Thursday, 18 May 2023

Η Ιφιγένεια

 
Δεν πρόκειται για την κόρη της Κλυταιμνήστρας και την αδελφή του Ορέστη, δηλαδή την εν Ταύροις, που πήγε και στην Αυλίδα,  που αν δεν εμφανιζόταν το ελάφι, θα πήγαινε θύμα η κοπέλα. Και γιατί; Ποιός ο λόγος; Για να εκπληρωθεί η προφητεία του μάντη Κάλχα. Για όλα αυτά φυσικά έφταιγε ο Πάρις που γοητεύτηκε από την ωραία Ελένη, μπήκε στη μέση και η Αφροδίτη - ζητήσατε την γυναίκα/cherchez la femme -που έστειλε τον φτερωτό μικρό Ερωτα με τα τόξα του-, άρπαξε λοιπόν το πριγκιπόπουλο από την Τροία (Truva σήμερα) την σύζυγο του Μενέλαου -τα ήθελε και αυτή λιγάκι, ομορφονιός ήταν- το έσκασαν αλά Γαλλικά και η ζημιά έγινε. Ευτυχώς ο από μηχανής θεός έριξε στον βωμό το κακόμοιρο ελαφάκι γιατί αλλιώτικα θα πήγαιναν χαμένα τα όμορφα μαλλιά  πλεγμένα σε πλεξούδες, τουλάχιστον έτσι ήταν σε εκείνη την παράσταση των τελειοφοίτων του Ζαππείου  και δεν θα ήταν μόνο που θα χάνονταν τα μαλλιά, κρίμα θα ήταν και η κορασιά στα νιάτα της πάνω. Και γιατί όχι να μην είναι καλά και η Αρτεμις που έβαλε το χέρι της, αλλιώς δεν θα την γλίτωνε η Ιφιγένεια. Τέλος καλό, όλα καλά.   
 

Δεν λέω, όμως για αυτήν την Ιφιγένεια της αρχαιότητας που έζησε πολύ καιρό πριν γεννηθώ και που δεν είχα την τύχη να την γνωρίσω και που μόνο ακουστά την είχα από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, ούτε και για την μαμά της Αλέκας, από τα Θεραπειά μας, που είχε το ίδιο όνομα. 
 
Αυτή πού λέω δεν ήταν η ηρωίδα της μιάς και της άλλης τραγωδίας και άλλων εποχών, αλλά σύγχρονη και από το κοντινό Χρυσοκέραμο, το γνωστό Τσενγκιελκοϊ. Την ήξερε και η μαμά μου που έμπαινε στο βαπόρι από την αποβάθρα των Θεραπειών απέναντι από το  κτίριο της Μητρόπολης Δέρκων και του αριστοκρατικού ξενοδοχείου Τοκατλιάν,  Sirketi-Hayriye έλεγαν τότε στην εποχή της τα βαπόρια της γραμμής, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ, μια στην δύση, μιά στην ανατολή για να μπερδεύουν και να ενοχλούν τα θαλασσοπούλια  του ουρανού και τα τσινακόπια της θάλασσας. Έπιαναν στο Χρυσοκέραμο που το έλεγαν και Αγκυροχώριο ανεπίσημα, η  Εκκλησία του ήταν και είναι ο Άγιος Γεώργιος. Από  εκεί επιβιβαζόταν στο πλεούμενο μαζί με την Ελενίτσα και η Ιφιγένεια. Ώσπου να φτάσει το πλοίο και να αγκυροβολήσει στο Καράκιόϊ Vapur Iskelesi, τα κορίτσια έπιναν (το διασταύρωσα) από ένα καυτό τσαγάκι στα γυάλινα ποτηράκια με το καρεδάκι της ζάχαρης στο πλάϊ, που με το κούνημα του  βαποριού  μισοχυνόταν και μισοέλοιωνε την ζαχαρίτσα στο πιατάκι, έτρωγαν και από μισό σιμίτι κουλούρι για όσους δεν ξέρουν από σιμίτια,  (το άλλο μισό τ’ άφηναν για το διάλειμμα) με σουσάμι που μόνο στην Πόλη μπορεί κανείς να τα βρεί αυτά με τέτοια γεύση, ίσως να φταίει το νερό πασπαλισμένο με την Βοσποριανή αλμύρα, που κάνει παρέα στον Κεράτιο. 
 
Τότες, η Ελενίτσα, θα διάσχιζε την γέφυρα του Γαλατά προς το Ιωακείμιο αφού θα περνούσε μπροστά από το Γενί Τζαμί με τα περιστέρια στο Εμινονού, θα έφτανε στην Μουχλιώτισα να κάνει τον Σταυρό της και άν είχε καιρό θα έμπαινε μέσα, τουλάχιστον στον Νάρθηκα για ένα κεράκι η μαμά μου με την Ιφιγένεια θα άφηναν την γέφυρα πίσω τους, για να πάρουν το τουνέλι (σήραγγα) για να φτάσουν στο Τουνελ. Κάποτε θα ανέβαιναν ποδαρόδρομο, αφού περνούσαν τον Κουλά,  τα σκαλάκια με τα πολλά Εβραίικα μαγαζιά για να πάν η μιά στο Κεντρικό και η άλλη στο Ζάππειο.   
 
Μεγάλωσαν τα κορίτσια, η Ελενίτσα, Ελένη πλέον, έγινε γιατρός, οι άλλες δυό παντρεύτηκαν και χάθηκαν η μιά από την άλλη μέχρι που βγήκα  εγώ στο κλαρί. Κλαρί μεν, αλλά με χίλια ζόρια και τα συνέχεια, "Γιατί και γιατί και τι το θέλεις; Τι σε λείπει; Θα χάσεις τα μπάνια σου το καλοκαίρι" (Σεπτέμβρης ήταν, τα μπάνια τέλειωναν έτσι κι’ αλλιώς, σκεπτόμουν),  είχε σύμμαχο την γιαγιά ο μπαμπάς μου, εγώ την μαμά μου, "να δουλέψει, να μάθει τον κόσμο, με τα Γαλλικά της, τα Αγγλικά της..." κτλ. "Με το πιάνο της και την ζωγραφική της,  θα βοηθά στο σπίτι, θα κεντά και θα περνά την ώρα της", η γιαγιά Βαγγελιώ μαζί με τον έναν και τον άλλο.  Όλοι το καλό μου ήθελαν, η θεία μου δεν έπαιρνε θέση, πίστευα ότι ήταν με το μέρος μου αλλά δεν ήθελε να τα χαλάσει με καμιά πλευρά. Εγώ, τον χαβά μου... Τελικά τα κατάφερα, έγινε το δικό μου, ας πούμε.
 
Το βράδυ της πρώτης μέρας, αφού προσπέρασα Τζαμί και περιστέρια με τα κρα-κρά τους και τα άλλα που αναπόφευκτα κάνουν όλα τα πτηνά ανά την υφήλιο, στο Εμινονού, περπάτησα την γέφυρα μέχρι τον Γαλατά και έκανα τα ίδια που έκανε η μάνα μου χρόνια πριν. Βιαστικά για να μην χάσω τον βραδινό περίπατο στην παραλία και τον ήλιο που θα βουτούσε φορώντας τα κόκκινά του πίσω από το σέτι,  αντίκρυ από το σπίτι μας, βρέθηκα στο Ταξείμι και στο στέκι των καπτί-κατστί.[1] Έτσι ανανεωμένη, αναστατωμένη με τον τόσο καινούργιο κόσμο που γνώρισα και χειραφετημένη -το επιθυμητό, που ήταν η χειραφέτηση-, γύρισα στο σπίτι μας στο Bostan sokak, numara 9, zemin kat [2], που με περίμεναν, η γιαγιά στην πολυθρόνα της δίπλα στο πιάνο, μαμά-θεία-θείος και ο μπαμπάς που έκανε τον αδιάφορο, έχοντας το αυτί του κολλημένο στο τρανζίστορ ακούγοντας ματς, για να τους πω τα καθέκαστα και τις εντυπώσεις μου.  
 
"Τι και πως;" Βουνό οι ερωτήσεις, σταματούσε η μιά, άρχιζε ή άλλη. Ο θείος διάβαζε την ΕΜΠΡΟΣ, δεν έβλεπα το πρόσωπό του, άλλωστε δεν θα έπαιρνε χαρτοσιά, ο μπαμπάς έκλεισε το τρανζιστοράκι, αφού η πολυφωνική των γυναικών απασχολούσαν το άλλο του αυτί,  "Αμαν πιά, αφήστε την να πάρει ανάσα!" φώναξε και έσπευσε προς βοήθειάν μου. Η ισχύς μου η αγάπη του παρ' όλες τις αντιρρήσεις του!
 
Ανάμεσα στις γνωριμίες μου, η μανταμ Zepur, (Ζεπουρ κουιρίκ, δηλ. αδελφή) η μαμαζελ Alis από το Baglarbasi, μια συνοικία στο Σκούταρι- από αυτές έμαθα αργότερα, "μεκ-γιεργκού-γιερεκ-τσορς..."[3] και τα διάφορα μπάρι[4] μαζί με τα Ουρπατ, Σαπατ,  Γκιραγκί [5] και στην πορεία,  προχώρησα και στα ρήματα "γιεσιρεμ- γιεσιρες- γκισιρε" [6]- ο Μonsieur Hamparsum και ο Jirayr αχπαρίκ, δηλ. αδελφός,  ο ευγενέστατος και ψάλτης στο Πατριαρχείο κ. Γιάννης, Monsieur Γιαννάκη για μερικούς, σκέτο Γιαννάκης για άλλους, σωστός κύριος, με Κάπα κεφαλαίο για μένα, ο  μοσιό Kegam με τις ιστορίες από τα πονεμένα παιδικά του χρόνια στην Ανατολή, ο κυρ Σπύρος (ο πατέρας του Φώτη), ο άλλος Γιάννης, ο μπαρόν Τορκόμ και η μαντάμ Φιφή από το Τσενγκιέλκοϊ που δεν έμενε πιά στο Βοσποριανό προάστιο αλλά κάπου στο Πέρα, -"Αχ, η Ιφιγένεια", είπε η μαμά μου. Συμπαθηθήκαμε στην στιγμή μαζί, love at first site που λέμε στα Αγγλικά και με το που άκουσε που ήμουν η κόρη της παλιάς της, εν πλω,  συνταξιδιώτισσας και συνοδοιπόρισσας στα σκαλάκια και στο τουνέλι, με πήρε υπό την προστασία της. 
 
Σε δυό τρεις μέρες, βαλθήκαμε με την κ. Φιφή να καταστρώνουμε σχέδια να πάμε κάπου εκδρομή πριν χαλάσει ο καιρός. Προορισμός μας η Πρίγκηπος με τον Αη-Γιώργη της, τον Κουδουνά. "Μα πέρασε η γιορτή του", είπε κάποιος, "Πάντα υπάρχει παπάς εκεί" είπε ο Νικολάκης από την Χάλκη και το αποφασίσαμε. Εσύ κιοφτεδάκια, εγώ ταραμοσαλάτα, ο άλλος αυγά, η άλλη άσπρο τυρί κτλ, τζατζίκι και τσιροσαλάτα με μπόλικο άνηθο, αγγουράκια, ντομάτες και ελιές. Ψωμί και νερά θα παίρναμε από τον φούρνο στην βαπορόσκαλα κοντά. Μαζί μας, ο Διαμαντής, ο Ανδρέας, ο Μιχάλης και ο Θοδωράκης, ο γκιουζελίμ και ο σεκερίμ, έτσι τους φώναζε ο μοσγιό Μανούκ, το γιατί δεν το έμαθα, η μαμά μου (έτσι αντάμωσαν ξανά οι δυό παλιές φιληνάδες) και ο Τούλης, το παιδί της μαντάμ Φιφής, με κοντά παντελονάκια, σχεδόν κοντά, δεν ήμασταν και στην μέση του καλοκαιριού. Ο Τούλης αγαπούσε να "λέει" τροπάρια, να ψάλλει με καταπληκτική μαεστρία κατά τη γνώμη μου, για το μικρόν της ηλικίας του.
 
Σταθήκαμε στην Πρώτη και στην Αντιγόνη, μετά εκεί που στον λόφο της δεσπόζε η Θεολογική της Σχολή, Χάλκη, φτάσαμε. Μισό δρόμο με το παϊτόνι -μας έβλεπαν πολλούς και δεν μας έπαιρναν οι αραμπατζήδες, μέχρι που βάλαμε μιά δυό ζακέτες κάτω από την μπλούζα της μαντάμ Ζεπουρ για να φαίνεται πως ήταν βαρούμενη, δηλαδή σε ενδιαφέρουσα, και για να μας λυπηθούν οι μερχαμετλίδες αμαξηλάτες-, μισό ποδαρόδρομο, βολευτήκαμε. Πήραμε την ανηφοριά και τα μονοπάτια και με την ψυχή στο στόμα, φτάσαμε στον Αη-Γιώργη. Μπήκαμε μέσα, ανάψαμε τα κεριά μας, μας διάβασε ο Ιερέας και κάτσαμε να ξαποστάσουμε και να ανοίξουμε τις τσάντες και τα ζεμπίλια για το φαγοπότι μας με ότι έδωσε ο Θεός όπως έλεγε η γιαγιά μου, κάτω από τα πεύκα αγναντεύοντας την θάλασσα και αντλώντας καλούδια από την απλοχεριά της φύσης. 
 
Το αεράκι που φυσούσε με τον μοναδικό Πριγκηπιανό του "αέρα"  έριχνε πευκοβελόνες στις αγκαλιές μας και πότε-πότε γεμάτες-φουσκωμένες κουκουνάρες στα πόδια μας. Σκέτος Παράδεισος στις θησαυρισμένες θύμησες...
 
Ο καιρός έτρεχε,  μαζί του και η Ρωμηοσύνη της Πόλης. Άλλος εδώ και άλλος παραπέρα, άδειαζαν τα παρταμέντα στο Τζιχανγίρ, στο Φερίκιοϊ και στα προάστια, παραπονεμένος ο αφρός της θάλασσας έτρεχε και αυτός σαν το τρεχαντήρι και μαζί του τα σταυριδάκια που άδικα περίμεναν τις καλαμιές με τις μερσίνες και τ’ αγκίστρια από το αχτάρικο του κυρ Αντρέα. Φύγαμε και εμείς αφού αφήσαμε την γιαγιά μου στην 'Αγια-Λένη στο Ροσινιόλ να κοιμάται για πάντα κοντά στον Κώτσο και στα συμπεθέρια της, την μάνα και τον κύρη του μπαμπά μου. Η Ιφιγένεια των παιδικών χρόνων της μαμάς μου ήρθε και αυτή στο ξεπροβόδιασμα από την παρούσα ζωή της κυρίας Ευαγγελίας, της κυρά-θεία Βαγγελιώς και στην είσοδό της στην άλλη.
 
Την ξαναείδα χρόνια μετά στην Αγγλία, αφού κατά τύχη άκουσα σε μιά Εκκλησία του Λονδινου το Χερουβικό. "Σαν και εμάς τα λέει αυτός" είπε η μαμά μου. Η Εκκλησία κατάμεστη, γιορτή της Παναγίας ήταν και μέχρι να πλησιάσουμε στο Αναλόγιο, ο ψάλτης έγινε καπνός. Η φωνή που έλεγε τον Ύμνο έμεινε σφηνωμένη στο μυαλό και στα αυτιά μου. 
 
Σε ένα ταξίδι μου στην πατρώα γη, ο Κύριος Γιάνης/μοσιό Γιαννάκης με πληροφόρησε, "Ξέρεις; Ο Σταμάτης, ... είναι στο Λονδίνο., Ποιός Σταμάτης; Ο Τούλης; ... Ναι, ο ίδιος!, Έγινε παπάς; Όχι, ψάλτης!" 
 
Βρήκα το τηλέφωνό του, ειδωθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε,  κλάψαμε, γελάσαμε, θυμηθήκαμε. 
 
Της Τυροφάγου ή Τυρινής που λέμε, δεν είμαι σίγουρη για το έτος, κατέφθασαν μάνα και γιός, στο σπίτι μου με δυό τεψιά, ένα με μπουρέκι, "με σωστό κασέρι" και ένα με μπακλαβά "με σωστό σορόπι, και όχι με γλυκόζη" είπε η  εκ  Χρυσοκεράμου Ιφιγένεια.
 
Είδε τα παιδιά μου και "ενέκρινε" τον σύζυγό μου(!). "Καλός είναι, Εγγλέζος μεν αλλά τι να γίνει;" με είπε. Θυμηθήκαμε που από την ημέρα που έριξε την ματιά της επάνω μου, βάλθηκε να με παντρέψει! "Είναι γιατρός ο ένας και αν δεν είναι,  θα γίνει". Ο άλλος  και ο πιό  άλλος, "δικηγόρος, χημικός, μηχανικός, αρχιτέκτων, καθηγητής..., έχει μαγαζί, δουλεύει στην Τράπεζα, είναι Θεολόγος, θέλει να γίνει παπάς..., είναι ξανθός, ψηλός, μελαχρινός... θα κάνετε ωραία παιδιά..." κτλ. Δεν τα κατάφερε.
 
Δεν την ξεχνώ.
 
Νίκη Beales
Βuckingham Αγγλία
Μάϊος 2023 
 
[1[ μικρά λεωφορειάκια
[2] ισόγειο
[3] στα Αρμενικά, ένα-δύο-τρία-τέσσερα στα Αρμενικά
[4]      "         "  καλό/καλά Παρασκευή-Σάββατο- Κυριακή στα Αρμενικά
[5]      "          "Παρασκευή - Σαββάτο - Κυριακή
[6]      "           αγαπώ-αγαπάς-αγαπά

No comments: