Ο ακραία αδικημένος ήρωας
του ’21
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (Ιθάκη ή Πρέβεζα 1788 - Αθήνα 5 Ιουνίου 1825) ονομάστηκε «σταυραετός
της Ρούμελης» και θεωρείται ο ακραία αδικημένος ήρωας της Επανάστασης του 1821.
Τα 37 χρόνια της ζωής του, από την γέννηση του έως την δολοφονία του από
ελληνικά χέρια, ήσαν συγκλονιστικά περιπετειώδη. Ηρωικά κατορθώματα
αναμεμιγμένα με ίντριγκες, πάθη, μίση, εκτελέσεις, κυνηγητά για δολοφονίες,
ψεύτικες φήμες, κατασκευασμένες ειδήσεις, μεθοδεύσεις γυναικών για εκδίκηση,
συνθέτουν τον καμβά της ζωής του Οδυσσέα.
Ο Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη (από όπου και το
όνομα Οδυσσέας) ή στην Πρέβεζα, γενέτειρα της μητέρας του. Ο πατέρας του
Ανδρέας καταγόταν από τους Λιβανάτες της Λοκρίδας. Διαβόητος κλέφτης, με
μεγάλες επιτυχίες επί των Τούρκων, συμμετέσχε στο κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη, ο
οποίος έγινε και νονός του Οδυσσέα. Τεσσάρων ετών ο Οδυσσέας έχασε τον πατέρα
του. Το 1792 συνελήφθη από τους Βενετούς και παραδόθηκε στους Οθωμανούς. Αυτοί
τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, τον φυλάκισαν, τον βασάνισαν και τον
εκτέλεσαν το 1797, σε ηλικία 47 ετών. Εν τω μεταξύ στην Ήπειρο είχαν αρχίσει οι
διωγμοί σε βάρος των Ελλήνων και η μητέρα του υποχρεώθηκε να τον πάρει από την
Πρέβεζα και να καταφύγουν στη Λευκάδα. Εκεί από μικρό παιδί ζει με την επιθυμία
της εκδίκησης σε βάρος των Οθωμανών, για την δολοφονία του πατέρα του. Καθώς
μεγαλώνει, αν και φοιτά στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είναι στην προσωπική
σωματοφυλακή του, ζει με τη λαχτάρα της ελευθερίας της Ελλάδος. Το 1818 μυείται
στη Φιλική Εταιρεία, το 1819 διορίζεται από τον Αλή δερβέναγας στην ανατολική
Στερεά Ελλάδα, μυεί τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική Εταιρεία και του
εμπιστεύεται τη οπλαρχηγία. Στις 22 Μαρτίου 1821 ανακοινώνει στους
Γαλαξειδιώτες ότι με τα παλληκάρια του ξεκινάει την Επανάσταση κατά των
Οθωμανών. Στις 8 Μαΐου 1821 στο
πλινθόκτιστο Χάνι της Γραβιάς με τους 100 άνδρες του πετυχαίνει να ανακόψει την
προς την Πελοπόννησο πορεία του Ομέρ Βρυώνη και των 8.000 ανδρών του. Είναι μια
από τις σημαντικότερες στρατιωτικές επιτυχίες της Επανάστασης. Προβλέποντας ότι
θα έρθουν την επόμενη ημέρα ενισχύσεις με κανόνια, ο Ανδρούτσος με τα
παλληκάρια του επιχειρεί αιφνιδιαστική επίθεση τη νύχτα και απομακρύνονται με
επιτυχία. Οι απώλειες για τους Έλληνες ήσαν έξι νεκροί και δύο τραυματίες, για
τους Οθωμανούς 300 νεκροί και 600 τραυματίες.
Μετά την επιτυχία του στη Γραβιά αρχίζει το
μαρτύριό του. Ο Ιωάννης Κωλέττης τον γνωρίζει από την αυλή του Αλή Πασά και
έχει έρθει σε οξεία σύγκρουση μαζί του. Για τον χαρακτήρα του Κωλέττη είναι
χαρακτηριστικό, μετά τον επισυμβάντα θάνατό του στις 31 Αυγούστου του 1847, το
σχόλιο της εφημερίδας «Αιών» της 6ης Σεπτεμβρίου 1847 πως στη ζωή
του υπήρξε «κρυψίνους και δόλιος». Ο
Κωλέττης λοιπόν από την αρχή ήθελε να ταπεινώσει και να εξοντώσει τον
Ανδρούτσο. Πέραν της διαφοράς χαρακτήρα είχε και φθόνο ότι ο ίδιος απέτυχε ως
στρατιωτικός, αντίθετα από τον Οδυσσέα. Στο μίσος του Κωλέττη προστέθηκε αυτό
του Φαναριώτη Θεόδωρου Νέγρη. Ο συγκεκριμένος είχε την ιδέα ότι αρχιστράτηγοι πρέπει
να είναι οι πολιτικοί και ας μην έχουν
ιδέα από πόλεμο...
Όπως γράφει ο λοχαγός Κάρπος Παπαδόπουλος η τότε
Διοίκηση, συνεργούντος του Νέγρη, δεν δίδει στον Οδυσσέα οποιαδήποτε οικονομική
ενίσχυση, τον καθαιρεί από αρχιστράτηγο της Ανατολικής Ελλάδας και του στέλνει
τους Νούτζο και Παλάσκα να τον αντικαταστήσουν, με την εντολή αν αρνηθεί την
παράδοση του στρατού του να τον συλλάβουν ή να τον φονεύσουν. Ο Ανδρούτσος τους
δέχεται και τους παρουσιάζει στους άνδρες του λέγοντας: «Ιδού οι δύο νέοι
στρατηγοί, τους οποίους σας έστειλε η Διοίκηση. Εκλέξατε σεις λοιπόν δια
αρχηγούς σας αυτούς ή εμέ». Τότε αυτοί επευφημούν τον Ανδρούτσο και ορμούν και
λυντσάρουν τους δύο... Και προσθέτει ο Κάρπος Παπαδόπουλος: «Ο θάνατος των
Νούτζου και Παλάσκα έγινεν αιτία του να αυξηθούν οι εχθροί του Οδυσσέως επειδή
προσκολληθείσα η σύζυγος του Παλάσκα εις τον Κωλέττην ως παλλακίς, εζήτει καθ’
εκάστην από τον εραστήν της εκδίκησιν του χυθέντος αίματος του ανδρός της με
την χύσιν του αίματος του ιδίου του Οδυσσέως».
Η μέθοδος που ακολουθείται για την εξόντωση του Ανδρούτσου
είναι της φυσικής του εξόντωσης να προηγηθεί ο ηθικός του εξευτελισμός. Αυτός
επιτυγχάνεται με κατασκευασμένες ειδήσεις και με πλαστά έγγραφα. Προς τούτο
χρησιμοποιείται η «Εφημερίς των Αθηνών». Ο Ανδρούτσος είναι απολύτως
στενεμένος. Το απόσπασμά του φυλλοροεί, η αρνητική προπαγάνδα αρχίζει να πιάνει
και ο κλοιός των εχθρών του τον πλησιάζει όλο και περισσότερο, με σκοπό να τον
σκοτώσει. Στενεμένος από παντού αναζητεί λύση και προς στιγμήν καταφεύγει στους
άσπονδους εχθρούς του, στους Οθωμανούς. Μετανοεί αμέσως και μετά από
στρατιωτική ενέργειά του στη Χαλκίδα εναντίον των Οθωμανών αρχίζουν και αυτοί
να τον κυνηγάνε. Κυνηγημένος πλέον από όλους και στερημένος από τους φίλους του
αποφασίζει να παραδοθεί στο πρωτοπαλλήκαρο του τον Γκούρα, όργανο του Κωλέττη.
Πιστεύει ότι αν τον περάσουν από δίκη θα αποδείξει την αθωότητά του... Τον
παραπλανά ο Γκούρας, που του ορκίζεται στην Πίστη, στην Πατρίδα και στο κεφάλι
του ότι θα τον προστατεύσει....
Από τη Μονή οσίου Σεραφείμ Δομβούς ο Οδυσσέας
μεταφέρεται σιδηροδέσμιος στην Αθήνα και φυλακίζεται στον επί της Ακροπόλεως
υψηλό φράγκικο πύργο. Προαισθάνεται τι πρόκειται να του κάνουν και επίμονα
ζητεί να δικασθεί. Οι εχθροί του όμως δεν κρατούν προσχήματα. Καθόλου δεν
σέβονται την μεγάλη προσφορά του στην
Πατρίδα και τις ευεργεσίες που είχε προσφέρει στον Γκούρα και τους συντρόφους
του. Απεναντίας ευχαριστιούνται να τον βλέπουν κατησχυμμένο και συντετριμμένο
από τις βρισιές και τους εμπτυσμούς του όχλου. Προ του φόνου του ο Οδυσσέας
υφίσταται φρικτά βασανιστήρια. Από μίσος και για να του αποσπάσουν το «μυστικό»
πού είχε τον κρυμμένο «θησαυρό» του... Έτσι πίστευαν για τον πενόμενο ευεργέτη
τους.
Την 4η προς 5η Ιουνίου 1825
ο ήρωας Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονείται με εντολή του Γκούρα, που για τις
«υπηρεσίες του είχε καταστεί φρούραρχος της Αθήνας και καθ΄ υπόδειξη του
Κωλέττη».
Η δολοφονία του ήρωα
- Η τύχη
των δολοφόνων του
Τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου περιγράφει με
εξαιρετικό τρόπο ο Βοιωτός συγγραφέας Τάκης Λάππας στο ομώνυμο βιβλίο του, που
εξεδόθη το 1964. Η περιγραφή του στηρίζεται στα όσα ομολόγησε ο Κώστας Καλατζής
μετά από χρόνια. Ήταν ο νυχτοφύλακας της φυλακής στην Ακρόπολη, όπου οι δεσμώτες του είχαν βάλει τον Οδυσσέα
Ανδρούτσο. Καταγόταν από τη Λειβαδιά και είδε με τα μάτια του να βασανίζεται
και να εκτελείται ο ήρωας. Περασμένα μεσάνυχτα της 4ης προς την 5η Ιουνίου 1825
και στο φως του φαναριού που κρατούσαν
διέκρινε τους εκτελεστές του: τον Γιάννη Μαμούρη, πρωτοπαλίκαρο του Γκούρα, ή
«Γιάννη του Γκούρα» και τους πιστούς στον Γκούρα Μπαλαούλα, Τζαμάλα και Τριανταφύλλου.
Όταν άνοιξε η καγκελόφρακτη σιδερένια πόρτα της
φυλακής ο Οδυσσέας κατάλαβε ότι ήρθαν οι μπράβοι του Γκούρα και του Κωλέττη να
τον τελειώσουν. Σηκώθηκε όρθιος, αλλά ήταν δεμένος με χοντρές αλυσίδες
χειροπόδαρα. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ορέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εδώ
και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα. Δε μ΄ λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος
είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ
ορέ Γιάννη (Μαμούρη) γιατί;» (Σημ. Ο Μαμούρης ήταν μαζί με τον Οδυσσέα στη Μάχη
της Γραβιάς).
Σα να ήσαν αφιονισμένοι χωρίς να μιλήσουν οι
τέσσερις εγκάθετοι άρχισαν να τον κτυπούν με μανία. Ο Οδυσσέας αν και
χειροπόδαρα δεμένος αντιστάθηκε όσο μπόρεσε. Ο αγώνας ήταν άνισος. Για να
δείξουν ότι ήταν «ατύχημα» ο θάνατός του δεν χρησιμοποίησαν όπλα, αλλά τον
έπνιξαν με τα ίδια τους τα χέρια. Μετά του πέρασαν στο σώμα ένα φαγωμένο από
τους ίδιους σχοινί και το άψυχο σώμα του το έριξαν από ψηλά στο λιθόστρωτο, που
ήταν μπροστά από το ναό της Απτέρου Νίκης, στην Ακρόπολη. Το έγκλημα
κουκουλώθηκε γρήγορα, με διαταγές του φρουράρχου των Αθηνών Γκούρα και την
επίνευση του Κωλέττη. Ετάφη εκεί κοντά που τον βρήκαν νεκρό, δίπλα στον ναΐσκο
των Ασωμάτων. Προηγουμένως ο δικός τους γιατρός Κάρολος Βιτάλης πιστοποίησε ότι
«ο θάνατος επήλθε από την πτώση», έτσι τον ανέφερε και η υπηρετούσα τον Κωλέττη
εφημερίδα «Εφημερίς των Αθηνών»... Η ενόχληση από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο έλαβε τέλος. Έτσι νόμισαν. Σημειώνεται ότι ο
ήρωας είχε τον Γκούρα ως το πιο έμπιστο πρόσωπό του και τον είχε παντρέψει...
Το τέλος των εκτελεστών
του Ανδρούτσου
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1826 ο Γκούρας ήταν στην
Ακρόπολη, κοντά στο μέρος όπου δολοφονήθηκε ο Ανδρούτσος, και προσπαθούσε να
αποτρέψει λιποταξίες, εν όψει του οθωμανικού κινδύνου. Τουρκαλβανός προσδιόρισε
το ταμπούρι του από τους πυροβολισμούς που έριξε και τον σημάδεψε, τον κτύπησε
στο κεφάλι και τον σκότωσε...
Στις 27
Ιανουαρίου 1827 οθωμανικοί κανονιοβολισμοί κτύπησαν επί της Ακροπόλεως τον ναό
του Ερεχθέως, τον οποίο ο Γκούρας είχε μετατρέψει σε οικία της οικογενείας του
και των υπόλοιπων συγγενών και πιστών του.
Εθραύσθησαν ένας από τους κίονες και το επιστήλιο, που στήριζαν την
οροφή και αυτή πέφτοντας καταπλάκωσε και εφόνευσε την χήρα του Γκούρα και
άλλους έντεκα δικούς του. Ετάφησαν όλοι κοντά στον τάφο του Ανδρούτσου. (Σημ.
Τα στοιχεία από τα «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» του Μιχ. Οικονόμου»,
φωτομηχανική επανέκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Δημητσάνης, Αθήναι, 1976). Οι
άλλοι εκτελεστές του Οδυσσέα δεν ενοχλήθηκαν για το έγκλημά τους...
Ανθολόγηση
Από την επιστολή του Οδυσσέα στους Γαλαξιδιώτες: «Ηγαπημένοι
μου Γαλαξειδιώτες, ήτανε φαίνεται από τον Θεό γραμμένο να αδράξωμε τα άρματα
μίαν ημέρα και να χυθούμε καταπάνου στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια
ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι την θέλομεν, βρε αδέλφια, αυτήν την
πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε αποκάτω στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων ν’
ακονιέται στα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτε δεν μας απόμεινε; Αι
εκκλησίαις ας γενήκανε τζαμία, και αχούρια των Τουρκών. Κανένας δεν μπορεί να
πη πως τάχα έχει τίποτε δικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός, σα διακονάρης
στη στράτα... Εγώ, καθώς το γνωρίζετε, καλώτατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώταις,
ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμαίς και δόξαις. Οι Τούρκοι ό,τι και αν
ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέως δεν χωρατεύει.
Μα σας λέγω την πάσα αλήθεια, αδέλφια, δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνάω και το
γένος μου να βογκάη στη σκλαβιά. Μου καίεται η καρδία μου σαν βλέπω και
συλλογούμαι πώς ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν...» (Από το βιβλίο του Μπάμπη
Άννινου «Η απολογία του Οδυσσέως Ανδρούτσου - Η δολοφονία του», 3η Έκδοση, Εκδ.
«Δημιουργία», Αθήνα, 1996, σελ. 19. Εστάλη στις 22 Μαρτίου 1822).
Από την ομιλία του Ανδρούτσου στην εν Άστρει Β΄
Εθνοσυνέλευση (1823): «...Εγώ εσυναναστρεφόμουν με τους Τυράννους και ήμουν
καλά πληρωμένος δια να σέβωμαι τους ομογενείς τους. Αλλά κινούμενος από τον
διάβολό μου (Σημ. Τον είχαν κατηγορήσει ότι έχει τον διάβολο μέσα του...)
Τούρκους εσκότωνα. Οι κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα δάση ήσαν
τα αγαπητά μου κατοικητήρια, το τούρκικο αίμα το προσφάγι μου. Εσηκώθη η
Επανάστασις και ευθύς, συρόμενος από τον διάβολόν μου, ελάτρευσα τους αρχηγούς
της, την φωνήν Της άκουσα εις τα φυλλοκάρδιά μου, εσεβάσθην την απόφασίν Της
και έτρεξα με όλους τους αρματολούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι
εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολός μου, μου αφήρεσε αυτήν την κλίσιν, αφού
εσηκώσαμε τα άρματα. Και τι να πολυλογώ; Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε
να γεμίσω ψείρες, να λιμάξω ψωμί, να κοίτωμαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και
εις την λάσπην, να δοκιμάσω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από
εχθρούς και φίλους, να κυνηγώμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς και
φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ εθνικάς συνελεύσεις, να αγαπώ δικαίους
διοικητάς, να είμαι λάτρης των εναρέτων και φίλος των σοφών, να διψώ την
αυτονομία και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας -μόνον και μόνον-
Έλληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις Έλληνας...». (Από το βιβλίο του
Ιωάννου Κακαβούλια, καθηγητού «Η εν Άστρει Β΄ Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων, 1823».
Εκδ. Οίκος Π. Πατσιλινάκου, Αθήναι, 1953, σελ. 136).
Από την ίδια την εν Άστρει Εθνοσυνέλευση παρέμβαση
- καταπέλτης του Οδ. Ανδρούτσου κατά των Κωλέτη, Μαυροκορδάτου και Νέγρη: «Κατάπληξιν
μου επροξένησε το θράσος του τέως προέδρου του υπουργικού συμβουλίου και τώρα
αρχιγραμματέως της συνελεύσεως να ομιλήσει για επιτυχίας της παραιτηθείσης
Κυβερνήσεως. Αφού ο εξοχώτατος κύριος Νέγρης συνεκρότησε παράνομον εθνικήν
συνέλευσιν εν Άστρει δια βουλευτών αντί πληρεξουσίων, όπως θα έπρεπε, προσπαθεί
τώρα να... μας παρουσιάση τας μεγάλας επιτυχίας (!!!) της Κυβερνήσεως; Τι να
πρωτοθυμηθώ; Τους κατατρεγμούς τους δικούς μου, που για να με βγάλουν από τη
μέση με είπαν προδότη; Το φόνο του Κρεββατά, του αξίου τέκνου του Μιστρά, που
όχι μονάχα δεν τον πρόλαβε η Κυβέρνησις, όπως μπορούσε, όχι μονάχα δεν
ετιμώρησε τους δολοφόνους, όπως αξιούσε όλος ο ελληνικός λαός, αλλά και τους
έδωσε τιμές και βαθμούς και αξιώματα;...
Ενώ θα έπρεπε αυτή η Κυβέρνησις να ντρέπεται να
αντικρύση τον ελληνικό λαό, έρχεται και πάλι και, με κάθε θεμιτό και αθέμιτο
μέσον, ζητεί να ξανακυβερνήσει τον τόπο. Ποιοι είναι οι τίτλοι της πατριώται;
Σφάλματα και μόνον σφάλματα. Και θα σας ειπώ εγώ μερικά, αφού αυτοί τα
λησμονούν όλα. Ενώ ο Κολοκοτρώνης πολιορκούσε την Πάτρα, η Κυβέρνησι του
Μαυροκορδάτου, Κωλέτη, Νέγρη και των άλλων ομοίων των, όχι μόνον δεν εβοήθησε
τον αρχιστράτηγο, αλλά αντέδρασε κι έτσι εχάσαμε την Πάτρα. Έκαμε εκστρατεία
προς την Ήπειρον κατά τρόπο επιπόλαιο και εγκληματικό. Εξοχώτατε Μαυροκορδάτε,
θα δώσετε λόγο στον Θεό για το αίμα που εχύθη στη Δυτική Ελλάδα εξ αιτίας σου.
Άλλο πέννα και πολιτικές ραδιουργίες, εξοχώτατε, κι άλλο πόλεμος. Ετέθης επί
κεφαλής ως ...αρχιστράτηγος (!!) Ελλήνων και Φιλελλήνων και τους ωδήγησες στο
Πέτα στη σφαγή. Δεν έκαμε να αναλάβουν την εκστρατεία οι έξοχοι πολεμικοί, που
διαθέτει η χώρα, έπρεπε και τις πολεμικές δάφνες να τις μαζέψης εσύ για να
μείνης μόνος άρχοντας εδώ. Κι αντί για δάφνες, έσπειρες κεφάλια Ελλήνων και
Φιλελλήνων και θέρισες κατάρες και δάκρυα....» (Αυτ. σελ. 128-131).
Από τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη: «Όσα
χρήματα πήγαμε έξω να πλερώσουμε τους ανθρώπους, οπού τα είχε ο κύριος Κωλέτης,
έβαλε φύλακά τους τον μπατζανάκη του Γκούρα τον Κατζικοστάθη, και γιόμωσε τον
Γκούρα ο Κωλέτης λίρες. Του γιόμωσε το δισάκκι του από αυτές κι από τα λάφυρα
του Νοταρά και Σισίνη κι αλλουνών. Το ίδιον και τον Κατζικοστάθη. Αφού τους
έκαμε αυτείνη την καλωσύνη ο Κωλέτης, τον πουλημένον άνθρωπον κι άρπαγον τον
έκαμε αρχηγόν να πάγη εναντίον του Δυσσέως – κι ο Σοφιανόπουλος συνβουλάτορας.
Αυτό μαθαίνει ο Δυσσέας, άλλο δεν είχε καταφύγιον να σταθή εις την Ελλάδα,
σηκώνεται και πάγει εις τους Τούρκους και γίνεται με το στανιόν Τούρκος να
γλυτώση. Καθώς έκαμε ο Μαυροκορδάτος τον Βαρνακιώτη κι άλλους και πήγαν με τους
Τούρκους και γλύτωσαν, έτζι πάγει κι ο δυστυχής Δυσσέας. Ήρθε τούτες της ημέρες
εδώ ο Γκούρας, γιόμωσε το δισάκκι του λίρες, επικύρωσε και εις την Κυβέρνηση
άλλες οχτακόσες χιλιάδες γρόσια, ότι κάνει να λάβη από την Κυβέρνηση ακόμα, κι
αχώρια μουκατάδες Αθήνας, Φήβας, Λιβαδειάς και τα εξής. Κι όλο το φουσάτο οπού
πλερώνει ποτές δεν είναι διακόσιοι πενήντα άνθρωποι. Τον έναν εις την πλερωμή
τον κάνει δέκα.
Πήγανε αναντίον του δυστυχή Δυσσέα. Ακούγοντας ότι
έρχεται εναντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, οπού αυτός τον
δόξασε, μπιστεύτηκε και βγήκε και παραδόθη εις το παιδί του. Τον πήγε στην
Αθήνα και τον σκότωσε. Τελείωσε πλέον ο κ. Κωλέτης κι από τον τρίτον αντίζηλόν
του. Δυσσέα Ανδρίτζο, Αλέξη Νούτζο, Χρήστο Παλάσκα και τους τρεις τους
σκότωσε». («Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα», Εκδ. «Γαλαξία», Αθήνα, 1964, σελ.
212-213).
Από το «ωσαννά» στο «σταύρωσον». Μετά την προ
καιρού θριαμβευτική του είσοδο στην απελευθερωμένη από αυτόν Αθήνα, τώρα
φέρνουν σε αυτήν αλυσοδεμένο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ιδού πώς περιγράφει το
γεγονός ο Τάκης Λάππας στο βιβλίο του «Οδυσσέας Ανδρούτσος» (1949): « Η
υπόληψις αυτού παρά τω λαώ των Αθηνών και τους στρατιώτας είχε παντελώς εκπέσει
και οικτράν πλέον μόνον εικόνα πεπτωκότος μεγαλείου παρίστα ο Οδυσσεύς. Αι
γυναίκες εράπιζον αυτόν, το δε πλήθος ολίγου δειν ελιθοβόλει καθ΄ οδόν τον ήρωα
του Χανίου της Γραβιάς». Να είναι αλήθεια αυτά; Ανεβαίνοντας τον Γολγοθά του να
έγινε περίγελος των εχθρών του και να πομπεύτηκε τόσο!... Αυτό ήταν το αντίδωρο
που του δίνανε οι Αθηναίοι για ό, τι έκανε για χάρη της πόλης τους....Με το
κατάντημα του Οδυσσέα Ανδρούτσου σίγουρα ο Κωλέτης ήταν ενθουσιασμένος.
Κατάφερε να δώσει την ποθητή ικανοποίηση στην ερωμένη του, τη χήρα
Μπαλάσκα...».
Η αποκατάσταση της μνήμης του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Στη μνήμη και στην κρίση των Ελλήνων ουδέποτε ο Ανδρούτσος θεωρήθηκε προδότης.
Όμως το κράτος καθυστέρησε σαράντα χρόνια να τον αποκαταστήσει. Στις 21
Φεβρουαρίου 1865 και μετά από πολλές προσπάθειες της πιστής και αφοσιωμένης
χήρας του Ελένης τελέστηκε μνημόσυνο στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, με την
παρουσία των αρχών, των επιζώντων αγωνιστών και πλήθους λαού.
Η εφημερίδα «Αυγή» έγραψε για το γεγονός: «Είς των
ονομαστοτέρων οπλαρχηγών επί του Ιερού Αγώνος υπήρξεν ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος,
όστις προώρως και σκληρώς εξεμέτρησε το ζην εν τη Ακροπόλει των Αθηνών κατά το
1825. Ο θάνατος του Οδυσσέως Ανδρούτσου εγένετο έκτοτε το αντικείμενον πολλών
σχολίων, κρίσεων και επικρίσεων από μέρους φίλων του και αντιπάλων του. Η αδέκαστος
Ιστορία θέλει εκφέρει την αψευδή ετυμηγορίαν της.
Από της εποχής εκείνης μέχρι σήμερον δεν είχον
αποδοθή αι ανήκουσαι τιμαί εις τον μακαρίτην Ανδρούτσον. Όθεν επιμελεία της
χήρας αυτού η Κυβέρνησις ηξίωσε να τελεσθή δημοσία μνημόσυνον. Τούτο ετελέσθη τω
όντι χθες εν τω ιερώ ναώ της Μητροπόλεως, όπου παρευρέθη άπειρον πλήθος λαού
και πλείστοι εκ των επιζώντων αγωνιστών... Από του ναού η συνοδεία προέπεμψε τα
οστά μετά στρατιωτικής παρατάξεως και παιανιζούσης μουσικής μέχρι του
κοιμητηρίου, όπου απετέθησαν ταύτα εν τω επί τούτω τάφω. Ενταύθα της
Εθνοφυλακής παρατεταγμένης ο στρατός και το πυροβολικόν επυρσοκρότησε τρις,
αποδοθεισών τιμών αντιστρατήγου εις την μνήμην του Οδυσσέως Ανδρούτσου. Ούτως η
Πατρίς απέτισε και μίαν οφειλήν της, αποδούσα τα νόμιμα μετά θάνατον εις έν
ονομαστόν τέκνον της. Αιωνία η μνήμη του Οδυσσέως Ανδρούτσου! Κύριος αναπαύσαι
την ψυχήν αυτού!».
Πρόσκληση της χήρας Ανδρούτσου για το μνημόσυνο. Η
χήρα μετά από σαράντα ετών προσπάθειες είδε με ικανοποίηση να αποκαθίσταται το
όνομα του συζύγου της, να τελείται επισήμως μνημόσυνο στη μνήμη του και τα
λείψανά του να ενταφιάζονται με στρατιωτικές τιμές στο Α΄ Νεκροταφείο των
Αθηνών. Ιδού η πρόσκληση της για συμμετοχή στο μνημόσυνο, που δημοσίευσε στην
εφημερίδα «Αυγή»:
«Μετά τεσσαρακονταετές διάστημα χρόνου, καθ΄ ό ο
Ύψιστος αφήκε την χάριν του, όπως η επιζώσα υποφαινομένη χήρα του αοιδίμου
στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτσου αποδώση την θρησκευτικήν τελετήν εις τα οστά
αυτού, ταφέντος εν σιωπή ένεκα του επιγενομένου αυτώ σκληρού θανάτου έν τινι
γωνία της Ακροπόλεως των Αθηνών, η υποφαινομένη παρακαλώ πάντας τους
ευρισκομένους συναγωνιστάς αυτού και τους λοιπούς κατοίκους των Αθηνών, όσοι
ευαρεστούνται, να παρευρεθώσι εις την κήδευσιν των οστών και την νεκρώσιμον
θρησκευτικήν ακολουθίαν, γενησομένην εν τω ναώ της Μητροπόλεως την 21ην
τρέχοντος μηνός, ημέραν Κυριακήν και ώραν 10 π.μ. Εν Αθήναις τη 17η Φεβρουαρίου
1865. Η χήρα Ελένη Οδυσσέως Ανδρούτσου».
Γιώργου Ν.
Παπαθανασόπουλου
No comments:
Post a Comment