνη, στο Μ. Χατζηδάκη, Ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, Άγιον Όρος (έκδ. Ι. Μονής Σταυρονικήτα) 1997, σ. 20. Φ.Κόντογλου, Έκφρασις της ορθοδόξου εικονογραφίας, τ. Α΄, Αθήναι (εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου) 1993, σ. 44.
[2]              Βλ. Α. Παλιούρα, Μεταβυζαντινή ζωγραφική, Ιωάννινα 2000, σ. 496.
[3]              Βλ. Δ.Χ.Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, μετάφρ. Α.Τ. Μουρτζόπουλου, Αθήναι (εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου) 1952, σ. 42.
[4]              Βλ. Ν.Δ. Πάσσα, Βυζαντινή Διαμάχη Εικονοφόβων και Εικονοφίλων (711 – 843). Ιστορία – Θεολογία – Τέχνη, Αθήναι 1983, σ. 220. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και επιστημονικής έρευνας από ορθοδόξους θεολόγους και αρχαιολόγους. Ειδικότερα, το ιστορικό-αρχαιολογικό και αισθητικό ενδιαφέρον εκφράστηκε όχι μόνο από ορθοδόξους αλλά και από δυτικούς θεολόγους και ερευνητές. Βλ. επίσης Δ.Ι. Τσελεγγίδη, Εικονολογικές μελέτες, εκδ. Θεσσαλονίκη (Ι.Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μάκρη Αλεξανδρουπόλεως) 2003, σ. 7.
[5]              Βλ. Β. Γιαννόπουλου, “Αι περί τέχνης ιδέαι της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου”, στην Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, εν Αθήναις 1979-1980, τόμ. ΚΔ΄, Σ. 628.
[6]              Βλ. Χ.Θ. Κρικώνη, Η περί εικόνων διδασκαλία της Εκκλησίας και του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού ειδικώτερον, Θεσσαλονίκη (έκδ. University Studio Press) 2001, σ. 11.
[7]              Βλ. Γ. Αντουράκη, “Μηνύματα από τη Χριστιανική Τέχνη”, περ. Απόστολος Βαρνάβας, (1990), τεύχ. 1, τόμ., ΝΑ, Σ. 17.
[8]              Βλ. π. Γ. Μεταλληνού, Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, εκδ. Δεύτερη, Αθήνα (εκδ. Αρμός) 1996, σ. 150.
[9]              Βλ. Ι.Λ. Τριάντη, “Μηνύματα της Κυριακής της Ορθοδοξίας”, περ. Κοινωνία (1994), τεύχ. 3, σ. 289 και 290. Βλ. και Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, ό.π., σ. 323. Λ. Ουσπένσκη, Η Εικόνα, ό.π., σσ 33 και 55. Μ.Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σ. 168. Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας. Ιστορική, αισθητική και δογματική ερμηνεία της Βυζαντινής ζωγραφικής, ό.π., σ. 198. Κ. Δέφνερ-Καφή, Η μορφή της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη, περ. Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός, τ. Α΄ 3, 1998, σ. 115. Φ. Πατρικαλάκι, Η πορεία και το όραμα της βυζαντινής ζωγραφικής, Αθήνα (εκδ. Παρουσία) 1995, σ. 111 και 121. Ι.Γ. Κολλάρου, “Η αφαίρεσις εν τη βυζαντινή αγιογραφία”, Ριζάρειος Εκκλησιαστική Παιδεία Α΄, εν Αθήναις 1978, σ. 262. Τ. Τσομπάνη, “Η Εικόνα μέσα από την Υμνογραφία της Κυριακής της Ορθοδοξίας”, περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς (2000), τεύχ. 784, σσ. 897 και 898. Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, “Πρόλογος”, στο Ν. Ζία – Σ. Καδά, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Οι τοιχογραφίες του καθολικού, Άγιον Όρος 1998, σσ. 9-10.
[10]           Μ. Βασιλείου, Επιστολή Β΄, Βασίλειος Γρηγορίω 3, PG 32, 229A.
[11]           Βλ. Α. Γλαβίνα, “Αι περί εικόνων ιδέαι του Μεγάλου Βασιλείου”, περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς (1972), τεύχ. 55, σσ. 86 και 87.
[12]           Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώμιον εις τον μέγαν Μάρτυρα Θεόδωρον, PG 46, 737D. Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Βίος Μαρίας Αιγυπτίας... PG 87, 3713. Ψ.-Δαμασκηνού, Κατά εικονοκλαστών, διάλογος στηλιτευτικός 15, PG 96, 1360 D. Γερμανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή προς Θωμάν, επίσκοπον Κλαυδιουπόλεως, PG 98, 172. Πρβλ. Μ.Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., 1994 με σημ. 35.
[13]           Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος Α΄, ια΄, PG 94, 1241 B.
[14]           Βλ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, “Η προσκύνησις των ιερών εικόνων”, Ορθόδοξος Μαρτυρία (2003), αρ. Φύλ. 77, σ. 2.
[15]           Βλ. Αρχιμ. Βασιλείου, Εισοδικόν, Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1974, 139. Πρβλ. Ε.Κ. Γιαννή, “Αναζωγράφησις του ενσημαινόμενου”; Με αφορμή την εικονογράφηση του διδακτικού βιβλίου θρησκευτικών της Γ΄Δημοτικού, στην Επισημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, εν Αθήναις 1994, τόμ. 3, σ. 136.
[16]           Βλ. Λ. Ουσπένσκυ, Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Σ. Μαρίνη, Αθήνα (εκδ. Αρμός) 1998, σ. 195 κ.ε. Βλ. επίσης π. Σ. Σκλήρη, “Εν εσόπτρω”. Εικονολογικά μελετήματα, Αθήνα (εκδ. Π. Γρηγόρη) 1992, σ. 97-98. Ε.Κ. Γιαννή, “Αναζωγράφησις του ενσημαινόμενου”;, ό.π., σ. 130.
[17]           Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, PG 32, IH΄, 45.
[18]           Βλ. Κ.Δ. Καλοκύρη, “Η βυζαντινή εικονογραφία στον σύγχρονο κόσμο”, στα Βυζαντινά (1985), τομ. 13, σ. 731.
[19]           Βλ. Χ.Θ. Κρικώνη, Πατερικά θεολογικά μελετήματα, Θεσσαλονίκη (εκδ. University Studio Press) 1998, σσ. 547-548.
[20]           Βλ. Π.Ι. Σκαλτσή, “Η Θεοτόκος στη λαϊκή λειτουργική ευσέβεια”, στα Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου Εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 375. Επίσης Πρβλ. Σ. Παπαθεμελή, Ορθοδοξία και Πολιτική, 1986, σσ. 50-51.
[21]           Βλ.Π.Ι. Σκαλτσή, ό.π., σσ. 376 και 379.
[22]           Βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη-Βυζαντινές τοιχογραφίες, Αθήνα (εκδ. Εκδοτική Αθηνών) 1994, σ. 13. Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, ό.π., σ. 198. Επίσης πρβλ. Κ. Δέφνερ-Καφή, Η μορφή της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη, περ. Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός τ. Α΄ 3, 1998, σ. 116. Ι.Γ. Κολλάρου, Η αφαίρεσις εν τη βυζαντινή αγιογραφία, ό.π., σ.σ. 262 και 263. Πρβλ. και O. Cleman, Le visage interieur, ed. Stock, Paris 1978, σσ. 50-51. Β. Duborgel, L' Icone, art et pensee de l' invisible, Saint-Etienne 1991, σ. 89. Ε.Κ. Γιαννή, “Αναζωγράφησις του ενσημαινόμενου”;, ό.π., σ. 130.
[23]           Βλ.Ε.Κ. Γιαννή, “Αναζωγράφησις του ενσημαινόμενου”;, ό.π., σ. 130. L.J. Marion, La croisee du visible, ed. La difference, Paris 1991, σσ. 41-46 και 106-115.
[24]           Βλ. Λ. Ουσπένσκυ, Η Εικόνα, ό.π., σ. 51. Βλ. επίσης Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, ό.π., σ. 299. Αρχιμ. Βασιλείου, “Θεολογικό σχόλιο στις τοιχογραφίες του Θεοφάνη”, ό.π., σ. 20.
[25]           Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος Γ΄, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς αγίας εικόνας, PG 94, 1332B. Bλ. και Αρχιμ. Βασιλείου, “Θεολογικό σχόλιο στις τοιχογραφίες του Θεοφάνη”, ό.π., σ. 16.
[26]           Βλ. Αρχιμ. Βασιλείου, ό.π., σ. 24.
[27]           Βλ. Φ. Διβριώτη, “Η αγιογραφία: μίμηση ή δημιουργία;” περ. Σύναξη (1987), τεύχ. 24, σ. 59. Επίσης βλ. Ε.Κ. Γιαννή, “Αναζωγράφησις του ενσημαινόμενου”;, ό.π., σ. 139.
[28]           Βλ. Αρχιμ. Αλεξίου, στον τόμο Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Εικόνες, Άγιον Όρος 1998, σ. 11. Βλ. και Μ.Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σ. 176 και Χ.Ι. Κοντάκη, “Η Εικών, προϋπόθεσις Ορθοδόξου Χρέους και Εθνικού Φρονήματος”, ό.π., σσ. 314 και 315. Αρχιμ. Βησσαρίωνα, Πρόλογος, στον τόμο Εικόνες Μονής Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 1998, σ. 11. Χ.Θ. Κρικώνη, Πατερικά θεολογικά μελετήματα, ό.π., σ. 548.
[29]           Βλ. Α. Παλιούρα, “Ορθόδοξη εικόνα και πρόσωπο. Ένα πνευματικό βέλος με αποδέκτη τον 21ο αι.”, στον τόμο “Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία”, τ. Β΄, Άγιον Όρος (εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου) 1996, σ. 261.
[30]           Πρβλ. Μ.Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σσ. 194-195. Επίσης βλ. Μ. Στεφανίδη, Η Βυζαντινή Ζωγραφική, ό.π., σ. 104. Μοναχού Διονυσίου Κουτλουμουσιανού, “Οικείοι του Θεού και Κουτλουμούσι”, στον τόμο“Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία”, τ. Β΄, Άγιον Όρος (εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου) 1996, σσ. 440-441. Σ. Σάκκου, “Η ορθόδοξη εικόνα ως έκφρασις Ορθοδοξίας”, εκδ. ΕΘΕΒΕ, Ομιλίες – Διαλέξεις Επικαίρων θεμάτων, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 152. Αρχιμ. Βασιλείου, Θεολογικό σχόλιο στις τοιχογραφίες του Θεοφάνη, ό.π., σ. 16.
[31]           Βλ. Λ. Ουσπένσκυ, Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, ό.π., σ. 212.
[32]           Βλ. Λ. Ουσπένσκυ, Η Εικόνα, ό.π., σσ. 20 και 51. Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, ό.π., σ.σ. 299 και 300. Μοναχού Γρηγορίου Κρουγκ, Σημειώσεις ενός εικονογράφου, μετάφρ. Σ. Μαρίνη, Αθήνα (εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος) 1998, σ. 37 και Χ.Ι. Κοντάκη, “Η Εικών, προϋπόθεσις Ορθοδόξου Χρέους και Εθνικού Φρονήματος”, ό.π., σ. 313.
[33]           Γρηγορίου Γ΄, πάπα Ρώμης, Περί των Αγίων εικόνων Α΄ Επιστολή προς Λέοντα βασιλέα τόν Ίσαυρον, Mansi E.Π. 12, 966Ε-967Β.
[34]           Πρβλ. Μ.Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σσ. 173.
[35]           Γρηγορίου Γ΄, πάπα Ρώμης, Περί των Αγίων εικόνων Α΄ Επιστολή προς Λέοντα βασιλέα τόν Ίσαυρον, Mansi E.Π. 12, 963Ε-966 Α.
[36]           Βλ. Μ.Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, ό.π., σ. 29.

No comments: