Μνημόσυνο τοῦ συγγραφέα...
Το αφήγημα του μακριστού Γλωσσιώτη λογίου, Βασιλείου
Δ. Κουκουρίνη "Η διαδρομή" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο
του 1965 στην εφημερίδα του Βόλου "Θεσσαλία" και το 1968
συμπεριλήφθηκε στο δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα, "Η Διαδρομή και άλλα
διηγήματα".
Είναι από τα πρώτα αφηγήματα τα οποία έχουμε στη
διάθεσή μας ως καταγραφή μιας συμπεριφοράς, αλλά και του όλου ψυχισμού του
απλού χωρικού, που μεταβαίνει από την πρωτόγονη, ήσυχη και υπομονετική βιοτή
στην έναγχο και εν πολλοίς τραγική, σύγχρονη ζωή, την οποία υπόσχεται ο
αμαξωτός δρόμος και φυσικά το αυτοκίνητο.
Καταγράφει ο Β. Κουκουρίνης (στο εξής Β.Κ.) με
σαφήνεια, παρρησία, και χωρίς ν ' ἀδικεῖ
κανένα, την πραγματικότητα: "καυγάδες έστηναν στα καφενεία της Γλώσσας οι
χωριανοί όσοι ήσαν εναντίον στην εκτέλεση του έργου"(Δ.7).
Πράγματι, εμείς που ζήσαμε τέτοιες καταστάσεις και
περιστατικά, ύστερα ἀπό τόσες δεκαετίες δικαιολογούμε αναντίρρητα εκείνη τη
στάση των παλαιών γαιοκτηματιών. Και εξηγώ αμέσως τι θέλω να πω.
Για τον παλιό Γλωσσιώτη το κτήμα ήταν χώρος ιερός και
παράλληλα πολύ σεβαστός. Γιατί εκεί περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του
καλλιεργώντας τη γης, φροντίζοντάς την, ώστε πολύν καρπόν να φέρει, σύμφωνα με
τον Ευαγγελικό λόγο. Γι' αυτό και χαρακτήριζε το χτήμα του ως ρούγα, ως
παρηγοριά, ως το ψωμί του -εννοούσε πως οι καρποί του κτήματος ήταν γι’ αὐτόν
το απαραίτητο εισόδημα, για ν’ ἀγοράσει το ψωμί του- κι ό,τι μπορούσε να
φανταστεί κανείς. Μάλιστα, πολλές φορές, σε περιπτώσεις μεγάλων εορτών πήγαινε
τη βόλτα του στο χτήμα, έτσι απλά για να το δει. Τα δε Θεοφάνεια το
επισκεπτόταν με όποιο καιρό έκανε εκείνη την ημέρα για να το αγιάσει με τον
Μεγάλο Αγιασμό. Έτσι λοιπόν το χτήμα
δέθηκε με τη ζωή και το είναι του παλιού Γλωσσιώτη και του έγινε πια ιερό
αντικείμενο, το οποίο υπερασπιζόταν και το διαφύλασσε. Γι' αυτό και όταν
ξεκίνησε η διαδικασία της διάνοιξης της αμαξητής οδού από το Λουτράκι μέχρι τη
Χώρα της Σκοπέλου, οι παλιοί γαιοκτήμονες ένοιωσαν κάπως παράξενα και
μελαγχολικά ατένιζαν τις αβραγιές να γκρεμίζονται από τις μπουλτόζες, τα δέντρα
να λυγίζουν. Γιατί δεν μπορούσαν ν' αντισταθούν στη δύναμη της μηχανής, το
τοπίο ν’ ἀλλάζει όψη. Ή, όπως αναφέρει κορυφαῖος λογοτέχνης μας για μια
παρόμοια περίπτωση σε άλλο νησί, "Συλλογισμοί στο περιθώριο. Ποιός να τούς
ακούσει -και γιατί να τούς ακούσει αφού διαφορετικά δε γίνεται; Κι αν τούς
ακούσει και μελαγχολήσει για ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου, ποιο θα είναι το
κέρδος; Οι μπουλτόζες εξακολουθούν να ξερριζώνουν, τα πριόνια και τα τσεκούρια
να κομματιάζουν, τα καμιόνια να μεταφέρουν, ο τόπος να καθαρίζεται, οι
λακκούβες που αφήνουν οι προαιώνιες ρίζες, αυτοί οι ανοιχτοί τάφοι, να
επιχωματώνονται, το τέλειο έγκλημα να συμπληρώνεται. Αύριο μεθαύριο θα περάσει
το αυτοκίνητο, η ευλογία και η κατάρα της εποχής μας" (Ι.Μ.
Παναγιωτόπουλος).
Αυτή, λοιπόν, η ευλογία και η κατάρα της εποχής, το
αυτοκίνητο, και μάλιστα το λεωφορείο, έφτασε στο νησί και από τα πρώτα χρόνια
του 1960, γύρω στο 1964, άρχισε να πραγματοποιεί τα δρομολόγια από τη Χώρα της
Σκοπέλου, στο Κλήμα, στη Γλώσσα με τέλος της διαδρομής το Λουτράκι κι αντίθετα.
Από τούς πρώτους οδηγούς του πρώτου εκείνου λεωφορείου
μνημονεύεται εδώ ο μπάρμπα-Τζιμ -το επίθετό του δεν το έμαθα ποτέ, που τον
διαδέχτηκε ο μακαρίτης Σταμάτης Καθηνιώτης, από τη Σκόπελο.
Τον Σταμάτη θυμάται ο σ. και το παλιό εκείνο λεωφορείο
που ήταν χρώματος βαθυπράσινου, κάτι σαν παλιό στρατιωτικό όχημα. Θυμᾶται καἲ περιγράφει τὴ διαδρομὴ ἀπό τὴ
Γλώσσα, ἀπό τὸ Σχολείο, δηλαδή, ἴσαμε τὴ Σκόπελο. Καὶ παρατηρεῖ μὲ τὸ ὀξὺ μάτι
τοῦ λογίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐαίσθητου ἐπισκέπτη –γιατὶ ἡ ἀλήθεια νὰ λέγεται-: στὴ
δεύτερη πατρίδα του ὀ Κουκουρίνης ἐρχόταν ὡς ἐπισκέπτης πιά. Κι αὐτὰ τὰ βιώματα
τὰ καταθέτει στὸ διήγημά του «Ἡ ἐπίσκεψη», ποὺ ἔχει στεγαστεῖ στὸ τρίτο του
βιβλίο: Ἡ Ἐπίσκεψη κι ἄλλα διηγήματα.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment