Μνῆμες καὶ πρόσωπα τοῦ χτές... - Ἔτσι, σά νά αὐτοβιογραφεῖσαι...
Ξεκινῶ καί πάλι ἀπ' τόν βαθύ τόν Ὄρθρο, τό ἀχνοφωτισμένο ἐκεῖνο τοπίο τῶν παιδικῶν μου χρόνων· ἀπό ἕνα μικρό λευκό χωριό ξεκινῶ, χωριό φυτεμένο ἀνάμεσα σέ πεῦκα καί ἐλιές, πού μοιάζει μέ λίγα βότσαλα, ριχμένα λές ἀπ' τή χούφτα μικροῦ παιδιοῦ σέ γκριζοπράσινο τόπο... Κι εἶναι τό ξεκίνημα αὐτό μιά ἀναγέννηση, μιά ἰσχυρή ἀντιβίωση στό σημερινό καιρό τῶν πολλῶν καί πολλαπλῶν μικροβίων πού ἀναπνέουμε. Γιατί αὐτό πού τελικά μετά τήν προσευχή ξορκίζει τό κακό καί τό μακραίνει ἀπό σιμά σου εἶναι τά ἱερά βιώματα, πού ἔχεις ὡς ἄλλη κληρονομία, στά ὁποῖα καί μπορεῖς νά καταφεύγεις ἐν καιρῷ λιμοῦ καί ἐσωτερικῆς τρικυμίας, ὥστε ἀτενίζοντας ἐκεῖνα τά πρόσωπα πού στοιχώνουν τίς μνῆμες σου, νά παρακαλεῖσαι, ἀλλά καί νά λαμβάνεις παραμυθία καί τήν προσδοκώμενη θεραπεία στίς πληγές πού τά μαχαίρια τοῦ κόσμου πασχίζουν νά σοῦ τίς κρατήσουν αἱμάσσουσες, ἀνοιχτές.
Συνήθως τέτοιου εἴδους ἀναγνώσματα στούς καιρούς μας φαίνονται στούς πολλούς ὡς ἀπόκοσμα, ὡς παραμύθια ξεκομμένα ἀπό ἄλλους καιρούς καί χρόνους· κάτι ὡσάν οὐτοπία. Ὡστόσο ἡ πραγματικότητα ὑπάρχει καί μάλιστα εἶναι πλασμένη μέ πολλά δάκρυα, καϋμούς καί πόνο. Γιατί τά χρόνια τότε ἦταν φαρμακωμένα καί πνιγηρά. Ὅμως εἶχαν μέσα τους, ὡς πυρήνα καί ζωτικό στοιχεῖο, τήν εἰρήνη καί τή συνεργασία, χωρίς, φυσικά, νά λείπουν καί οἱ ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνα αὐτοῦ. Ἔτσι πορεύτηκε ἐκεῖνο τό μικρό καί ξεχασμένο χωριό, τό Κλῆμα, πού σήμερα ἔχει πιά περάσει σέ μιάν ἄλλη ἐποχή καί σέ διαφορετικές συμπεριφορές καί ἀξίες ἀπό κεῖνες πού σέβονταν, διακονοῦσαν καί διακρατοῦσαν οἱ παλιοί.
Κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ χωριοῦ ἡ παλιά μας ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, πού βρισκόταν στό παλιό, τό Κάτω χωριό, ὅπου γιά νά πᾶς ἔπρεπε νά περάσεις ἀπό τό ρέμα, ὅπου ὐπῆρχαν τά παλιά ἐλαιοτριβεῖα τοῦ χωριοῦ, "οἱ καλλιάγριες". Καί πάντα θυμᾶσαι, πώς τίς φθινοπωρινές καί τίς χειμωνιάτικες τίς μέρες ὁ τόπος ἐκεῖ μοσχομύριζε φρέσκο λάδι καί πορτοκάλι, γιατί ἐκεῖ ἦταν καί τά περιβόλια τῶν χωρικῶν, μέ τίς πορτοκαλιές, τίς λεμονιές καί τά ἄλλα ὁπωροφόρα δέντρα.
Γιά νά φτάσεις στήν παλιά τήν έκκλησιά μας ἔπρεπε ἀκόμα νά περπατήσεις στό λιτό μά τόσο ὄμορφα κατασκευασμένο καλτερίμι, πάνω στίς πέτρες τοῦ ὁποίου πάσχιζες νά διακρίνεις τά βήματα τόσων ἀνθρώπων πού τό περπάτησαν σέ διάφορους καιρούς καί περιστάσεις, μέ τή χαρά ἤ τή θλίψη νά τούς συντροφεύει. Ὅμως ἐκεῖνο πού ἀπομένει στή μνήμη ἦταν τό τριζοβόλημα πού ἔκανε τό χῶμα στό δρόμο, ὁ ὁποῖος εἶναι, ἀκριβῶς πάνω ἀπό τό κοιμητήριο καί λίγα μέτρα πρίν φτάσεις τό ναό. Εἶχε μιά ἰδιατερότητα τό βάδισμα πάνω σ᾿ αὐτό τό δρομάκι πού πάντα θύμιζε τό βουβό βάδισμα τῶν χωριανῶν μου, ὅταν συνόδευαν κάποιον στή ἔσχατη κατοικία του. Ἐκείνη ἡ σιωπή πού συνοδεύονταν ἀπό τόν ξερακιανό τόν ἦχο τοῦ πατημένου χώματος, ὑπάρχει ἀκόμα μέσα σου, ὅπως ὁ ἦχος τῆς μεγάλης τῆς καμπάνας σέ ὧρες πικρές, σέ στιγμές ἐκδημίας κάποιου ἀπό τή μικρή τήν οἰκογένεια τοῦ χωριοῦ.
Ἡ εἴσοδος τῆς ἐκκλησίας ἦταν ἀπό τή μεριά τῆς πλατείας. Μάλιστα, γιά νά εἰσοδεύσεις ἔπρεπε νά κατεβεῖς δυό σκαλάκια καί νά βρεθεῖς σ᾿ ἕνα κατανυχτικό χῶρο, πάντα λειψά φωτισμένο, ὡστόσο τόσο οἰκεῖο καί εὐωδιαστό ἀπό τό καμμένο λάδι, τό μελισσοκέρι καί τό θυμίαμα -αὐτό τό μῖγμα ὅλων ἐκείνων τῶν οὐσιῶν, ἀλλά καί τήν ἀνάσα πού ἀνέδιναν τά παλιά τά ξύλα, ἴσως δέ καί οἱ κλεισμένες, αἰῶνες τώρα πνοές τῶν προγόνων. Ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, προσέδιδαν στόν ἱερό τό χῶρο μιά πρώτη γεύση μυστηρίου καί θεϊκῆς παρουσίας, ἡ ὁποία καί ἀποκαλύπτει τό μεγαλεῖο Της μέσω αὐτῶν τῶν μικρῶν πραγμάτων, γιά σοῦ δώσει νά καταλάβεις ὅτι ὁ τόπος στόν ὁποῖο εἰσῆλθες, "ἅγιος ἐστί" (πρβλ. Λευιτ. 3, 6). Καί πράγματι· σέ ὑπέβαλλε ὁ χῶρος αὐτός. Γιατί ὅλα μέσα του εἶχαν μιά βαθύτατη γνησιότητα, καθώς τά πάντα, τά ὁποῖα συντελοῦνταν ἐκεῖ ἦταν μακρυά ἀπό ἠθοποιητικές προσπάθειες καί "ἄψογες κινήσεις", πού ἐντυπωσιάζουν. Ἐκεῖ δέν ἐντυπωσίαζε τίποτε -ὅλα ἦταν, βλέπεις, λιτά καί πενιχρά- ὅπως ἐπίσης δέν ὑπῆρχε δυνατότητα νά μήν εἰσέλθεις στόν ἄχραντο χῶρο τῆς κατανύξεως, λ.χ κάποιες βροχερές χειμωνιάτικες Κυριακές ἤ γιορτές, ὅταν στή μοσοφωτισμένη ἐκκλησιά ἄκουγες τό Χερουβικό ἤ τό Κοινωνικό νά τά ψάλλει ὁ μακαριστός ὁ μπάρμ᾿-Ἀλέκος ὁ Ξανθούλης σέ τέταρτο ἦχο, "λέγετος", σέρνοντας τή φωνή του κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά ταιριάξει ἀπόλυτα μέ τή μισοσκότεινη ἀτμόσφαιρα τοῦ ναοῦ...
Νόμιζες τότε, πώς μέσω αὐτοῦ τοῦ παραπονιάρικου ψαλσίματος ἔβγαιναν στήν ἐπιφάνεια οἱ καϋμοί, τά φαρμάκια, ὁ πόνος καί οἱ ἀγωνίες τῶν ἁπλῶν καί φτωχῶν χωρικῶν κι ἀνέβαιναν, ὥς ἡ κοινή ἡ προσευχή στήν θύρα τοῦ Θεοῦ... Καί σά νά μήν ἔφτανε αὐτό, ὅλα τοῦτα τά συμπλήρωνε ἡ βιβλική Μορφή τοῦ γνήσιου παπᾶ τῆς παλιᾶς ἀγροτικῆς κοινωνίας, γιατί τέτοιος ἦταν ὁ καλός παπα-Βαγγέλης Διομῆς, χρόνια ἐφημέριος στό ναό ἐκεῖνο. Λιτές οἱ κινήσεις του, κάποτε ἀδέξιες, ἀλλά πάντα αὐθεντικές, μέ φωνή νά πάλλεται ἀπό τή συγκίνηση, μέ τά ἄδεια τά χρονικά διαστήματα, ὅταν διάβαζε μέσα στό ἱερό τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας, μέ ἐγνωσμένη πάντα εὐλάβεια, ὥστε νά μήν παραλείψει τίποτε.
Ἡ μνήμη πού, κατά πως λέει κι ὁ ποιητής ξαποσταίνει στά τοπία τοῦ αἰωνίου, ψάχνει μέσα στίς στοιβάδες τοῦ χρόνου καί ἀνακαλύπτει κάποιες Μεγαλοβδομαδιάτικες βραδυές τῶν Νυμφίων ἤ τῶν Δώδεκα Εὐαγγελίων, καί ἀφουγκράζεται ἐκείνη τήν ἀπαγγελία τῶν Εὐαγγελικῶν περικοπῶν, ἰδιαίτερα ὅσων φόρτιζαν τήν ψυχή, δηλαδή τῶν σημαδεμένων μέ τό Πάθος καί τή Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Καί τότε ἀναρριγᾶς, καθώς φτάνει ἡ ραγισμένη ἀπό τή συγκίνηση καί τήν κατάνυξη φωνή τοῦ παπα-Βαγγέλη, πού ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, δίχως τό παραμικρό ἴχνος ἡθοποιίας καί θεατρινισμοῦ καθήλωνε τό Ἐκκλησίασμα, ἀνοίγοντας στήν καρδιά του δρόμους συνάντησης μέ τό Θεό, μέ κεῖνο τό συγκλονιστικό "Τετέλεσται· καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα" (Ἰω. 19, 30) πού ἔλεγε.
Ἡ Μορφή τοῦ παπα-Βαγγέλη ἔχει ὑψωθεῖ μέσα σου σέ περίοπτη θέση, γιατί ἐκεῖνες οἱ πρῶτες ἐμπειρίες λειτουργικῆς ζωῆς πού σοῦ πρόσφερε, παραμένουν δεῖκτες ἁγνῆς καί ἀψεγάδιαστης διδαχῆς, καθώς μέ τά χρόνια πού περνοῦν εἶναι πιά πολύ εὔκολο νά καταλάβεις ποιό εἶναι τό γνήσιο ὕφος τῆς λειτουργικῆς διακονίας καί ποιό τό θεατρινίστικο, τό δίχως ρίζες δηλαδή, προοπτική καί περιεχόμενο "ἔργο μας".
Ὡστόσο, στό βάθος τῆς μνήμης, στά ἑρμάρια τά τίμια καί πολύτιμα τῆς ψυχῆς εἶναι φυλαγμένη κι ἡ Μορφή τῆς νεωκόρου, τῆς γιαγιᾶς ἐκείνης πού ἔμενε στό ἀπέναντι τό κελλί -ἐρείπιο σήμερα- καθώς ἔβγαινες ἀπό τή νότια θύρα τοῦ ἱεροῦ γιά τόν παλιό τό Νάρθηκα.
Τή γερασμένη καί κουρασμένη αὐτή νεωκόρο τήν ἐπισκεπτόμαστε ἐμεῖς, τά παιδιά τοῦ ἱεροῦ, γιά τήν προμήθεια τοῦ κάρβουνου, τό ὁποῖο χρησίμευε γιά τό ἄναμα τοῦ θυμιατοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ θερμοῦ ὕδατος γιά τή Θεία Κοινωνία, γιά τό "ζέον" δηλαδή. Μάλιστα οἱ ἐπισκέψεις μας στό κελλί, ἀπό τίς ὀχτώ περίπου τό πρωΐ, μέχρι τίς δέκα καί μισή περίπου πού τέλειωνε ἡ ἐκκλησία, ἦσαν ἀρκετές, γιατί μᾶς ἄρεσε πολύ νά βγαίνουμε καί νά πηγαίνουμε ἔξω, δυό-δυό, ἔτσι κρατούσαμε τό παλιό τό μαγκάλι: ἕνας ἀπό δῶ κι ἄλλος ἀπό κεῖ. Πολλές φορές, ὅταν τά κάρβουνα δέν ἦταν ἕτοιμα, καθόμασταν στό μικρό κελλί κι ἡ θειά τό Μαχώ μᾶς ἔλεγε διάφορα, ἐνῶ ἐμεῖς κοιτούσαμε ἕνα γύρω τό φτωχικό νοικοκυριό τοῦ κελλιοῦ.
(Σήμερα πού ἀγναντεύεις ξανά, μέσ᾿ ἀπό τό βάθος τοῦ χρόνου, πού τό πασπαλίζει τό χνῶτο τοῦ μισοῦ περίπου αἰῶνα, ὁ ὁποῖος πέρασε, ἐκεῖνα τά λιτά καί πενιχρά ἀντικείμενα τοῦ κελλιοῦ, τή μισομαυρισμένη λάμπα, τό χαμηλό τό τραπέζι, τό ἀσκητικό τό γιατάκι, σκέφτεσαι πόση παρηγοριά ἔβρισκε ἡ ψυχή ἐκείνης τῆς θειᾶς, καθώς γειτόνευε μέ τούς Ἅγίους της, ἀλλά καί τούς προγόνους της, πού ἡσύχαζαν σιμά της, γιατί λίγα μέτρα πιό πέρα, ἀκριβῶς κάτω ἀπό τό ἱερό τῆς ἐκκλησίας, ἦταν τό Κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ. Ἐτούτη ἡ συντροφιά μέ τούς Ἅγίους καί τούς κεκοιμημένους μέ δίδαξε ἀργότερα πολλά, ὅταν ξανάζησα στό Ὄρος καί ἰδιαίτερα στά Κελλιά τοῦ Ὄρους τό κορυφαῖο αὐτό ζήτημα πού σέ ἐξοικειώνει ἀπόλυτα μέ τή μνήμη καί τή βίωση τοῦ θανάτου, πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος ν᾿ ἀναλυθοῦν).
Κρατᾶς ἀκόμα στήν ψυχή σου τά πρόσωπα τῶν ὅσων γυναικῶν διακονοῦσαν στήν παλιά τήν ἐκκλησιά, ὅπως τῆς θειᾶς τῆς Λενιῶς τῆς Ράπαινας, τίς ἀδελφές Ἀναστασία καί Μαγδαληνή Κωνσταντάκη, τή θειά τό Ἀναργυρώ τοῦ καπετάν-Χρήστου κ.ἄ. Αὐτές στόλιζαν τήν ἐκκλησιά τίς καλές τίς μέρες καί πιό πολύ τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπου καί μᾶς χάριζαν ἐκεῖνον τόν ἀθάνατο καί μυροβόλο Ἐπιτάφιο, τόν στολισμένο ὄχι μέ τά λουλούδια τοῦ ἐμπορίου, ὅπως γίνεται σήμερα, μά μέ ἄνθη πού προέρχονταν άπό τούς κήπους τῶν Κληματιανῶν.
Τή θειά τό Λενιώ τή Ράπαινα τή θυμᾶσαι καί στό ψαλτήρι νά ξελειτουργᾶ τόν παπά-Βαγγέλη, κάποιες μικρογιορτές, ἀφοῦ ὁ ψάλτης ἔπρεπε καί κεῖνος νά πάει στό μεροκάματο, γιά νά ζήσει, ἐπειδή ἡ ἐνορία τοῦ χωριοῦ ἦταν καί μικρή καί πολύ φτωχή. Μαζί μέ τή θειά τό Λενιώ θυμᾶσαι καί τήν ἀδελφή της, τή Μαγδαλινίτσα, πού ὑπῆρξε ἐπιτρόπισσα στήν ἐκκλησία καί, μάλιστα, στή μνήμη ἔρχεται ἡ Μορφή της κάθε ἑσπερινό τοῦ Πάσχα, στή Ἀγάπη, ὅπως λέγεται, γιατί κάτι τέτοιες ὧρες τή βρίσκεις κάπου ἐκεῖ κοντά στό ἀριστερό τό ψαλτήρι νά σαρώνει μαζί μέ τά κεριά καί τά τσόφλια ἀπό τά κόκκινα ἀβγά πού πέταξαν τά παιδιά τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἄκουσαν τό "Χριστός Ἀνέστη".
Συνήθως τέτοιου εἴδους ἀναγνώσματα στούς καιρούς μας φαίνονται στούς πολλούς ὡς ἀπόκοσμα, ὡς παραμύθια ξεκομμένα ἀπό ἄλλους καιρούς καί χρόνους· κάτι ὡσάν οὐτοπία. Ὡστόσο ἡ πραγματικότητα ὑπάρχει καί μάλιστα εἶναι πλασμένη μέ πολλά δάκρυα, καϋμούς καί πόνο. Γιατί τά χρόνια τότε ἦταν φαρμακωμένα καί πνιγηρά. Ὅμως εἶχαν μέσα τους, ὡς πυρήνα καί ζωτικό στοιχεῖο, τήν εἰρήνη καί τή συνεργασία, χωρίς, φυσικά, νά λείπουν καί οἱ ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνα αὐτοῦ. Ἔτσι πορεύτηκε ἐκεῖνο τό μικρό καί ξεχασμένο χωριό, τό Κλῆμα, πού σήμερα ἔχει πιά περάσει σέ μιάν ἄλλη ἐποχή καί σέ διαφορετικές συμπεριφορές καί ἀξίες ἀπό κεῖνες πού σέβονταν, διακονοῦσαν καί διακρατοῦσαν οἱ παλιοί.
Κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ χωριοῦ ἡ παλιά μας ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, πού βρισκόταν στό παλιό, τό Κάτω χωριό, ὅπου γιά νά πᾶς ἔπρεπε νά περάσεις ἀπό τό ρέμα, ὅπου ὐπῆρχαν τά παλιά ἐλαιοτριβεῖα τοῦ χωριοῦ, "οἱ καλλιάγριες". Καί πάντα θυμᾶσαι, πώς τίς φθινοπωρινές καί τίς χειμωνιάτικες τίς μέρες ὁ τόπος ἐκεῖ μοσχομύριζε φρέσκο λάδι καί πορτοκάλι, γιατί ἐκεῖ ἦταν καί τά περιβόλια τῶν χωρικῶν, μέ τίς πορτοκαλιές, τίς λεμονιές καί τά ἄλλα ὁπωροφόρα δέντρα.
Γιά νά φτάσεις στήν παλιά τήν έκκλησιά μας ἔπρεπε ἀκόμα νά περπατήσεις στό λιτό μά τόσο ὄμορφα κατασκευασμένο καλτερίμι, πάνω στίς πέτρες τοῦ ὁποίου πάσχιζες νά διακρίνεις τά βήματα τόσων ἀνθρώπων πού τό περπάτησαν σέ διάφορους καιρούς καί περιστάσεις, μέ τή χαρά ἤ τή θλίψη νά τούς συντροφεύει. Ὅμως ἐκεῖνο πού ἀπομένει στή μνήμη ἦταν τό τριζοβόλημα πού ἔκανε τό χῶμα στό δρόμο, ὁ ὁποῖος εἶναι, ἀκριβῶς πάνω ἀπό τό κοιμητήριο καί λίγα μέτρα πρίν φτάσεις τό ναό. Εἶχε μιά ἰδιατερότητα τό βάδισμα πάνω σ᾿ αὐτό τό δρομάκι πού πάντα θύμιζε τό βουβό βάδισμα τῶν χωριανῶν μου, ὅταν συνόδευαν κάποιον στή ἔσχατη κατοικία του. Ἐκείνη ἡ σιωπή πού συνοδεύονταν ἀπό τόν ξερακιανό τόν ἦχο τοῦ πατημένου χώματος, ὑπάρχει ἀκόμα μέσα σου, ὅπως ὁ ἦχος τῆς μεγάλης τῆς καμπάνας σέ ὧρες πικρές, σέ στιγμές ἐκδημίας κάποιου ἀπό τή μικρή τήν οἰκογένεια τοῦ χωριοῦ.
Ἡ εἴσοδος τῆς ἐκκλησίας ἦταν ἀπό τή μεριά τῆς πλατείας. Μάλιστα, γιά νά εἰσοδεύσεις ἔπρεπε νά κατεβεῖς δυό σκαλάκια καί νά βρεθεῖς σ᾿ ἕνα κατανυχτικό χῶρο, πάντα λειψά φωτισμένο, ὡστόσο τόσο οἰκεῖο καί εὐωδιαστό ἀπό τό καμμένο λάδι, τό μελισσοκέρι καί τό θυμίαμα -αὐτό τό μῖγμα ὅλων ἐκείνων τῶν οὐσιῶν, ἀλλά καί τήν ἀνάσα πού ἀνέδιναν τά παλιά τά ξύλα, ἴσως δέ καί οἱ κλεισμένες, αἰῶνες τώρα πνοές τῶν προγόνων. Ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, προσέδιδαν στόν ἱερό τό χῶρο μιά πρώτη γεύση μυστηρίου καί θεϊκῆς παρουσίας, ἡ ὁποία καί ἀποκαλύπτει τό μεγαλεῖο Της μέσω αὐτῶν τῶν μικρῶν πραγμάτων, γιά σοῦ δώσει νά καταλάβεις ὅτι ὁ τόπος στόν ὁποῖο εἰσῆλθες, "ἅγιος ἐστί" (πρβλ. Λευιτ. 3, 6). Καί πράγματι· σέ ὑπέβαλλε ὁ χῶρος αὐτός. Γιατί ὅλα μέσα του εἶχαν μιά βαθύτατη γνησιότητα, καθώς τά πάντα, τά ὁποῖα συντελοῦνταν ἐκεῖ ἦταν μακρυά ἀπό ἠθοποιητικές προσπάθειες καί "ἄψογες κινήσεις", πού ἐντυπωσιάζουν. Ἐκεῖ δέν ἐντυπωσίαζε τίποτε -ὅλα ἦταν, βλέπεις, λιτά καί πενιχρά- ὅπως ἐπίσης δέν ὑπῆρχε δυνατότητα νά μήν εἰσέλθεις στόν ἄχραντο χῶρο τῆς κατανύξεως, λ.χ κάποιες βροχερές χειμωνιάτικες Κυριακές ἤ γιορτές, ὅταν στή μοσοφωτισμένη ἐκκλησιά ἄκουγες τό Χερουβικό ἤ τό Κοινωνικό νά τά ψάλλει ὁ μακαριστός ὁ μπάρμ᾿-Ἀλέκος ὁ Ξανθούλης σέ τέταρτο ἦχο, "λέγετος", σέρνοντας τή φωνή του κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά ταιριάξει ἀπόλυτα μέ τή μισοσκότεινη ἀτμόσφαιρα τοῦ ναοῦ...
Νόμιζες τότε, πώς μέσω αὐτοῦ τοῦ παραπονιάρικου ψαλσίματος ἔβγαιναν στήν ἐπιφάνεια οἱ καϋμοί, τά φαρμάκια, ὁ πόνος καί οἱ ἀγωνίες τῶν ἁπλῶν καί φτωχῶν χωρικῶν κι ἀνέβαιναν, ὥς ἡ κοινή ἡ προσευχή στήν θύρα τοῦ Θεοῦ... Καί σά νά μήν ἔφτανε αὐτό, ὅλα τοῦτα τά συμπλήρωνε ἡ βιβλική Μορφή τοῦ γνήσιου παπᾶ τῆς παλιᾶς ἀγροτικῆς κοινωνίας, γιατί τέτοιος ἦταν ὁ καλός παπα-Βαγγέλης Διομῆς, χρόνια ἐφημέριος στό ναό ἐκεῖνο. Λιτές οἱ κινήσεις του, κάποτε ἀδέξιες, ἀλλά πάντα αὐθεντικές, μέ φωνή νά πάλλεται ἀπό τή συγκίνηση, μέ τά ἄδεια τά χρονικά διαστήματα, ὅταν διάβαζε μέσα στό ἱερό τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας, μέ ἐγνωσμένη πάντα εὐλάβεια, ὥστε νά μήν παραλείψει τίποτε.
Ἡ μνήμη πού, κατά πως λέει κι ὁ ποιητής ξαποσταίνει στά τοπία τοῦ αἰωνίου, ψάχνει μέσα στίς στοιβάδες τοῦ χρόνου καί ἀνακαλύπτει κάποιες Μεγαλοβδομαδιάτικες βραδυές τῶν Νυμφίων ἤ τῶν Δώδεκα Εὐαγγελίων, καί ἀφουγκράζεται ἐκείνη τήν ἀπαγγελία τῶν Εὐαγγελικῶν περικοπῶν, ἰδιαίτερα ὅσων φόρτιζαν τήν ψυχή, δηλαδή τῶν σημαδεμένων μέ τό Πάθος καί τή Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Καί τότε ἀναρριγᾶς, καθώς φτάνει ἡ ραγισμένη ἀπό τή συγκίνηση καί τήν κατάνυξη φωνή τοῦ παπα-Βαγγέλη, πού ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, δίχως τό παραμικρό ἴχνος ἡθοποιίας καί θεατρινισμοῦ καθήλωνε τό Ἐκκλησίασμα, ἀνοίγοντας στήν καρδιά του δρόμους συνάντησης μέ τό Θεό, μέ κεῖνο τό συγκλονιστικό "Τετέλεσται· καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα" (Ἰω. 19, 30) πού ἔλεγε.
Ἡ Μορφή τοῦ παπα-Βαγγέλη ἔχει ὑψωθεῖ μέσα σου σέ περίοπτη θέση, γιατί ἐκεῖνες οἱ πρῶτες ἐμπειρίες λειτουργικῆς ζωῆς πού σοῦ πρόσφερε, παραμένουν δεῖκτες ἁγνῆς καί ἀψεγάδιαστης διδαχῆς, καθώς μέ τά χρόνια πού περνοῦν εἶναι πιά πολύ εὔκολο νά καταλάβεις ποιό εἶναι τό γνήσιο ὕφος τῆς λειτουργικῆς διακονίας καί ποιό τό θεατρινίστικο, τό δίχως ρίζες δηλαδή, προοπτική καί περιεχόμενο "ἔργο μας".
Ὡστόσο, στό βάθος τῆς μνήμης, στά ἑρμάρια τά τίμια καί πολύτιμα τῆς ψυχῆς εἶναι φυλαγμένη κι ἡ Μορφή τῆς νεωκόρου, τῆς γιαγιᾶς ἐκείνης πού ἔμενε στό ἀπέναντι τό κελλί -ἐρείπιο σήμερα- καθώς ἔβγαινες ἀπό τή νότια θύρα τοῦ ἱεροῦ γιά τόν παλιό τό Νάρθηκα.
Τή γερασμένη καί κουρασμένη αὐτή νεωκόρο τήν ἐπισκεπτόμαστε ἐμεῖς, τά παιδιά τοῦ ἱεροῦ, γιά τήν προμήθεια τοῦ κάρβουνου, τό ὁποῖο χρησίμευε γιά τό ἄναμα τοῦ θυμιατοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ θερμοῦ ὕδατος γιά τή Θεία Κοινωνία, γιά τό "ζέον" δηλαδή. Μάλιστα οἱ ἐπισκέψεις μας στό κελλί, ἀπό τίς ὀχτώ περίπου τό πρωΐ, μέχρι τίς δέκα καί μισή περίπου πού τέλειωνε ἡ ἐκκλησία, ἦσαν ἀρκετές, γιατί μᾶς ἄρεσε πολύ νά βγαίνουμε καί νά πηγαίνουμε ἔξω, δυό-δυό, ἔτσι κρατούσαμε τό παλιό τό μαγκάλι: ἕνας ἀπό δῶ κι ἄλλος ἀπό κεῖ. Πολλές φορές, ὅταν τά κάρβουνα δέν ἦταν ἕτοιμα, καθόμασταν στό μικρό κελλί κι ἡ θειά τό Μαχώ μᾶς ἔλεγε διάφορα, ἐνῶ ἐμεῖς κοιτούσαμε ἕνα γύρω τό φτωχικό νοικοκυριό τοῦ κελλιοῦ.
(Σήμερα πού ἀγναντεύεις ξανά, μέσ᾿ ἀπό τό βάθος τοῦ χρόνου, πού τό πασπαλίζει τό χνῶτο τοῦ μισοῦ περίπου αἰῶνα, ὁ ὁποῖος πέρασε, ἐκεῖνα τά λιτά καί πενιχρά ἀντικείμενα τοῦ κελλιοῦ, τή μισομαυρισμένη λάμπα, τό χαμηλό τό τραπέζι, τό ἀσκητικό τό γιατάκι, σκέφτεσαι πόση παρηγοριά ἔβρισκε ἡ ψυχή ἐκείνης τῆς θειᾶς, καθώς γειτόνευε μέ τούς Ἅγίους της, ἀλλά καί τούς προγόνους της, πού ἡσύχαζαν σιμά της, γιατί λίγα μέτρα πιό πέρα, ἀκριβῶς κάτω ἀπό τό ἱερό τῆς ἐκκλησίας, ἦταν τό Κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ. Ἐτούτη ἡ συντροφιά μέ τούς Ἅγίους καί τούς κεκοιμημένους μέ δίδαξε ἀργότερα πολλά, ὅταν ξανάζησα στό Ὄρος καί ἰδιαίτερα στά Κελλιά τοῦ Ὄρους τό κορυφαῖο αὐτό ζήτημα πού σέ ἐξοικειώνει ἀπόλυτα μέ τή μνήμη καί τή βίωση τοῦ θανάτου, πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος ν᾿ ἀναλυθοῦν).
Κρατᾶς ἀκόμα στήν ψυχή σου τά πρόσωπα τῶν ὅσων γυναικῶν διακονοῦσαν στήν παλιά τήν ἐκκλησιά, ὅπως τῆς θειᾶς τῆς Λενιῶς τῆς Ράπαινας, τίς ἀδελφές Ἀναστασία καί Μαγδαληνή Κωνσταντάκη, τή θειά τό Ἀναργυρώ τοῦ καπετάν-Χρήστου κ.ἄ. Αὐτές στόλιζαν τήν ἐκκλησιά τίς καλές τίς μέρες καί πιό πολύ τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπου καί μᾶς χάριζαν ἐκεῖνον τόν ἀθάνατο καί μυροβόλο Ἐπιτάφιο, τόν στολισμένο ὄχι μέ τά λουλούδια τοῦ ἐμπορίου, ὅπως γίνεται σήμερα, μά μέ ἄνθη πού προέρχονταν άπό τούς κήπους τῶν Κληματιανῶν.
Τή θειά τό Λενιώ τή Ράπαινα τή θυμᾶσαι καί στό ψαλτήρι νά ξελειτουργᾶ τόν παπά-Βαγγέλη, κάποιες μικρογιορτές, ἀφοῦ ὁ ψάλτης ἔπρεπε καί κεῖνος νά πάει στό μεροκάματο, γιά νά ζήσει, ἐπειδή ἡ ἐνορία τοῦ χωριοῦ ἦταν καί μικρή καί πολύ φτωχή. Μαζί μέ τή θειά τό Λενιώ θυμᾶσαι καί τήν ἀδελφή της, τή Μαγδαλινίτσα, πού ὑπῆρξε ἐπιτρόπισσα στήν ἐκκλησία καί, μάλιστα, στή μνήμη ἔρχεται ἡ Μορφή της κάθε ἑσπερινό τοῦ Πάσχα, στή Ἀγάπη, ὅπως λέγεται, γιατί κάτι τέτοιες ὧρες τή βρίσκεις κάπου ἐκεῖ κοντά στό ἀριστερό τό ψαλτήρι νά σαρώνει μαζί μέ τά κεριά καί τά τσόφλια ἀπό τά κόκκινα ἀβγά πού πέταξαν τά παιδιά τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἄκουσαν τό "Χριστός Ἀνέστη".
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment