Friday, 19 June 2015

Η Παναγία στην εικονογραφία


Μετά το Θεάνθρωπο, η Παναγία κατέχει την πλέον εξέχουσα θέση. Η έμπνευση των αγιογράφων δημιούργησε πολλούς θεματολογικούς κύκλους, που απεικονίζουν τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου και αναδεικνύουν τους θεολογικούς Της συμβολισμούς, επειδή σκοπός της εικόνας είναι να διδάξει το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης. Τα θέματα της εικονογράφησης αντλούνται από τη ζωή Της και από τη συμμετοχή Της στη ζωή και το πάθος του Χριστού[1].

Για τον ορθόδοξο πιστό, η εικόνα της Θεοτόκου έχει και μια συναισθηματική φόρτιση. Δεν αποτελεί απλά ένα πρότυπο προσωπικής τελειότητας (παρθενία, ακτημοσύνη, υπακοή) και κοινωνικής ηθικής (μητρότητα), αλλά είναι η μόνιμη μεσίτρια και πρέσβειρα, που πάντα πρεσβεύει υπέρ του λαού της.


Ο πιστός μέσα από ανάλογους μουσικούς ήχους προσανατολίζει θεοκεντρικά τη σκέψη του και ενισχύεται πνευματικά, αναλογιζόμενος τις ωφέλειες που μπορεί να αντλήσει με τις πρεσβείες της Θεοτόκου[2]. Είναι η αναντικατάστατη «παραμυθία», παρηγοριά και ενίσχυση των θλιβομένων. Βλέπει στη μορφή Της το πρότυπο της κόρης, της μητέρας, της αγίας[3]. Στο πρόσωπό Της αναγνωρίζει τη μεσίτρια, τη δεομένη, τη λαοδηγήτρια. «Δείξον την φιλανθρωπίαν Σου, ελεήμων∙ δέξαι την τέκουσάν Σε Θεοτόκον, πρεσβεύουσα υπέρ ημών, και σώσον, Σωτήρ ημών, λαόν απεγνωσμένον[4]» «…και πανταχού την εικόνα την αγίαν διεχάραξαν πολλοί, ως μη μόνον ακούειν της αγίας προσηγορίας εκείνης, αλλά οράν αυτού πανταχού του σώματος τον τύπον και διπλήν τινα της αποδημίας έχειν παραμυθίαν[5]».

Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν οι προσωνυμίες της Θεομήτορος: Οδηγήτρια, Παναγία του Πάθους, Γλυκοφιλούσα, Αγία Σκέπη. Πρόκειται για απεικονίσεις που συνδέθηκαν με την ανθρώπινη μοίρα και αγωνία[6]. Στην Ορθόδοξη Παράδοση η Παναγία είναι η προσωποποίηση του ήθους, της αρετής και της υποδειγματικής υπακοής στη θεία βούληση[7].

Η έκφραση της Παναγίας στην αναπαράσταση της Σταύρωσης, η θλίψη στα μάτια Της, στην έκφρασή Της, στις κινήσεις Της, βλέποντας το παιδί της να υποφέρει πάνω στο Σταυρό, δε θα αλλάξει ποτέ. Μια έκφραση γνώριμη και καλά αποτυπωμένη στα μάτια των πιστών[8]. Ανήμπορη να μεταβάλει τη δραματική κατάσταση, διδάσκει με το παράδειγμά Της ότι οι πιστοί δεν πρέπει να απελπίζονται από τις δοκιμασίες της ζωής, αλλά να τις υπομένουν, με την πεποίθηση ότι «η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται»[9]. Από τη μορφή Της κάθε γυναίκα εμπνέεται την αγνότητα των αισθημάτων, την υψηλή αφοσίωση, την υπομονή, τον οίκτο και την αγάπη.

Μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ο άνθρωπος προβληματίζεται, αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρξει εικόνα, η οποία θα ενσάρκωνε με αμεσότερο τρόπο την κορύφωση της πραότητας και της γλυκύτητας, της πνευματικής καθαρότητας, της αφοσίωσης και παράδοσης στο Θεό, της ετοιμότητας για θυσία και αγάπη[10]. Αρχετυπική εικόνα της γυναίκας αποτελεί το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η ωραιότητα της «Κεχαριτωμένης» ελκύει προς το αιώνιο και αληθινό κάλλος τη γυναικεία ψυχή και της δείχνει το δρόμο προς την πραγμάτωση του προορισμού της πάνω στη γη.

Πλατυτέρα

Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια μέχρι σήμερα, η ένθρονη Πλατυτέρα με το θείο Βρέφος, που δεσπόζει στην αψίδα του ιερού Βήματος είναι η γέφυρα ανάμεσα στους πιστούς και στο Θεό, ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, καθώς αυτή με τον Υιό της «η τα άνω τοις κάτω συνάψασα». Έγινε «η γέφυρα προς τους ουρανούς η μετάγουσα» και η «κλίμαξ η επουράνιος δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως ψάλλεται στον Ακάθιστο ύμνο[11]. Τούτο βλέπει ο πιστός από τη στιγμή που εισέρχεται στο ναό και υψώνει το βλέμμα του προς το ιερό.


Οδηγήτρια και Βρεφοκρατούσα

Η εικόνα της Θεομήτορος ως Οδηγήτριας και Βρεφοκρατούσας άσκησε ουσιαστικό ποιμαντικό έργο στο χώρο της Ορθοδοξίας και αναδείχτηκε η μόνη προστασία των πιστών και «πάντων των χριστιανών το καταφύγιον» (Παρακλητικός Κανών). Η μητρική στοργή, η αγάπη προς τα παιδιά, εξαγιάσθηκε και απέκτησε βαθύτητα από τότε που η Παναγία έγινε τροφός του Ιησού. Μετά τη γέννηση, Τον κρατά στην αγκαλιά της με στοργή, Τον θηλάζει με το δικό της γάλα και Τον τρέφει με εκείνη τη στοργή που διακρίνει κάθε αληθινή μητέρα[12]. Οι κόποι και οι αγρύπνιες οποιασδήποτε μητέρας υποχωρούν στη σκέψη και μόνο, ότι η Θεομήτωρ περιποιούνταν το νήπιο της Βηθλεέμ. Εάν όλες οι μητέρες ακολουθούσαν το δικό Της παράδειγμα, ολοένα και περισσότερα παιδιά θα εύρισκαν θαλπωρή, ζεστασιά και στοργή αναπλαστική[13].

Εξαίρεται έτσι η γυναικεία υπόσταση και εξυψώνεται ο ρόλος της γυναίκας ως μητέρας, της οποίας σύμβολο γίνεται η Μητέρα του Θεού. Αντιπροσωπεύοντας το γυναικείο κόσμο, συμμετέχει ενεργά στη σωτηρία του κόσμου, επειδή το παιδί που κρατά στην αγκαλιά Της είναι ο Λόγος που «δι’ αυτής ενσαρκώθη». Είναι η μητέρα της συμφιλίωσης, η νέα Εύα, που γεφύρωσε το χάσμα, το οποίο ανοίχθηκε από την παλιά Εύα. Καθώς Αυτή προέρχεται κατευθείαν από το ανθρώπινο γένος, οι πιστοί έχουν ψυχολογικά τη βεβαιότητα, ότι Εκείνη μεσολαβεί και δέεται στον Υιό της για όσα επιθυμούν. Έχουν κάποια «οικειότητα» και αυτή η προϋπόθεση τους αναπτερώνει, για να ατενίσουν κατόπιν τον Παντοκράτορα[14].
           
Η τιμή στη Μητέρα του Θεού και η συγκίνηση είναι απόρροια του μητρικού της φίλτρου, που απλώνεται ως προστατευτική δύναμη, ως παρέμβαση μεσίτου στον Κύριο για κάθε πονεμένη ψυχή[15]. Το βαθύτερο νόημα της μεσιτείας είναι η αλληλεγγύη, η οποία συνδέει τους πιστούς με το εικονιζόμενο πρόσωπο σε μια στενότατη κοινωνία και ενύπαρξη[16]. Το βλέμμα Της μιλάει στο νέο άνθρωπο που έρχεται να προσκυνήσει, στον πονεμένο, στον απελπισμένο.

της Βασιλικής Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγου


[1] Βλ. Π. Ζησιάδη, Η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Παράδοση (διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.), 2002, Σ. 139. Πρβλ. Δ. Τσάμη, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, 1999, σ. 87.
[2] Βλ. Σ. Τσιτσίγκου, «Η άχραντος ψυχή της Υπεραγίας Θεοτόκου και η σωτηρία του ανθρώπου», στο περ. Ο Μυροβλήτης, 19 (2005) 7.
[3] Βλ. Σ. Τσιτσίγκου, ό.π., σ. 6. Π.Ι. Σκαλτσή, «Η Θεοτόκος στη λαϊκή λειτουργική ευσέβεια», στα Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου: Εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, (15-17 Νοεμβρίου 1989), 1991, σ. 385.
[4] Εσπερινός Σαββάτου, Ήχος πλ. δ΄.
[5] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Μελετίου Εγκώμιον, Mansi 13, 8D.
[6] Βλ. Σκαλτσή, ό.π., σ. 375.
[7] Βλ. Ζησιάδη, ό.π., σσ. 5, 11.
[8] Βλ. Χ. Καρύδη, «Αναγγεννησιακοί και βυζαντινοί ζωγράφοι. Διαφορές στην αναπαράσταση της Σταύρωσης», στο περ. Πεμπτουσία 17 (2005) 47. Η έκφραση αυτή της Παναγίας, μια έκφραση πόνου, ενέπνευσε πολλούς ζωγράφους, ποιητές αλλά και αγιογράφους και υμνωδούς.
[9] Ρωμ. ε΄ 3.
[10] Βλ. Αρχιμ. Μωϋσή, «Η ανείπωτη σπίθα της Θείας ωραιότητας», στον τόμο Σ. Πέτκοβιτς, «Εικόνες Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου» (1997), σ. 8. Βλ. επίσης Ε.Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα κατηχητικής ή χριστιανικής παιδαγωγικής, 1984, σ. 398.
[11] Βλ. Κ.Δ. Καλοκύρη, «Η θεολογική ζωγραφική της Ορθοδοξίας και ο οικουμενικός διάλογος», στον τόμο Μελετήματα Χρισττιανικής Ορθοδόξου Αρχαιολογίας και Τέχνης (1980), σ. 526.
[12] Βλ. Αρχιμ. Π. Χριστόδουλια, Η Παναγία, 1994, σ. 120.
[13] Βλ. Χριστόδουλια, ό.π., σ. 123.
[14] Βλ. Καλοκύρη, ό.π., σ. 526.
[15] Βλ. Ι. Καλογήρου, Μαρία η αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την Ορθόδοξον πίστιν, 1957, σ. 168.
[16] Βλ. Μ.Ν. Σπυροπούλου, «Άηχα γλυκύτατα λόγια…», στο περ. Πειραϊκή Εκκλησία, 147 (2004) 27.

No comments: