skip to main |
skip to sidebar
Εμείς δεν βάζουμε...
Mε το «εμείς»,
εννοούσε όχι μόνο την μητέρα και την αδελφή της, δηλαδή την γιαγιά και την
θεία μου, αλλά όλες τις εκ Θεραπείων, Βοσπόρου Θρακικού και Κυανέων, βάλε
και τα αντικρινές όχθες, άιντε και τα Πριγκηπόνησα, νοικοκυρές. Δεν
δεχόταν αντιρρήσεις και ήταν σίγουρη πως δεν έκανε λάθος! Ανάγκα και θεοί
πείθονται!
Με το πρώτο Νύμφη Ανύμφευτε κτύπησε το
ρόπτρον του μυαλού μου να με ειδοποιήσει πως μια που μπήκε η Σαρακοστή, το
Πάσχα δεν θα αργήσει. Έτσι βρέθηκα με την σκέψη στο Πάσχα κάποιας χρονιάς
περασμένης, στο "John's Lamb". Όχι βέβαια στα Θεραπειά, ούτε στην
Πόλη αλλά εδώ στην γηραιά Αλβιώνα -Αγγλία στην καθομιλουμένη- που ή ο Θεός ή η
μοίρα κανόνισε να υπάρχω στην επίγεια ζωή. Παρόντες όλοι που χωρούσαν στο
περιβόλι μας. Και πιό πολλοί. Η όλη υπόθεση άρχισε το 1993 και καθιερώθηκε δυό
χρόνια μετά, με την ίδέα που είχε ο σύζυγός μου να μην αφήσει κανένα από
τα παιδιά -παιδιά; Τι παιδιά; Μεταπτυχιακά έκαναν στα κοντινά Πανεπιστήμια,
άντρες ολόκληροι, άντε και καμιά κοπελιά ανάμεσα- να κάνουν Πάσχα μόνα τους.
Στην περιοχή μας, το Open University και το Cranfield Institute of
Aeronautics, που το δεύτερο εκτός από αεροναυτικά έχει και άλλα τμήματα,
μάζευαν (και μαζεύουν) νέους ανθρώπους για σπουδές παντός είδους μεταξύ αυτών
και αξιωματικούς των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Έρχονταν συν γυναιξί και
τέκνοις και άλλους, εκκλησιάζονταν στην Εκκλησία της νεοσύστατης μας
Κοινότητας, μερικοί πήγαιναν στο Αναλόγιο και βοηθούσαν τον ψάλτη, άλλοι έκαναν
τον ψάλτη όταν δεν υπήρχε Ιεροψάλτης, δηλαδή τους "χρήζαμε" ψάλτες
εμείς, μπρος στην αναβροχή...
Υπήρχαν όμως και κάποιοι, που είχαν μαζί με
τις καλές φωνές τους και γνώσεις Βυζαντινής Μουσικής. Ο Γιώργος, ο Κώστας και ο
Νίκος και μετά ένας άλλος Κώστας και ένας άλλος Νίκος. Και ο Ηρακλής που με το
ζόρι και με το στανιό βρέθηκε στο ψαλτήρι, και πρωτύτερα ο Τάσος, γιατρός και
αξιωματικός, ο οποιός ήρθε από την "Νύφη του Βορρά" για μετεκπαίδευση
σε νοσοκομείο του Λονδίνου, που όταν λόγω της αναβροχής που λέγαμε
προηγουμένως, έκανε η αφεντιά μου τον ψάλτη, από αυτί και μόνο,
(μακαρίζοντας τον Δεσπότη μας Ιάκωβο, που ήθελε αγόρια και κορίτσια
να πηγαίνουν στο αναλόγιο και την γιαγιά μου η οποία όλο ψαλμωδίες
μουρμούριζε), ψάλλαμε την νύχτα της Ανάστασης μαζί και που η ηρεμία του
κατάφερε να σταματήσει τα χτυποκάρδια τα δικά μου. "Ω θείας! Ω
φίλης!, Ω γλυκυτάτης μου φωνής...". Και την άλλη μέρα με την γυναίκα του
Μαρία και τον μικρό Αλέξανδρο μαζί μας στο συμπόσιο.
Ήταν και ο Ανέστης με τον Αντώνη και
αυτοί οι δυό από την Θεσσαλονίκη, που βγάζει τα καλύτερα παιδιά,
όπως λέει και το τραγούδι, ο δεύτερος δε, με Σμυρνέϊκη καταγωγή έπαιζε κιθάρα,
χρημάτισε Επίτροπος και γραμματέας της Εκκλησιαστικό/Κοινοτικής Επιτροπής και
Ιεροψάλτης, μέχρι που επαναπατρίστηκε, με την Ρούλα, ο Στέλιος. Ο Σέσιλ με τους
Αγγλους φοιτητές του, και πόσοι άλλοι, οι πάντες καλοδεχούμενοι και
οι αδελφικοί φίλοι μας Ειρήνη και Euan... Η Ρία με τα κουλουράκια
της και τον Μιχάλη και τα κοριτσάκια τους, ο κατάλογος δεν έχει
τελειωμό, ποιόν να αφήσω έξω; Την Χριστίνα και τον άντρα της;
Αποκλείεται.
Στην παρέα του "John's lamb" που όλο
μεγάλωνε, νωρίς-νωρίς προστέθηκαν και άλλοι, ο Περικλής, λέκτορας τότε και μετά
καθηγητής, που ταιριάξαμε και κουμπαριάσαμε, απαραίτητα η Σμάρω με τον
Πάνο, ο Πανούλης με την Μαρία, δεν ξέρω πως και που χωρούσαν, βέβαια όλοι οι
καλοί χωρούνε. Παρών ο δάσκαλος του Σχολείου της Κοινότητάς μας και
Αγιογράφος - Ιερέας τώρα πιά στην Αλεξανδρούπολη, με την σύζυγό του, ο πιό
καλλίφωνος που άκουσα ποτέ εκτός Πόλης, Διάκος και εκπαιδευτικός από το Λονδίνο
και αυτός με τις διακόνισσα και τα παιδάκια του, καθηγητής και Πρεσβύτερος στην
Κύπρο τώρα, φίλοι καινούργιοι, φίλοι παλιοί, δικοί μας και των παιδιών μας.
Ο "Καθαρώτατος ήλιος" που από τα
χαράματα τον προμηνούσε το ολόδροσο ύστερο αστέρι της Αυγής, σύμφωνα με
τον ποιητή Σολωμό, ίσως να ήταν ο Αυγερινός που περίμενε την Πούλια,
μας έκανε τη χάρη και συνήθως ο καιρός ήταν με το μέρος μας. Και όταν μια φορά
μας τα χάλασε (γίνονται και αυτά, στην Αγγλία
ζούμε), στήσαμε ένα μαρκί / τσαντίρι, βάλαμε και μια
φορητή σόμπα, που τελικά δεν χρειάστηκε, αφού ήμασταν αρκετοί για
να ζεσταίνει ο ένας τον άλλο.
Στο πατιρντί, η Αγγελική με την οικογένειά της, ο
μικρός Χάρης ήταν το αστέρι του Ελληνικού μας Σχολείου, η Αννα και ο Σιντ. Από
το πες-πες, μαθεύτηκε το πράγμα και ο ένας έφερνε τον άλλο, καλεσμένοι και
ακάλεστοι έδιναν το παρόν. <<Εσύ τον κάλεσες αυτόν;>>
<<Οχι, εσύ;>> <<Ούτε και εγώ>>! <<Αυτούς;
Οχιιι !>> Δεν πειράζει... <<Καλώς ορίσατε... και Welcome!
>>
Από την μιά το κακόμοιρο αρνί που καιγόταν η
πέτσα του, στριφογυρίζοντας τσουρουφλισμένο στην σούβλα, με το καπνό να ξεπερνά
τα κεραμίδια και τις καμινάδες της γειτονιάς, από την άλλη τα καλαμαράκια που
τηγανίζονταν στην ειδική φου-φού, με τα φρεσκοκομμένα λεμόνια δίπλα
στην πιατέλα να περιμένουν, από την παρ' άλλη, τα πουλιά στα ανθισμένα
κλαριά της μηλιάς και της πασχαλιάς να συναγωνίζονται πιό θα
πρωτοκελαηδίσει, το σκυλάκι του γείτονα που χοροπηδώντας να αναμένει
μερτικό πίσω από τον χαμηλό φράχτη, τα τιτιβίσματα των παιδιών,
αποτελούσαν μοναδική συναυλία. Μια σύνθεση που πλημμύριζε από χρώματα, από ζωή
και από χαρά.
<<Μα δεν κάναμε τέτοια εμείς στην Πόλη, που
τα είδες εσύ αυτά; Μα αδειάζαμε παιδί μου, δεν είχαμε καιρό για αυτά τα
πράγματα. Εκκλησία τα χαράματα, να γυρίσουμε στο σπίτι μας, να φάμε το πρωϊνό
μας, να τσουγκρίσουμε τα αυγά μας, να πάμε νωρίς στην Δεύτερη Ανάσταση για να
προλάβουμε τον Δεσπότην να τον ντύνουν στον Σολέα, εε, να ακούσουμε το Φως
Ιλαρόν... και μετά, ένα μπουτάκι με πατάτες στον φούρνο και σαλάτα, και
μερικά μεζεδάκια και καμμιά τσιροσαλάτα, παστουρμαδάκι, κανένα
σουτζουκάκι, είχαμε και τα αυγά... και τα τσουρέκια και μετά με την ψυχή στο
στόμα, να τρέξουμε... να πάμε... να απολαύσουμε το Ηρωϊκό Εξάμετρο...>>
όλο να, και να, και να μισο-γκρίνιαζε η κυρία μητέρα μου, από τις
παραμονές την Μεγάλη Εβδομάδα, δίχως να βαριέται. <<Αμαν πιά καλέ μαμά...!>>
Και χωρίς και πάλι να βαριέται, δώστου να
τυλίγει λαχανοντολμάδες με ρύζι, σταπίδες και κουκουνάρια με το κιλό και
λίγη κανελίτσα... και να θυμάται τα κουκουνάρια που τα μαζεύαμε και τα
σπάναμε επί τόπου, με μιά πέτρα, τσακ-τσακ, στις Κουκουναριές και μαύριζαν
τα δάκτυλά μας, εκεί στα ψηλά του χωριού. <<Νίκη, δεν κάνεις και καμμιά
Ρώσικη; >> πρόσθετε. Τράβαμε και ας κλαίω...
Βάζαμε που λέτε εμείς τον οβελία και τους
λαχανοντολμάδες, άντε και η ρούσικη για να γίνει το χατήρι
της, άδειαζαν τα ντουλάπια και ο μπουφές από πιάτα, ποτήρια, και
μαχαιροπήρουνα, από τα χαράματα στήναμε στο περιβόλι τραπέζια, παρασόλια και
καρέκλες του κήπου, σκαμνιά και ότι άλλο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να
μην στέκεται κανείς όρθιος, έφερνε και ο καθένας το κάτι τι του, Μαυροδάφνη,
Σάμος, καμμιά ρετσίνα Κουρτάκη, κανένα τσιπουράκι, το ουζάκι, το ντουζικάκι του
και ο Συμεών την ζιβανία του από την Κύπρο. Ερχόταν και ο Άντριου με τους
γονείς του (τον μουσακά τους), και το βιολί του για διασκέδαση στην ύπαιθρο.
"Ψιντρή βασιλιτζιά μου τζιαί μαντζουράνα μου...",
τραγουδούσε η Αφροδίτη, πρίμο, με σιγόντο την Φεβρωνία.
Στην συντροφιά και η κομψότατη κυρία Νίτσα από την
Θεσσαλονίκη. Ερχόταν να περάσει το Πάσχα μαζί με τον γιό της τον Στέλιο που τον
φωνάζαμε Στυλιανό γιατί υπήρχαν και άλλοι δύο με το αυτό όνομα, που ήταν αρχικά
φοιτητής στην περιοχή μας, μετά λέκτορας και μετά καθηγητής σε
Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Κατέφθανε στο Gatwick μέσα στην Βαγιανή
Εβδομάδα. Την Κυριακή Των Βαΐων, την περνούσαμε μαζί, στην Εκκλησία, στο
σπίτι μας με τον παπά και την παπαδιά (αν υπήρχε παπαδιά), τον ψάλτη και όσους
χωρούσε / δεν χωρούσε το τραπέζι μας, καθιστοί και μισό-όρθιοι, για ψάρι, που
καταλύεται αυτή τη μέρα, πότε σολωμό με πατατοσαλάτα και κάπαρη, πότε
μπακαλιάρο με σκορδαλιά (με ψωμί και όχι με πουρέ πατάτας, πα-πα-πα!), Πολίτικα
πράγματα. Το βραδάκι, στην μισοσκότεινη Εκκλησία για το "Τον Νυμφώνα Σου
βλέπω" και ραντεβού για την άλλη Κυριακή.
Είπαμε όλοι έφερναν το κατι-τί τους και
το κάτι-τι της κυρίας Νίτσας μαζί με το κρασί Τσάνταλη, ήταν τζατζίκι που
ήταν η σπεσιαλιτέ της. Ο Στυλιανός, ο γιός της έμενε στο Βόρειο Λονδίνο με
πρόσβαση σε ένα σωρό από <<Ελληνικά-Κυπριακά Παντοπωλεία>>,
που εκεί εβρισκες και του πουλιού το γάλα που λέει ο λόγος. Στην περιοχή
του Haringey και Green Lanes, σχετικά κοντά στην
Εκκλησία της Παναγίας και του Αγίου Βαρνάβα στο Wood Green και στου
Αη Γιάννη Wightman Road. Σε ένα από αυτά τα μαγαζιά έβρισκε η
κυρία Νίτσα ένα καταπληκτικό γιαούρτι, που θύμιζε το Σηλυβριανό, αυτό που
στα δικά μου μικράτα τουλάχιστον, έφερναν οι γιαουρτσίδες από την
Σηλυβρία, την πατρίδα του Αγίου Νεκταρίου. Το μετέφεραν μέσα σε
ταβλάδες κρεμασμένους δεξιά και αριστερά με αλυσίδες από ένα κοντάρι,
που με μαεστρία το ισορροπούσε πάνω στους ώμους του ο γιαουρτσής, με το
βαπόρι μέχρι το Νιχώρι και από εκεί tabana kuvvet -δύναμη στα
πόδια- στα Θεραπειά. Ποιός δεν θα θυμάται εκείνο το
γιαούρτι με την πέτσα - καϊμάκι που ήταν παχιά τουλάχιστον ένα
εκατοστό για να μην πω παραπάνω, με τις ψιλούτσικες ζαρωματιές και μερικά
σκουπιδάκια επάνω που σαφώς θα πρόσθεταν κάτι στην νοστιμιά του.
Που τριγύριζε ο μεροκαματιάρης από γειτονιά σε γειτονιά φωνάζοντας :
Yogurt, Silivri yogurt!; Κρεμασμένη στον έναν ώμο είχε και την
ζυγαριά του και στην τσέπη του τα δράμια / γραμμάρια. Περίμεναν οι νοικοκυρές
με το βαθουλωτό πιάτο στο χέρι που πρώτα έμπαινε αυτό στην ζυγαριά, και άρχιζαν
τα παζαρλίκια και τα μικρομαλώματα...<<Eksik bre>>,
<<eksik yok madam >>, και τα διάφορα.
Που μείναμε; Α, ναι, στο τζατζίκι. Η μαμά μου και η
κυρία Νίτσα έκαναν πολύ καλή παρέα, <<κυρία Αγγελικούλα μου από εδώ,
κυρία Νίτσα μου από εκεί>> έβρισκαν πολλά να πούν, να συμφωνήσουν για την
μόδα, τον καιρό, τα παπούτσια, τα αεροπλάνα και τα βαπόρια, τους πολιτικούς και
τους κληρικούς, την ακρίβεια στα μαγαζιά και πολλά άλλα, σκάλωναν όμως στο
τζατζίκι... με το <<εμείς δεν βάζουμε>> της μαμάς μου. Το
φλεγόμενον θέμα που έπαιρνε διαστάσεις μεγαλύτερες και από την
"Εύφλεκτο και μη φλεγόμενη βάτο", ήταν ο άνηθος! Αυτό το
ταπεινό χορταράκι, το dereotu για τους ζαρζαβατσίδες στην
Πόλη, αυτό το άκακο μυρωδάτο βότανο που είναι απαραίτητο στην
τσιροσαλάτα με το ξύδι, στα λαδερά κουκιά και στα μπιζέλια με φρέσκο
κρεμμυδάκι, γινόταν η αιτία να υψώνονται φωνές, μπαίνει, δεν μπαίνει... Τελικά
ξεσπάθωσε η κυρία Νίτσα αυτή τη φορά, << Α, κυρία Αγγελικούλα μου,
να σας πω, κάθε φορά με το λέτε αυτό, αλλά κάνετε λάθος, και η δική μου η
μητέρα ήταν από την Πόλη, ήταν και δασκάλισσα και καλή μαγείρισσα, και εκείνη,
έβαζε...>>. Με αυτήν την τελεσίδικη δήλωση, έκανε πίσω η μαμά μου.
<<Αυτό ήταν>> σκέφτηκα και θυμήθηκα την μαντάμ Σουζάν, που είχε
ατελιέ ραπτικής και πολλά κορίτσια στα Θεραπειά έμαθαν ράψιμο κοντά της, που
πρόσθετε δυόσμο στο δικό της τζατζίκι.
Βράδιαζε, η ώρα περνούσε, ώρα να τελειώνουμε, στην
κουζίνα όσες κοπελιές έβρισκαν χώρο να μπουν, να πλύνουν ότι και όσα
μπορούσαν, πιατοθέμι, ποτηροθέμι και ότι άλλο μαζεύθηκε και όλα αυτά
να περιμένουν την ευχαριστημένη μεν αλλά κατάκοπη νοικοκυρά, εμένα δηλαδή, να
τα ξανατοποθετήσει στις θέσεις τους... << Tomorrow>>, έλεγε
ο πανευτυχής και μουντζουρωμένος σύζυγός μου. <<Καλά να
πάθεις>> έλεγαν οι οφθαλμοί της μητέρας μου.
Οι καλεσμένοι και οι ακάλεστοι, αυτοί με τα μικρά
παιδάκια, κουρασμένα -και την άλλη μέρα σχολείο- αποχωρούσαν. Οχι βέβαια όλοι,
έμεναν οι πιό δικοί, και ήταν αρκετοί. Το ρίχναμε στους καφέδες -και
κανένα γλυκό, άντε ας φάμε και μια φέτα τσουρέκι... και σε τραγούδια, ο Αντώνης
στην κιθάρα, εγώ στο πιάνο και ο Τάσος ο γιατρός με ένα άδειο
μεταλλικό κουτί μπισκότων για τουμπερλέκι.
Αρχίζαμε με το Πολίτικο "Εχε γεια, πάντα
γειά" και τελειώναμε με τον "Μπάρμπα Γιάννη τον κανατά" προς
τιμήν του οικοδεσπότη... Βρίσκαμε και στάμνες και σταμνάκια, παπούτσια
λαστιχένια, καπέλα και ό,τι άλλο λέει το τραγούδι.
Φθάναμε πιά στα "καληνύχτα σας" και
στα "του χρόνου" φιλιά και στις αγκαλιές...
Οι τελευταίοι που έφευγαν ήταν ο Στυλιανός και
η μαμά του, αφού φιλήθηκαν οι δυό μαμάδες και είπαν τα ατελείωτα <<χρόνια
πολλά και καλά, θα τα πούμε την Παρασκευή>>, έθιμο το είχαμε να
πηγαίνουμε εμείς κοντά τους της Ζωοδόχου Πηγής. Μπήκαν στο
αυτοκίνητο, η δική μου που περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, θυμήθηκε να
φωνάξει : <<Κυρία Νίτσα, να το ξέρετε όμως, εμείς δεν βάζουμε!>>
Το Πάσχα έρχεται κάθε χρόνο και από το 2009
το John's lamb μεταφέρθηκε στους χώρους της Κοινότητας, που
μόλις τους είχε αποκτήσει, με το ίδιο κέφι, την ίδια καλή διάθεση, με καλή
καρδιά και με τον τοπικό Δήμαρχο με την χρυσή αλυσίδα παρόντα να γυρίζει
σούβλες. Πολλαπλασιάστηκαν οι οβελίες, τα ηνία μεταβιβάστηκαν σε άλλα
χέρια... Με την πανδημία του κορονοϊού, σταματήσαμε για λίγο. Οταν
ξαναρχίσαμε, ο Τζων είχε πιά φύγει για το ταξίδι χωρίς γυρισμό, ίσως
να συνάντησε αυτούς που έφυγαν πριν από εκείνον για τα λιβάδια τα πράσινα και
τα φωτεινά, όπως την μαμά μου και την κυρία Νίτσα.
Ανέλαβα εγώ το τζατζίκι, αλλά μ’ αρέσει ο άνηθος,
και ψιλοκόβοντάς τον, ανεβάζω το βλέμμα μου στα ψηλά πιό πάνω και από τα
σύννεφα, μήπως και με βλέπει. Απολογούμαι, <<μαμά μου σόρρυ και με το
συμπάθειο, εμείς τώρα βάζουμε>>.
Νίκη Beales
Σαρακοστή 2024
Buckingham, Αγγλία
No comments:
Post a Comment