ἤ, Τριῳδίου
(καὶ πάλι) ὁ καιρός...
Μὲ ἱερὴ συγκίνηση
τοποθετοῦμε καὶ φέτος τὸ εὐκατάνυκτο βιβλίο
τοῦ ἱεροῦ Τριῳδίου στὸ ἱ. Ἀναλόγιο, ἀφοῦ προηγουμένως -κατὰ τὴν ἀρχαίαν τάξιν τῶν Πατέρων μας, βάζουμε
τριπλῆ μετάνοια στὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὴν εὐλογία καὶ τὴ δύναμη, ὥστε νὰ διαπλεύσουμε κι αὐτὸ τὸ μέγα, ἀλλὰ καὶ ψυχωφελέστατο, πέλαγος
μὲ τοὺς ὅποιους
«λαιστρυγόνας καὶ κύκλωπας», νὰ μᾶς ἀπειλοῦν. Κι ὅσο εἶσαι, στ᾿ ἀλήθεια νέος, αὐτὲς οἱ στιγμὲς τοῦ λαμπροῦ ὄντως ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἔχουν ἄλλη ὄψη, γιατὶ συνυπάρχει στὸν ψυχισμό σου καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς αἰσιοδοξίας. Ὅμως ὅταν περάσουν πιὰ τὰ χρόνια, ὅταν οἱ δεκαετίες
σιμώσουν τὸ μισὸ αἰῶνα, τότε οἱ λέξεις αποκτοῦν ἄλλο, πιὸ εἰδικὸ βάρος. Ἔτσι, δὲ μπορεῖς νὰ περάσεις εὔκολα σημασίες καὶ νουθεσίες, ὅπως τό, «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί...
ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς, διὰ νηστείας
κράζοντες· Ἰλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεὸς τοὶς ἁμαρτωλοῖς». Δὲ μπορεῖς, γιατὶ οἱ λέξεις γίνονται ἔλεγχος καὶ βαθειὰ συναίσθηση ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς συντομεύει, ἄρα καιρὸς εἶναι νὰ
συνειδητοποιήσουμε, ὅπως «μὴ
γυμνωθῶμεν, τῆς θείας χάριτος».
Κάποτε οἱ λέξεις αὐτὲς εἶχαν μιὰ γλυκύτητα καὶ μιὰ κατανυξη, ποὺ συγκινοῦσε καὶ χάριζε στὴ νεότητά μας δυνατότητες
πολλὲς, ὥστε οἱ κηρυκτικές μας ἐξηγήσεις νὰ εἶναι, ὅσο γινόταν, καὶ πιὸ λαμπρές. Κι αὐτὸ μᾶς ἐνθουσίαζε τότε,
μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ οἱ ἴδιες αὐτὲς οἱ λέξεις γίνονται
τώρα πιὰ ἀσκήσεις. Ἀσκήσεις, ποὺ ἀναμένουν τὴ λύση τους,
δηλαδή, τὶς ἀπαντήσεις ἐκεῖνες, ποὺ θὰ εἶναι πλήρως
συντονισμένες μὲ τὸ νόημα καὶ τὴ βαρύτητα τῆς ἡμέρας. «Τοὺς τρόπους ζηλώσωμεν, τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ καὶ τὴν αὐτοῦ
ταπείνωσιν, οἱ ποθοῦντες τὴν ἄληκτον τῆς χαρᾶς, τυχεῖν κατασκήνωσιν, ἐν χώρᾳ τῶν ζώντων αὐλιζόμενοι».
Ἀλήθεια, καταννοῦμε ὅτι ὁ καιρὸς εἶναι ἐγγύς πιά; (Ἀποκ.) Κι εἶναι πιὸ πολὺ ἐγγὺς ἀπὸ ἄλλοτε. Καὶ κυρίως γιὰ μᾶς, ποὺ δὲν ἐλπίζουμε πλέον ὅτι θὰ διπλασιάσουμε, ὅσο κι ἄν τὸ ἐπιθυμοῦμε τὰ χρόνια τῆς ἱερατείας -πόσο μᾶλλον τοῦ ἐπιγείου βίου μας- ὁπότε, «Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι (μόνο) τῷ Κυρίῳ». Ἀρκετὰ κάμαμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὴν ἐπιφάνεια καὶ προβολή. Κι ἀπόψε «ἔφθασε
ὁ καιρός», τέθηκε γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ ἡ αὐτὴ ἡ κλῖμαξ ἡ νοητή, ποὺ καλούμεθα ν᾿ ἀνεβοῦμε. Μὲ πρῶτο σκαλοπάτι τὴν ταπείνωση, τὴ βιωματικὴ αὐτὴ ἀρετὴ ποὺ θὰ μᾶς φέρει σιμὰ στὴν «ἀτέλεστο τελειότητα».
Κοιτώντας τὸ φῶς τοῦ δειλινοῦ ποὺ χωνεύει μέσα στὸν ἄδειο ναό, στοῦ νοῦ ἔρχεται τὸ Κοντάκιο τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριῳδίου. Ποὺ συμπυκνώνει τὸ νόημα τῆς ἡμέρας καὶ προβάλλει τὶς δικές μας ἱερὲς, προσευχητικὲς ἐπιθυμίες: «Στεναγμοὺς προσοίσωμεν,
τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος».
π. Κ.Ν.
Καλλιανός
No comments:
Post a Comment